Είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο ότι ο Κάρολος Μαρξ καθώς και αρκετοί στοχαστές μετά από αυτόν απέδιδαν μεγάλη σημασία στο πνευματικό εποικοδόμημα μiας κοινωνίας και τη σημασία του στη δημιουργία παραγωγικών και όχι μόνον συνθηκών.
Αναφερόμενος στις Διανοητικές Ρίζες της Αγγλικής Επανάστασης, το 1965, ο Άγγλος ιστορικός Κρίστοφερ Χιλλ τονίζει ότι τόσο ο ιστορικός όσο και ένας σοβαρός αναλυτής οφείλει να αποδίδει στις ιδέες, ή ευρύτερα στις ιδεολογίες, την ίδια σημασία που αποδίδει στις ιστορικές συνθήκες. Κατά την άποψή του, οι ιδέες λειτουργούν ως κίνητρα δράσης των ανθρώπων, ενώ οι παραγωγοί, οι προπαγανδιστές και οι εκλαϊκευτές των ιδεών αυτών, δηλαδή διανοούμενοι και δημοσιογράφοι, όχι λίγες φορές δρουν ως καταλύτες της ιστορικής μεταβολής και πολλές φορές ως οργανωτές της εκάστοτε ιδεολογικής ηγεμονίας.
Θα προσθέταμε ότι, σήμερα, αυτό είναι ένα από τα κρίσιμα φαινόμενα, καθ’ όσον οι ιδέες, οι πληροφορίες και οι γνώσεις κυκλοφορούν και ανιχνεύονται με απίθανη ευκολία. Με τεράστια δε ταχύτητα, γίνονται προσβάσιμες στον καθένα.
Στο πλαίσιο αυτής της διαπίστωσης, η οποία όλο και συχνότερα επαληθεύεται στην εποχή μας, στην Ελλάδα του 2021 -με κάποιες εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα- δεν έχει γίνει σε βάθος, πρωτογενής και συστηματική έρευνα για τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν το πεδίο της ιδεολογίας, των συλλογικών στάσεων, αλλά και των επιστημονικών ιδεών. Δεν έχει ακόμη μελετηθεί το φαινόμενο της μεταφοράς συγκεκριμένων ρευμάτων σκέψης και ιδεολογιών από τη Δύση στον ελληνικό χώρο, ούτε και ο βαθμός της διήθησής τους στην ελληνική διανόηση με βάση τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας.
Μάλιστα, με σπάνιες ίσως εξαιρέσεις, δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί επαρκώς στο επίπεδο των ιδεών ούτε οι κρίσιμες τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν η ελληνική διανόηση αμφιταλαντεύεται μεταξύ των αρχών και των αξιών του οικονομικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού και της αναδίπλωσης στον εθνικό πυρήνα, δηλαδή της αναδιάταξης της ιδεολογίας του παραδοσιακού εθνοκεντρισμού με άξονα το όραμα του αλυτρωτισμού.
Στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων, δύο ερωτήματα εγείρονται στο πλαίσιο αυτής της συνοπτικής αρθρογραφίας. Πρώτον, γιατί η επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού ξεκίνησε από την Πελοπόννησο και ειδικά από την Αχαΐα και τη Μάνη και για ποιους λόγους οι ρίζες της ελληνικής βιομηχανίας βρίσκονται και αυτές στην ίδια περιοχή και στην πρωτεύουσά της, την Πάτρα.
Το γεγονός αυτό, κατά τη γνώμη μας, μόνον τυχαίο δεν ήταν. Από το τέλος του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, το ότι μία θάλασσα χώριζε τη Δυτική Ελλάδα από την Ιταλία και άρα από την αρχή της Δυτικής Ευρώπης, διευκόλυνε τη διάδοση της δυτικής επιρροής σε μία περιοχή η οποία ήταν ήδη εμπορικό κέντρο, αλλά και ανοικτή πόρτα στις δυτικές ιδέες.
