Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του νέου πρωθυπουργού είναι η μεθοδικότητά του ως προς την επίτευξη στόχων. Εδώ και πολλά χρόνια, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης ξέρει ποιους στόχους θέλει να πετύχει και εφαρμόζει την κατάλληλη μέθοδο. Έχει δε πίσω του πλούσια οικογενειακή παράδοση, αλλά και ποικίλων διαστάσεων επαγγελματική εμπειρία, ώστε να γνωρίζει τι, πώς, πότε και με ποιους μπορούν να επιτευχθούν και να αποδώσουν συγκεκριμένοι στόχοι.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, προσθέτουμε ότι ο νέος πρωθυπουργός, μετά από μελέτη, σχημάτισε μια κυβέρνηση τόσο πολιτική όσο και τεχνοκρατική, η οποία πρέπει με πρωτόγνωρη ταχύτητα να ανταποκριθεί σε σοβαρότατες προκλήσεις. Και η πιο σημαντική από αυτές είναι η έξοδος της χώρας από έναν φαύλο πνευματικό κύκλο, ο οποίος την εμποδίζει να δει την πραγματικότητα και τις προεκτάσεις της.
Μετά από μια δεκαετία οξύτατης διαρθρωτικής, θεσμικής και διοικητικής κρίσης, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων δεν γνωρίζει για ποιους λόγους ήλθε η κρίση και γιατί συνεχίζεται. Ακόμα χειρότερα, η κρίση αποδίδεται στα μνημόνια, όταν αυτά ήλθαν λόγω της κρίσης.
Το φαινόμενο αυτό είναι εξόχως σοβαρό και αφεαυτό υπονομεύει κάθε οργανωμένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στη χώρα. Είναι δε από πνευματικής πλευράς καταστροφικό για τη μεσαία τάξη μας. Η τελευταία, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, δεν έφτασε να δημιουργήσει στην Ελλάδα ανθεκτικές σύγχρονες και ανταγωνιστικές δομές παραγωγής και απασχόλησης, με αποτέλεσμα, σε φάσεις κρίσης, να πλήττεται η ίδια και όλη η οικονομία. Η προσκόλλησή της στο κράτος και σε μορφές παραγωγής υπηρεσιών χαμηλής παραγωγικότητας συντελούν ώστε η μεσαία τάξη να είναι κοινωνικά και οικονομικά φοβική και συντηρητική και να αντιδρά σε μεταβολές, που είναι μεν κοινός τόπος για όσες χώρες μετεξελίσσονται, σημαίνει, όμως, απομάκρυνση από εμπεδωμένες ισορροπίες και συμφέροντα.
Στη διάρκεια της κρίσης λοιπόν, η εγχώρια μεσαία τάξη, αντί να αντιδράσει ορθολογικά στα γεγονότα, θεώρησε ότι η κατάστασή της μπορεί να βελτιωθεί με εκδηλώσεις οργής, βίας και πολιτικής ασυναρτησίας. Αντί έτσι η χώρα να εισέλθει σε φάση θεσμικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης, επέλεξε τον δρόμο του μένουμε ή φεύγουμε από την Ευρώπη και την Ευρωζώνη και του πώς μέσω μνημονίων θα βρίσκουμε δανεικά για να υπάρξει μια κάποια δημοσιονομική εξυγίανση.
Όλες οι κυβερνήσεις από το 2012 και μετά, προσπάθησαν να κρατηθούν στην εξουσία με ενέσεις και εντόπιζαν τα προβλήματα στα εισοδήματα και στους φόρους, τη στιγμή που είναι πολύ πιο βαθιά και πολυσύνθετα.
