Όταν η οικονομία μιας χώρας πρέπει να τεθεί σε τροχιά επανεκκίνησης, όπως συμβαίνει τώρα με την ελληνική, το δύσκολο είναι το ξεκίνημα καθώς από την ώρα που η οικονομία πάρει μπροστά, τα επόμενα βήματα είναι αναμφίβολα πιο εύκολα.
Μ’ αυτό το σκεπτικό η Νέα Δημοκρατία, ως η νέα κυβέρνηση με την ψήφο του ελληνικού λαού στις 7 Ιουλίου, είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει εμπροσθοβαρώς τολμηρές μεταρρυθμίσεις
-αξιοποιώντας τη θετική συγκυρία που ήδη δημιουργήθηκε στην ελληνική οικονομία μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την προσδοκία αλλαγής κυβέρνησης και πολιτικής (χαρακτηριστική είναι η ραγδαία αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας),
-με βάση το ολοκληρωμένο κυβερνητικό πρόγραμμά της, στο οποίο τίθενται και περιγράφονται με σαφήνεια συγκεκριμένοι στόχοι, δράσεις και χρονοδιαγράμματα,
-με την ενεργό στήριξη μιας κοινωνίας, που είναι σήμερα αρκετά ώριμη να συναινέσει σε αλλαγές τις οποίες δεν δεχόταν στο παρελθόν,
-μα πάνω απ’ όλα έχοντας την πολιτική βούληση ν’ αλλάξει όλα όσα κρατούν καθηλωμένες τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας μας.
Μ’ αυτό το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και με την ταχεία δρομολόγηση επενδύσεων που βάλτωναν τα τελευταία χρόνια, όπως είναι το Ελληνικό, στόχοι είναι
-να σταλεί εντός κι εκτός χώρας το μήνυμα ότι η Ελλάδα επιστρέφει στην κανονικότητα και καθίσταται εκ νέου φιλοεπενδυτικός προορισμός,
-να βελτιωθεί το κλίμα στην ελληνική οικονομία,
-να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης και ν’ αρχίσουν να δημιουργούνται νέες, καλά αμειβόμενες, θέσεις εργασίας,
-να ανακτηθεί η αξιοπιστία της χώρας στη διεθνή κοινότητα και φυσικά στους εταίρους της.
Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση, από την αρχή της θητείας της, προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή
-πρόγραμμα αξιολόγησης των δαπανών ανά Υπουργείο
-και σχέδιο περιορισμού της φοροδιαφυγής.
Στόχος των πολιτικών αυτών είναι να εξασφαλισθεί ο δημοσιονομικός χώρος που είναι αναγκαίος ώστε να αρχίσουν να εφαρμόζονται τόσο η μείωση της φορολογίας, που αποτελεί κεντρική προτεραιότητα της Νέας Δημοκρατίας όπως έχει δεσμευτεί ο Πρόεδρός μας Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και άλλες δράσεις του κυβερνητικού προγράμματος.
Από τον προϋπολογισμό του 2020, πρόκειται να αρχίσει η θεσμοθέτηση της μείωσης του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από το 28 στο 24% (θ’ ακολουθήσει τον επόμενο χρόνο και δεύτερος γύρος μείωσης ώστε ο συντελεστής να διαμορφωθεί στο 20%), της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός διετίας, της μείωσης του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στο 9% για εισοδήματα μέχρι €10.000 (από 22% σήμερα), ενώ διατηρείται το αφορολόγητο, της μείωσης του φόρου μερισμάτων στο 5% από το 10%, της κατάργησης του τέλος επιτηδεύματος εντός διετίας, της κατάργησης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης σταδιακά, εντός της τετραετίας, της μείωσης των συντελεστών ΦΠΑ στο 11% και 22% (από 13% και 24% αντίστοιχα), με διατήρηση του υπέρ μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ 6%, εντός της τετραετίας και της μείωσης των εισφορών κύριας σύνταξης από το 20% στο 15%, εντός της τετραετίας.
Από την αναπτυξιακή δυναμική που θα δημιουργηθεί μ’ όλες αυτές τις κινήσεις, η επίπτωση στο δημοσιονομικό χώρο θα είναι προφανώς θετική καθώς όσο μεγαλύτερος ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, τόσο μεγαλύτερα τα φορολογικά έσοδα. Ο στόχος του 4% ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ που θέτει η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως εφικτός, τον έχει επιτύχει, άλλωστε, η χώρα μας στο παρελθόν.
Με τη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών και την ανακτηθείσα αξιοπιστία της χώρας ως αδιάψευστη απόδειξη ότι η Ελλάδα αλλάζει σελίδα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός μπορεί να επιτύχει μετά από διαπραγματεύσεις με τους εταίρους τη μείωση στο 2% του ΑΕΠ από 3,5% σήμερα του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς από το 2020 και μετά. Κατά την άποψή μου, η μείωση πρέπει να είναι μεγαλύτερη, δηλαδή ο στόχος να τεθεί κάτω από 2%, και οι πόροι που θα εξοικονομηθούν να κατευθυνθούν κατά προτεραιότητα σε δράσεις βελτίωσης της παραγωγικότητας ώστε να πολλαπλασιαστούν προς όφελος της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι λειτουργεί μια οικονομία που αναπτύσσεται κι όχι με πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, που αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη καθώς το να κάνει μια χώρα ιδιότυπη εσωτερική στάση πληρωμών για να επιτύχει αυτό το πλεόνασμα, δεν της δίνει προοπτική, τουναντίον, αργά ή γρήγορα, την οδηγεί ξανά σε περιπέτειες.
Η Νέα Δημοκρατία εν αντιθέσει με την απερχόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει στην πολιτική που πρεσβεύει και με υπευθυνότητα παρουσιάζει στον ελληνικό λαό, στον πυρήνα της οποίας περιλαμβάνονται η στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους σε απόλυτη ισορροπία.
Επιπρόσθετα, στη Νέα Δημοκρατία υπάρχει η αποφασιστικότητα να κοπούν τώρα οι γόρδιοι δεσμοί που δεν λύθηκαν στο παρελθόν.
Βασική προϋπόθεση για όλα αυτά είναι φυσικά η πολιτική σταθερότητα που εξασφαλίζεται μόνο με αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Γι’ αυτό είναι μονόδρομος η επιλογή των πολιτών την Κυριακή 7 Ιουλίου.
*Ο Γιώργος Βλάχος είναι Βουλευτής Ανατολικής Αττικής της Νέας Δημοκρατίας
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.