Πρόσφατα ανακοινώθηκε από τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης η διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, τα «ΚΕΠ plus», με στόχο, μεταξύ άλλων, την εξυπηρέτηση των αναγκών των ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων αλλά και ευρύτερα του επιχειρείν, μετά από διαδικασία διαβούλευσης για να αναζητηθεί το μείγμα των διαδικασιών και της πληροφόρησης που χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Αναμφίβολα φαίνεται εκ πρώτης όψεως μια πρωτοβουλία προς τη σωστή κατεύθυνση, η οποία μπορεί να συμβάλει να ξεπεραστούν κάποιες γραφειοκρατικές δυσχέρειες στη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Ενόψει αυτής της υπουργικής ανακοίνωσης, ωστόσο, οφείλω να επισημάνω πως το 2019 με το Ν. 4605 (ΦΕΚ 56') θεσμοθετήθηκε η Δομή Στήριξης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, η οποία χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό από τους επιχειρηματικούς φορείς και τα Επιμελητήρια, και εξασφαλίστηκε η χρηματοδότησή της από το ΠΔΕ με 15 εκατ./χρόνο για 3 χρόνια. Η Δομή αυτή σχεδιάστηκε για να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες κεντρικά μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας και να διαθέτει σημεία φυσικής παρουσίας στα 59 Επιμελητήρια όλης της χώρας, για να απευθύνονται οι επιχειρήσεις.
Για τη διασφάλιση της υψηλής ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά και της διαρκούς διαδραστικής σχέσης μεταξύ επιχειρήσεων και Δομής, προβλέφθηκε η εποπτεία της λειτουργίας της από το Επιτελικό Όργανο Διοίκησης, στο οποίο συμμετέχουν Εκπρόσωποι του υπουργείου Ανάπτυξης, της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΕΣΕΕ) και του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ).
Βασική στόχευση της πρωτοβουλίας αυτής ήταν να προσφέρονται σε επίπεδο νομού υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, στηριζόμενες σε αναλύσεις στοιχείων από εξειδικευμένα στελέχη σε κεντρικό επίπεδο, με αξιοποίηση των τεράστιων δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας, με παράλληλη προσφορά πλήθους υπηρεσιών και στα σημεία φυσικής παρουσίας. Η Δομή ΜμΕ δημιουργήθηκε με απώτερο σκοπό τη δραστηριοποίηση στην ευρύτερη συμβουλευτική και δικτύωση, την τεχνολογική-ψηφιακή αναβάθμιση μέσω πρόσβασης στις κατάλληλες πληροφορίες, την υποβοήθηση της εξαγωγικής διείσδυσης μέσω ενημέρωσης για διεθνείς τάσεις, τη διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς αγορές, καθώς και την προτυποποίηση και απόκτηση brand name.
Το μεγάλο πλεονέκτημα και βασικός λόγος επιλογής της συγκεκριμένης οργανωτικής διάρθρωσης ήταν και είναι η δυνατότητα διασφάλισης υψηλού επιπέδου υπηρεσιών και απασχόλησης ειδικά καταρτισμένων στελεχών κεντρικά με την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας, των βάσεων δεδομένων και ιδίως της μακρόχρονης εμπειρίας του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης στην παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο (Εnterprise Europe Νetwork).
Η Δομή συστάθηκε για να απαντήσει σε ένα κεντρικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το πολύ υψηλό ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων σε σχέση με τον μ.ό. των χωρών του ΟΟΣΑ (μέχρι 9 απασχολούμενοι: Ελλάδα 96,4% έναντι 90,4% ΟΟΣΑ). Παρατηρείται ένα μεγάλο θεσμικό κενό σχετικά με τις ΜμΕ, καθώς διαχρονικά η παραγωγικότητά τους, ιδίως δε αυτή των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής επιχειρηματικότητας, υπολείπεται δραματικά των μέσων επιπέδων σε επίπεδο ΕΕ και ΟΟΣΑ.
Αναμφίβολα, το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, που μάλιστα αδυνατεί να μετασχηματισθεί σε κάτι μεγαλύτερο, αποτελεί ανεξάρτητη αιτία δυσλειτουργιών και οδηγεί σε χαμηλή παραγωγικότητα, αδυναμία πρόσβασης στη χρηματοδότηση, χαμηλό βαθμό διεθνοποίησης, αδυναμία μετασχηματισμού, δικτύωσης και ανάπτυξης οικονομιών κλίμακας.
