Tο ιρανικό καθεστώς, όπως και άλλα βέβαια στη Μέση Ανατολή, είναι ένα από τα πιο ολοκληρωτικά, επιθετικά και φανατικά στον κόσμο και αυτό το διαπιστώνει κανείς από τη βία που χρησιμοποιεί κατά των κατοίκων του. Όμως το καθεστώς, τη βία και τον φανατικό χαρακτήρα του, θέλει κανείς να τα καθιερώσει και διεθνώς, μέσω δορυφορικών, τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως η Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και η Χεζμπολάχ στο Λίβανο.
Ακόμα περισσότερο, οι μουλάδες, που κυβερνούν το Ιράν, φιλοδοξούν να γίνουν και πυρηνική δύναμη, προφανώς για να μπορέσουν μέσω αυτής να προωθήσουν τον «θεάρεστο» δολοφονικό πολιτισμό τους, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Εδώ και σαράντα χρόνια, λοιπόν, το καθεστώς των μουλάδων, το οποίο με τη βοήθεια της Γαλλίας ανέτρεψε το επίσης βίαιο καθεστώς του Σάχη, κάνει ό,τι μπορεί για να πλήξει τη Δύση, το Ισραήλ και το μη σιιτικό ισλάμ.
Στο πλαίσιο αυτό, τις τελευταίες εβδομάδες πληθαίνουν στον Περσικό Κόλπο τα ύποπτα κτυπήματα κατά πετρελαιοφόρων, γεγονός που προκαλεί τις ΗΠΑ, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν κρύβουν τα αντι-ιρανικά τους αισθήματα. Είναι σαφές επίσης ότι η έλευση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχει μεταβάλει τις αμερικανικές στρατηγικές προτεραιότητες στην περιοχή. Η συμφωνία (JCPOA) επί Ομπάμα, σε συνεργασία με τη Ρωσία αλλά και τους Ευρωπαίους, με το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης υπήρξε μια από τις δύο κομβικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον την περίοδο 2008-2016. Η κίνηση Ομπάμα για έναν συμβιβασμό με την Τεχεράνη αποσκοπούσε σε μια αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής, με σκοπό τη διαμόρφωση μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων και την αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από τη στενή σχέση με το Τελ Αβίβ.
Όλα αυτά όμως ανατράπηκαν από τον διάδοχο του προέδρου Ομπάμα. Ο κ. Τραμπ αποφάσισε την έξοδο από την JCPOA και την επιστροφή στο καθεστώς ακόμη σκληρότερων κυρώσεων εναντίον της Τεχεράνης. Με αιχμές του δόρατος τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον, τον υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και σε κρίσιμο ρόλο τον γαμπρό του Τζάρεντ Κούσνερ, ο Αμερικανός πρόεδρος ακολουθεί μια σαφώς φιλο-ισραηλινή πολιτική, που έχει ως σκοπό την αποσταθεροποίηση μιας ήδη παραπαίουσας ιρανικής οικονομίας και την πρόκληση βίαιων αντιδράσεων ενός λαού που ήδη βρίσκεται σε προωθημένη φάση εξαθλίωσης.
Παράλληλα όμως, όπως επισημαίνει και ο συνάδελφος Άγγελος Αθανασόπουλος στο «Βήμα της Κυριακής», «η νέα αμερικανική πολιτική κινείται σε δύο άξονες: πρώτον, στην πολύ στενή συνεργασία με το Ισραήλ, την οποία επιβεβαιώνουν πηγές τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη και, δεύτερον, στη διαμόρφωση ενός αντι-ιρανικού τόξου στη Μέση Ανατολή. Η αρχική επιδίωξη ήταν η δημιουργία ενός "αραβικού ΝΑΤΟ" με τη συμμετοχή των σουνιτικών κρατών του Περσικού Κόλπου και της Μέσης Ανατολής (καίριος στο σημείο αυτό είναι ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων), καθώς και της Αιγύπτου, αν και το Κάιρο, μοιάζει να απομακρύνεται από αυτή την εκδοχή.
