Το στυλ Τραμπ είναι αυτό τού «τσαμπουκά λεφτά» που τα ξέρει όλα, που απεχθάνεται τις ευγένειες, άντε να έχει μάθει με το ζόρι και δυο κολυβογράμματα, σίγουρα απεχθάνεται δημοσιογράφους και διανοούμενους. Προφανώς δε στα νιάτα του θα διάβασε και κάποια βιβλία τύπου «πώς να κερδίζετε κάθε αντιπαράθεση», στα οποία οι συγγραφείς στην ουσία συμβουλεύουν πώς να διαχειρίζεται κανείς τη δημαγωγία, το ψέμα, την απειλή και τις λογικές πλάνες στην επιχειρηματολογία του.
Με βάση λοιπόν τα όσα προηγούνται, ο Αμερικανός πρόεδρος εσχάτως επισκέφθηκε την Ευρώπη -σύμμαχο των ΗΠΑ και σημαντικό εμπορικό εταίρο τους-, με κύριο στόχο του να δείξει στους Ευρωπαίους ότι η χώρα του σταδιακά αποσύρεται από την αμυντική της θωράκιση. Και όχι μόνον. Μεταξύ των δύο συμμάχων υπάρχουν και εμπορικά προβλήματα, που επίσης θα επανεξεταστούν.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ντόναλντ Τραμπ, σε συγκέντρωση τον παρελθόντα Ιούνιο, υποστήριξε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) «δημιουργήθηκε για να επωφελείται από τις ΗΠΑ».
Νωρίτερα τον ίδιο μήνα, επιτέθηκε στη Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ, καθώς αντιμετώπιζε μία εξέγερση στον δικό της συνασπισμό σχετικά με τη μετανάστευση. «Ο λαός της Γερμανίας στρέφεται εναντίον της ηγεσίας του», ανέφερε ο Αμερικανός πρόεδρος στο Twitter. Ο Τραμπ αναφέρθηκε επίσης ότι ζήτησε από τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν να εγκαταλείψει την ΕΕ, προκειμένου να επιτύχει καλύτερη διμερή εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Αυτές οι τελευταίες επιθέσεις ακολούθησαν την άρνηση του Ντ. Τραμπ να συμμετάσχει στο κοινό ανακοινωθέν του G7, την επιβολή νέων δασμών των ΗΠΑ στον χάλυβα και στο αλουμίνιο από συμμάχους των ΗΠΑ, και την πρότασή του να ξαναγίνει η Ρωσία δεκτή στο G7. Την παραμονή της συνάντησής του με τον Βλ. Πούτιν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ χαρακτήρισε την ΕΕ ως «εχθρό». Το μήνυμα φαίνεται σαφές: Το «πρώτα η Αμερική» σημαίνει η Ευρώπη μόνη της.
Ωστόσο, το κατά πόσον η πρόθεση αυτή του Αμερικανού προέδρου μπορεί να γίνει πράξη και με ποιους τρόπους, είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία. Η οποία θα γραφτεί στα χρόνια που έρχονται, στο μέτρο που θα ξεκαθαρίζονται και οι νέοι αμερικανικοί γεωπολιτικοί στόχοι.
Αναλύοντας στο περιοδικό Foreign Affairs τον ρόλο της Ευρώπης στη νέα εποχή του ανταγωνισμού, οι επιστήμονες Alina Polyakova και Benjamin Haddad αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι η πρόσφατη πολεμική ρητορική Τραμπ κατά της Ευρώπης, σε συνδυασμό με τα ρήγματα που μπορεί να προκαλέσει, αντανακλούν μία νέα πραγματικότητα -διόλου ευχάριστη για τη Γηραιά Ήπειρο και τις προοπτικές της στον υπό εκκόλαψη ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων.
Στην παρούσα φάση, η Ευρώπη, διχασμένη εσωτερικά, χάνει δυνητική αποτελεσματικότητα στην παγκόσμια σκηνή και η διοίκηση Τραμπ, ενεργώντας περισσότερο ως αρπακτικό παρά ως συνεργάτης, μπαίνει στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί αυτή την αδυναμία. Καθώς οι μεγάλες δυνάμεις ανταγωνίζονται για επιρροή σε ολόκληρο τον πλανήτη, η Ευρώπη, όπως η Μέση Ανατολή ή η Λατινική Αμερική, θα αποτελέσει ένα άλλο πεδίο μάχης.
Σε ομιλία του τον Ιούνιο στο Heritage Foundation, αποκαλύπτοντας τη στρατηγική της διοίκησης Τραμπ για την Ευρώπη, ο A. Wess Mitchell, βοηθός υπουργός Εξωτερικών για τις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις, το έθεσε πιο άμεσα: «Η Ευρώπη είναι αδιαμφισβήτητα ένας τόπος σοβαρού γεωπολιτικού ανταγωνισμού… Πρέπει να πάρουμε σοβαρά αυτή την πραγματικότητα… Η Αμερική πρέπει να τη λάβει σοβαρά υπόψη».