Παράλληλα εντείνει τον δυισμό ως προς τον επιχειρηματικό ορίζοντα και τις επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς κυριαρχεί η επιχειρηματικότητα ανάγκης και όχι ευκαιρίας, η άτυπη και όχι η επίσημη οικονομία. Η ενίσχυση της παρουσίας των ΜμΕ έχει συγχρόνως μια ιδιαίτερα σημαντική διάσταση: οι ΜμΕ αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας και συναποτελούν τη μεσαία τάξη και με αυτή την έννοια, υπό κατάλληλες συνθήκεςμ μπορούν να διασφαλίσουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη αλλά και οικονομική δημοκρατία.
Στα μεταπολεμικά χρόνια και ως τη δεκαετία του 1970μ η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη συμβάδιζαν διεθνώς με την κοινωνική συνοχήμ αλληλοτροφοδοτούμενες σε σημαντικό βαθμό. Όμως, σταδιακά οδηγηθήκαμε σε διαρκή μεγέθυνση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, των γιγαντιαίων κεφαλαίων συμμετοχών και των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών. Παράλληλα, αυξήθηκε με εκθετικούς ρυθμούς το εύρος δραστηριοτήτων των πάσης φύσεως ηλεκτρονικών πλατφορμών (Amazon, e-bay, alibaba, airbnb, Uber κ.λπ.), με τεράστιες συνέπειες στη λειτουργία της οικονομίας και απρόβλεπτες παρενέργειες ακόμα και σε αυτή την ίδια την ουσία της δημοκρατίας.
Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε μία τάξη εξαιρετικά πλούσιων ανθρώπων, που κατέχει μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πλούτου (το 1% του πληθυσμού κατείχε πάνω από το 45% του παγκόσμιου πλούτου το 2019, ενώ το φτωχότερο 50% του πληθυσμού το 1% του πλούτου). Η συγκέντρωση της παραγωγής και του πλούτου σε ελάχιστα χέρια είναι ασύμβατη όχι μόνο με την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και με την αληθινή έννοια της δημοκρατίας.
Ιστορικά έχει επιχειρηθεί να υπάρξει έλεγχος της υπερσυγκέντρωσης της παραγωγικής ικανότητας στα χέρια ελάχιστων ιδιωτών και μεγάλων εταιρειών μέσω της εκτεταμένης κρατικής ιδιοκτησίας ή της κρατικής παρέμβασης με θέσπιση ρυθμιστικών αρχών, της επιτροπής ανταγωνισμού κ.λπ. Έχουν όμως εμφανισθεί επανειλημμένα προβλήματα αναποτελεσματικότητας και σπατάλης στις κρατικές επιχειρήσεις και φαινόμενα «αιχμαλώτισης» των ρυθμιστικών αρχών από τους εποπτευόμενους ιδιώτες, αλλά και οι «περιστρεφόμενες πόρτες» για τα στελέχη των επιχειρήσεων και των ρυθμιστικών οργάνων, με συνέπεια οι λύσεις αυτές να αποδειχθούν αν όχι πλήρως άκαρπες, πάντως μερικής μόνο αποτελεσματικότητας και να προκύπτει αδήριτη η ανάγκη να υποστηριχθούν με άλλου είδους πολιτικές.
Μια πιθανώς πιο αποτελεσματική απάντηση μπορεί βάσιμα να αποτελεί η ανάπτυξη ενός ισχυρού τομέα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με τις νεοφυείς να αποτελούν ένα ουσιώδες, κρίσιμης σημασίας τμήμα τους, καθώς αποτελούν καίριο μέσο ανάπτυξης καινοτομιών ως καθοριστική «πρώτη ύλη» της εποχής της προηγμένης οικονομίας της γνώσης.
Απαιτείται λοιπόν α) η υποβοήθηση των ΜμΕ, ώστε να αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος μέσω συνεργασιών (παραγωγικοί συνεταιρισμοί, clusters κ.λπ.), ή μέσω συγχωνεύσεων, ή μέσω συμμετοχής σε εγχώριες ή και παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και β) η δημιουργία υποστηρικτικών δομών που θα τους σταθούν αρωγοί, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και να αποτελέσουν ένα ισχυρό ανάχωμα στην ανέλεγκτη και ασύδοτη ολιγοπωλιακή μέγα-επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ζούμε, κάθε ΜμΕ, ακόμη και ένα μικρό μαγαζί της γειτονιάς (που πουλάει βιβλία, ρούχα ή CD), με την αλματώδη αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου πρέπει να μπορεί να πουλάει τα προϊόντα του σε τιμές που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Αυτό αποτελεί τεράστιο πλεονέκτημα αλλά συγχρόνως και τεράστιο πρόβλημα για τις ελληνικές ΜμΕ, οι οποίες σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία αγωνίζονται σχεδόν μόνες και χωρίς κεντρική στήριξη.