Χώρος-κλειδί στον οποίο εκδιπλώνεται η αντιπαράθεση ΗΠΑ/Ισραήλ-Ιράν είναι η σπαρασσόμενη από εμφύλιο πόλεμο (επί σχεδόν μία 10ετία) Συρία. Ο αμερικανοϊσραηλινός άξονας επιδιώκει να ανασχέσει τη δημιουργία ενός ιρανικου-σιιτικού διαδρόμου που θα ενώνει την Τεχεράνη με την Ανατολική Μεσόγειο (μέσω Λιβάνου και Χεζμπολάχ), ενώ το Τελ Αβίβ ανησυχεί σφόδρα για την εμπέδωση της ιρανικής επιρροής στα βόρεια σύνορά του. Αυτή την περίοδο όμως η χώρα που ουσιαστικά διαφεντεύει τη Συρία είναι η Ρωσία. Τίποτε δεν γίνεται εκεί χωρίς τη συγκατάνευση της Μόσχας και η αναμενόμενη συνάντηση των συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας ΗΠΑ, Ρωσίας, Ισραήλ είναι πέρα από πρωτοφανής και ενδεικτική των διακυβευμάτων».
Μέσα από αυτά τα τελευταία όμως, μπορεί να ξεπηδήσει και η σπίθα μιας πολεμικής σύγκρουσης, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν θα είναι διήμερη ή τριήμερη. Όλα θα μπορούσαν να αρχίσουν με μια καλά μελετημένη ιρανική επίθεση, διερευνητικού χαρακτήρα, κατά αμερικανικού στόχου. Για παράδειγμα, ένα σενάριο θα μπορούσε να είναι, οι σιιτικές στρατιωτικές δυνάμεις στο Ιράκ, που έχουν δεσμεύσεις με το Ιράν να κτυπήσουν μια στρατιωτική φάλαγγα των ΗΠΑ στο Ιράκ, σκοτώνοντας πολλούς στρατιώτες.
Μετά την ιρανική επίθεση, η διοίκηση Τραμπ θα αποφασίσει να χτυπήσει σε αρκετές στρατιωτικές τοποθεσίες στο Ιράν, ακριβώς καθώς έπληξε στόχους στη Συρία το 2017 και το 2018, αφότου το καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ χρησιμοποίησε χημικά όπλα. Χρησιμοποιώντας αεροπορικά ναυτικά στοιχεία που βρίσκονται ήδη στη Μέση Ανατολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες χτυπούν ένα ιρανικό λιμάνι ή πλήττουν ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης Ιρανών σιιτών μαχητών στο Ιράν. Μέσω δημόσιων και ιδιωτικών καναλιών η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοινώνει ότι πραγματοποίησε ένα χτύπημα για την «αποκατάσταση της αποτροπής» και ότι εάν το Ιράν υποχωρήσει, δεν θα αντιμετωπίσει περαιτέρω συνέπειες. Στην ιδανική περίπτωση, η ηγεσία του Ιράν οπισθοχωρεί, και τα πράγματα τελειώνουν εκεί.
Αλλά τι γίνεται αν το Ιράν δεν ανταποκριθεί με τον τρόπο που το έκανε ο Άσαντ; Στο κάτω κάτω, ο Άσαντ πολεμούσε για την ίδια του την επιβίωση σε έναν πολυετή εμφύλιο πόλεμο και ήξερε [να κάνει] καλύτερα από το να τραβήξει τις Ηνωμένες Πολιτείες περαιτέρω μέσα σε αυτή τη σύγκρουση. Ο ηγέτης του Ιράν έχει πολλές περισσότερες επιλογές από όσες είχε ο πολιορκημένος πρόεδρος της Συρίας. Η Ισλαμική Δημοκρατία μπορεί να χρησιμοποιήσει πληρεξούσιες δυνάμεις στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τον Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη για να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους τους. Διαθέτει οπλοστάσιο βαλλιστικών πυραύλων που μπορεί να στοχεύσει τις βάσεις των ΗΠΑ στο Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ. Οι νάρκες και τα βλήματα εδάφους κατά πλοίων που διαθέτει μπορούν να προκαλέσουν όλεθρο στο Στενό του Ορμούζ και να αυξήσουν τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου. Το Ιράν έχει την ικανότητα να σταματήσει ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας με επιθετικά σαμποτάζ ή κυβερνοεπιθέσεις και με την παραστρατιωτική μονάδα του γνωστή ως Δύναμη Quds, το Ιράν μπορεί να επιτεθεί σε αμερικανικούς στόχους σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Σίγουρα, λοιπόν, θα προκληθούν και επεμβάσεις άλλων δυνάμεων στη σύγκρουση, με το Ισραήλ και την Τουρκία να έχουν τον πρώτο λόγο. Αυτονόητη γίνεται έτσι και η έμμεση εμπλοκή Ελλάδος και Κύπρου στη σύγκρουση αυτή, όπου οι πάντες θα δοκιμάσουν τη στερεότητα φιλιών και συμμαχιών, αλλά και ικανότητες ως προς τη διαχείριση κρίσεων.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.