Βλέποντάς το από την Ευρώπη, αυτό παρουσιάζει μία υπαρξιακή πρόκληση. Ο ευρωπαϊκές χώρες βασίζονται στη συνεχιζόμενη δέσμευση ασφαλείας και στην ηγεσία των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι η ηγεσία εκλείπει και η δέσμευση βρίσκεται σε κίνδυνο, η Ευρώπη θα πρέπει να ενοποιηθεί στο εσωτερικό της και να προβεί σε κάποιους γνωστικούς διπλωματικούς ελιγμούς στο εξωτερικό, προκειμένου να συνεχίσει να επιδιώκει τα συμφέροντά της σε παγκόσμια κλίμακα. Για την Ευρώπη, το να μάθει πώς να ζήσει στη νέα εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι μόνο η διαχείριση ενός απρόβλεπτου προέδρου των ΗΠΑ με μία ιδιαίτερη περιφρόνηση προς τις πολυμερείς συμμαχίες. Πρόκειται για ζήτημα επιβίωσης στον νέο, πολυμερή κόσμο μας.
Από την άποψη αυτή, η ΕΕ θα πρέπει να λάβει σοβαρότατα υπόψη της τον υπονομευτικό ρόλο των ΗΠΑ απέναντί της. Όπως υποστηρίζει ο ειδικός σύμβουλος διεθνών σχέσεων Thomas Wright, οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο μεταξύ άλλων και τον αποδυναμωμένο ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ μετά το Brexit και, βέβαια, θα «παίξουν» με τις αμυντικές δεσμεύσεις τους και τη μόχλευσή τους.
Υπογραμμίζεται από σημαντικούς παρατηρητές του αμερικανικού γίγνεσθαι και της σημερινής τραμπικής του υφής, ότι για την άμυνα οι ΗΠΑ θα μοιράσουν αμυντικά δολάρια στους πιστούς τους Ευρωπαίους, ενώ θα τιμωρήσουν εκείνους που τους αντιστέκονται. Έτσι, στο πολιτικό επίπεδο, οι ΗΠΑ κάνουν ό,τι μπορούν για να υπονομεύσουν Ευρωπαίους ηγέτες που τους αντιστέκονται και «χαϊδεύουν» άλλους που απεργάζονται τη διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η τακτική αυτή αποτελεί ερμηνευτικό εργαλείο και για τη φιλική ελληνική στάση απέναντι στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ υπονομεύουν την καγκελάριο Μέρκελ στη Γερμανία, με το να ενισχύουν ακροδεξιές δυνάμεις και αναζωπυρώνοντας τις φλόγες της συζήτησης για τη μετανάστευση. Η κυβέρνηση Τραμπ αγνοεί τη δημοκρατική υποχώρηση στην Ουγγαρία και την Πολωνία, προς μεγάλη πικρία της ΕΕ, η οποία αναζητά τρόπους να τιμωρήσει αυτά τα κράτη για τις ολοένα και πιο αντιφιλελεύθερες πολιτικές τους. Ώρες πριν να γράψει στο Twitter για τη γερμανική μεταναστευτική κρίση, ο Τραμπ ήταν σε τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βικτόρ Όρμπαν, κατά την οποία μίλησαν για τη σημασία της συνοριακής άμυνας. Η συζήτηση αυτή πιθανότατα προκάλεσε την επακόλουθη επίθεση του Τραμπ στη Γερμανία μέσω Twitter.
Κατά την αναζήτηση διμερών σχέσεων, η κυβέρνηση Τραμπ σπέρνει έτσι ενεργά τον διχασμό, όπως και σε άλλα πολυμερή θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων του ΝΑΤΟ και του G7.
Με βάση τις εξελίξεις αυτές και ασχέτως του αν περιέχουν μικρές ή μεγάλες δόσεις πολιτικής απάτης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα πραγματικότητα. Θα ήταν σοβαρό λάθος τους αν, όπως προτείνουν κάποιοι από αυτούς, απλώς περιμένουν ο Ντόναλντ Τραμπ και η κυβέρνησή του να τελειώσουν τη θητεία τους. Η ευρωπαϊκή απάντηση στον Τραμπ δεν μπορεί να είναι αδυναμία και διχασμός. Ιδιαιτέρως δε σήμερα, που το παγκόσμιο ανταγωνιστικό παιχνίδι επίσης αλλάζει.
Κατά συνέπεια, εάν η Ευρώπη θέλει να είναι ένας δρων οργανισμός, αντί για μία σκακιέρα στην οποία ανταγωνίζονται μεγάλες δυνάμεις, οι ηγέτες της πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για την άμυνα και την ασφάλεια, βάζοντας όλες τις οικονομικές δυνάμεις στο παιχνίδι. «Τζάμπα γεύμα δεν υπάρχει πια», έγραψε ο Γιώργος Παπανικολάου στο Euro2day.gr και είχε πέρα για πέρα δίκιο.
Η παραμονή στο νέο γεωπολιτικό παιχνίδι έχει κόστος και απαιτεί μαθητεία σε νέους κανόνες. Τόσο το χειρότερο δε για όσους δεν τους καταλαβαίνουν...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.