Η Δομή ΜμΕ σχεδιάστηκε με πολύ κόπο και μεράκι και σε στενή συνεργασία και διαρκή διάλογο με τον επιχειρηματικό κόσμο και αποτελεί μια επιτυχή σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που αξιοποιεί τη Δημόσια Διοίκηση και ταυτόχρονα ενσωματώνει τις πιο σύγχρονες θέσεις της οικονομικής επιστήμης.
Παράλληλα η κεντρική εμπλοκή δημοσίων φορέων που έχουν αποδείξει την επάρκειά τους στην προσφορά υψηλής ποιότητας τεκμηρίωσης σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο (όπως το ΕΚΤ) θα συμβάλει έτι περαιτέρω στην επιτυχία του εγχειρήματος. Η Δομή μπορεί να σταθεί ουσιαστικός αρωγός της μικρομεσαίας ή/και νεοφυούς επιχειρηματικότητας, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, και να συμβάλει όχι μόνο στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά και στην εμβάθυνση της οικονομικής δημοκρατίας.
Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει δυστυχώς να επισημανθεί ότι το επιτελικό όργανο της Δομής πραγματοποίησε ήδη πριν τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου του 2019 δύο συνεδριάσεις, τηρώντας πιστά τον αρχικό προγραμματισμό για τη θέση της Δομής σε πλήρη λειτουργία το φθινόπωρο του 2019. Έκτοτε, ωστόσο, έχει παρέλθει σχεδόν ένας χρόνος και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των κοινωνικών εταίρων που συμμετέχουν στο εγχείρημα, η κυβέρνηση δεν έχει προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια για τη λειτουργία της Δομής, παρόλο που πλέον οι επιπτώσεις της πανδημίας την καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική. Ούτε βεβαίως έχει προβεί σε κάποια ενέργεια ή έστω δήλωση, η οποία να μαρτυρά ότι επιθυμεί την ακύρωση αυτής της πρωτοβουλίας.
Είναι συνεπώς δυσνόητη η κυβερνητική εξαγγελία για τη διαμόρφωση στα ΚΕΠ μιας διαδικασίας εκ του μηδενός (διαδικασία διαβουλεύσεων, προτάσεων εμπειρογνωμόνων κ.λπ.), η οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει μόνο στην παροχή κάποιων ενεργειών απλοποίησης και ψηφιοποίησης για τη μείωση γραφειοκρατικών/διοικητικών βαρών των επιχειρήσεων, αντί να αποφασισθεί η αυτονόητη ολοκλήρωση των απαραίτητων ενεργειών για τη λειτουργία της ήδη συσταθείσας Δομής. Είναι δε πολύ σημαντικό να κατανοηθεί πως η εξαγγελθείσα χρήση των ΚΕΠ δεν μπορεί να υποκαταστήσει το έργο της Δομής στην παροχή εξειδικευμένης ουσιαστικής στήριξης στις ΜμΕ.
Εφόσον λοιπόν το μόνο που εξαγγέλλεται είναι μια διαδικασία διαβουλεύσεων, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με το αν η αναβλητικότητα της κυβέρνησης για την πλήρη ενεργοποίηση της Δομής είναι απλά μια αστοχία του «επιτελικού κράτους» και αποτέλεσμα της κυβερνητικής ανεπάρκειας / αστοχιών / έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ των υπουργείων ή είναι ισχυρή ένδειξη της «ασυνέχειας» του κράτους στη λογική της σιωπηρής ακύρωσης του έργου της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ελπίζουμε λοιπόν ότι η παρατεταμένη αδράνεια για τη λειτουργία της Δομής δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της διαφαινόμενης στρατηγικής και φιλοσοφίας της σημερινής κυβέρνησης, που οδηγεί στην επιβίωση μόνο των μεγαλύτερων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και ότι θα διαψευστούν οι φόβοι αυτοί με την άμεση ολοκλήρωση, αφενός, των ενεργειών για τη λειτουργία της Δομής και αφετέρου, την αξιοποίηση των ΚΕΠ plus ως επικουρική ενίσχυση στην επιχειρηματικότητα.
*Ο κ. Λόης Λαμπριανίδης είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.