Σχετίζονται, επίσης, με την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας για μια εύκολη, αν και μονίμως αποτυχημένη, ανάπτυξη, την εχθρότητά της για τη δημιουργία παραγωγικής βάσης που θα μπορεί να ανταγωνιστεί σε έναν απαιτητικό κόσμο, και να δημιουργήσει σταθερές, ποιοτικές και καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης. Σχετίζονται και με μια εκτεταμένη διαφθορά στην κοινωνία και με την τάση του κράτους -με την ευρεία έννοια- να αποσπάσει ένα μερίδιο από τον πλούτο που μπορεί να δημιουργηθεί με υπόγειους και άτυπους τρόπους, και πέρα από τα θεσμοθετημένα φορολογικά μέτρα, με αποτέλεσμα να πνίγει την ανάπτυξη και όχι μόνον.
Είναι κατάδηλο έτσι ότι πέρα από σοβαρά προβλήματα δημοσιονομικής διαχείρισης, η νέα κυβέρνηση έχει απέναντί της ένα πολύ σοβαρό πολιτικό και διανοητικό πρόβλημα να αντιμετωπίσει και το οποίο κανένα μνημόνιο δεν μπορεί να λύσει.
Στην άλλη όχθη, ο νέος πρωθυπουργός θα έχει απέναντί του και έναν κομματικό στρατό, ο οποίος τώρα που βρίσκεται στην εξουσία, δεν είναι βέβαιο ότι συμμερίζεται τις μεθόδους και επιδιώξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και κάποιων στελεχών της κυβέρνησής του.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνουν δύο έγκριτοι και φίλοι οικονομολόγοι, ο Δημήτρης και ο Χρήστος Α. Ιωάννου, «αυτός ο περίφημος κόσμος της παράταξης, όπως συνήθως αυτοαποκαλείται, δεν πρόκειται να επιτρέψει αμαχητί να υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις που θα μειώσουν τα προνόμιά του και τις προσόδους του, όπως δεν το επέτρεψε και στο παρελθόν.
Ποιες πρέπει να είναι οι μεταρρυθμίσεις που περιμένουμε και που πρέπει να λάβουν χώρα, προκειμένου να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε μία νέα πορεία ανάπτυξης; Είναι πολύ απλό: είναι οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στους παραγωγικούς συντελεστές να αμείβονται σύμφωνα με το προϊόν που δημιουργούν -όπως συμβαίνει σε όλες τις ελεύθερες και προηγμένες οικονομίες.
Διότι, αντίθετα προς αυτό, στη μεταπολεμική Ελλάδα και έως σήμερα, ένα σημαντικό τμήμα του κοινωνικού προϊόντος που δημιουργούσαν οι συντελεστές της παραγωγής, το αποσπούσαν μέσω της θεσμικής βίας του πελατειακού κράτους, και το καρπώνονταν με τη μορφή (άλλοτε νομότυπης, άλλοτε παράνομης, πάντοτε όμως αθέμιτης) προσόδου, οι εκπρόσωποι του παρασιτισμού-δηλαδή τα "κλειστά επαγγέλματα", τα "ευγενή ταμεία", οι "ευγενείς κλάδοι", οι ανύπαντρες θυγατέρες και τα συναφή.
Εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας, λοιπόν, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά αυτό. Είναι κάτι το οποίο στα λόγια το έχουμε επιχειρήσει επί δεκαετίες, από τη μεταπολίτευση και μετά, με όλες τις κυβερνήσεις. Πλην όμως δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε ούτε ένα βήμα μπροστά. Ούτε καν ως αποτέλεσμα των Μνημονίων. Ώστε να είχε αποτραπεί, για παράδειγμα, τα τελευταία δύο χρόνια η πτώση της χώρας κατά 9 θέσεις (από την 61η στην 72η), στην κατάταξη του δείκτη "Ευκολία του Επιχειρείν" της World Bank».
Ο δρόμος για έξοδο από την κρίση συνεπώς κάθε άλλο παρά εύκολος είναι, ο δε χρόνος κυνηγά μια κοινωνία που ίσως μόλις τώρα αρχίζει να ωριμάζει...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.