Το δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα μπορούσε να υπάρξει στοιχειώδης βιομηχανική παραγωγή, με δεδομένη την παντελή έλλειψη σύγχρονης για τη συγκεκριμένη εποχή εμπορικής και βιομηχανικής κουλτούρας στη χώρα, καθώς και ανθρώπινου δυναμικού ικανού να απασχοληθεί στη μεταποίηση. Παράλληλα, όμως, στην υπό οθωμανικό ζυγό Ελλάδα του 19ου αιώνα, ανύπαρκτες ήταν και οι υποδομές πάνω στις οποίες θα μπορούσαν να τεθούν τα θεμέλια μίας βιομηχανικής παραγωγής, με τα απαραίτητα δίκτυα διανομής της. Επίσης, στην τότε Ελλάδα, δεν υπήρχαν ούτε πόλεις ικανές να αποτελέσουν εφαλτήριο βιομηχανικής ανάπτυξης, όπως είχε παρατηρηθεί στη Δύση.
Υπό αυτή την έννοια η Πάτρα, πρώτη πόλη με πάνω από 20.000 κατοίκους στην Πελοπόννησο και ειδικά στην Αχαΐα, ήταν θύλακας οικονομικής δραστηριότητας που στηριζόταν στη γεωργία και στο εμπόριο.
Στην απαλλαγμένη από τον οθωμανικό ζυγό Ελλάδα, η νεότερη ιστορία της Πάτρας και του Νομού Αχαΐας αρχίζει το 1828. Ήταν η χρονιά που, ύστερα από πολλές περιπέτειες, στις 7 Οκτωβρίου η πόλη απελευθερώθηκε από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Πελοπόννησο, με διοικητή τον στρατηγό Μαιζών.
Μετά την απελευθέρωσή της, ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας υιοθέτησε -γεγονός που οι περισσότεροι Πατρινοί αγνοούν σήμερα- ένα πολύ φιλόδοξο πολεοδομικό σχέδιο για την πόλη, που ήταν σωρός ερειπίων, το οποίο με συντάκτη τον μηχανικό του γαλλικού στρατού Σταμάτη Βούλγαρη δεν υλοποιήθηκε παρά μόνον μερικώς μετά από πολλά χρόνια.
Με κύριο οικονομικό ατού το εξαγωγικό λιμάνι της, από το οποίο έφευγε στο εξωτερικό μέρος της πελοποννησιακής αγροτικής παραγωγής, η Πάτρα (και σε δεύτερη μοίρα το Αίγιο) ήταν το κυριότερο κέντρο οργάνωσης και προώθησης της παραγωγής σταφίδας, προσφέροντας ταυτοχρόνως αποθηκευτικές, τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες.
Όπως αναγνωρίζουν έγκυροι μελετητές, ανάμεσα στις πόλεις-λιμάνια που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης στη λεκάνη της Μεσογείου, η Πάτρα κατείχε εξέχουσα θέση και αποτελούσε αντιπροσωπευτική περίπτωση ακμάζοντος εμποροναυτικού κέντρου του 19ου αιώνα.
Την περίοδο της ευμάρειας, η πόλη γνώρισε και εντυπωσιακό κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο πλούτος που κυκλοφορεί, αλλάζει, όπως ήταν φυσικό, τη φυσιογνωμία της πόλης. Διαφοροποιεί την κοινωνική ζωή και τις συμπεριφορές των κατοίκων της και δημιουργεί μία νεοσύστατη αστική τάξη. Η μετανάστευση αυξάνει τον πληθυσμό. Αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος κοσμοπολιτισμός, δραστηριοποιούνται οι ξένες εθνότητες, γίνεται προσπάθεια ευθυγράμμισης της τοπικής παραγωγής με την παγκόσμια αγορά και, βέβαια, από μια στιγμή και μετά επιβάλλεται η μονοκαλλιέργεια εξαγώγιμων προϊόντων και κυρίως της σταφίδας. Το προϊόν αυτό, που τότε πολλοί αποκαλούσαν «μαύρο χρυσό», ήταν το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, με την Αγγλία να αποτελεί την κύρια πηγή της εξαγωγής αυτής, με τόνους σταφίδας να φεύγουν εκείνα τα χρόνια από το λιμάνι της Πάτρας με προορισμό τα λιμάνια της Αγγλίας.
Εκείνη την εποχή κτίζονται στο κέντρο της Πάτρας τα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια που θαυμάζουμε σήμερα, καθώς η αστική τάξη της πόλης και το εμπόριο, με βάση την εξαγωγή σταφίδας, γνωρίζει μεγάλη οικονομική ευμάρεια.
Παράλληλα, όμως, με την οικονομική της ευμάρεια και την κοινωνική της άνοδο, η Πάτρα την περίοδο που εξετάζουμε αποκτά και μία ξεχωριστή πνευματική οντότητα, με σημαντικό αριθμό εκπαιδευτικών και διανοουμένων να στηρίζουν την κοινωνική ζωή της πόλης, προσδίδοντάς της ξεχωριστό πνευματικό ύφος και τοπική ταυτότητα. Είναι η εποχή που στην πρωτεύουσα της Αχαΐας εκδίδονται κάπου εκατό εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και ο Νεολόγος Πατρών (1873-1973) του Ιωάννη Π. Παπανδρόπουλου.
Με αφετηρία τη σταφίδα έτσι, αναπτύσσονται στην Αχαΐα και κάποιες άλλες μεταποιητικές δραστηριότητες, όπως η παραγωγή κρασιού και οινοπνευματωδών ποτών, που πολύ γρήγορα δημιουργούν νέες αγορές. Επίσης, την εποχή της κυριαρχίας της σταφίδας, η παραγωγή της καθώς και η επέκταση της καλλιέργειάς της δημιούργησαν δευτερογενείς ανάγκες κατασκευής γεωργικών εργαλείων και μηχανών, σταφιδοκιβωτίων και άλλων μέσων συσκευασίας, έργων υποδομής για την εμπορία της σε λιμάνια, καθώς και τρ;eνα με ειδικούς αποθηκευτικούς χώρους.
Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται στην Αχαΐα μία σχετική διαφοροποίηση του παραγωγικού της ιστού, που ωστόσο αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες ανάπτυξης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από την αρχή της υπάρξεώς του, το νεοελληνικό κράτος αντιμετώπιζε πάντα σοβαρά προβλήματα δανεισμού, γεγονός που εκ των πραγμάτων έκανε προβληματική τη χρηματοδότηση φιλόδοξων βιομηχανικών και επιχειρηματικών εν γένει δραστηριοτήτων. Για ένα διάστημα μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, συγκεκριμένα από το 1827 έως το 1878, η Ελλάδα είχε αποκλεισθεί από τα δυτικά χρηματιστήρια λόγω του γνωστού υπερβολικού δανεισμού της κατά την επαναστατική περίοδο και αμέσως μετά από αυτήν. Υπήρχε έτσι τεράστια στενότητα κεφαλαίων και τα επιτόκια δανεισμού, όπως ανέφερε ο Τύπος, έφθαναν μέχρι και 30% τον χρόνο.
Η περίοδος αυτή, εξάλλου, υπήρξε η αφετηρία και για την ανάπτυξη της τοκογλυφίας στην Ελλάδα, φαινόμενο που για μία μακρά περίοδο υπήρξε από τους βασικούς τροφοδότες της παραοικονομίας. Ιδιαίτερα δε στην Αχαΐα και την Πάτρα, όπου παράλληλα μεγάλη άνθηση γνώρισε και ο παράνομος τζόγος.
Από ιστορικής πλευράς έτσι, είναι σαφές ότι η Αχαΐα υπήρξε η μήτρα της νεοελληνικής ανάπτυξης, η οποία θα είχε ακολουθήσει διαφορετικό ενδεχομένως δρόμο, αν στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα δεν είχε προκύψει το περίφημο σταφιδικό ζήτημα, πάνω στο οποίο θα αναφερθούμε ξεχωριστά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.