Την Παρασκευή 5 Ιουλίου μπήκαν σε εφαρμογή τα μέτρα του Ντ. Τραμπ έναντι της Κίνας, ενώ ήδη απείλησε με νέες κινήσεις. Δεν είναι εύκολο να αναλύσει κανείς τις κινήσεις του Αμερικανού προέδρου. Η ανάλυση προϋποθέτει την εύρεση κάποιας τάσης και την προβολή της στο μέλλον.
Ο χρόνος όμως που απαιτείται για να δημιουργηθεί η όποια στρατηγική, πολλώ δε μάλλον να αναλυθεί, είναι πολύ μεγαλύτερος του χρόνου που απαιτείται για τον πρόεδρο να την ανατρέψει με ένα απλό Tweet.
Με την ίδια ευκολία που ο Ντ. Τραμπ υιοθετεί μια πορεία βασιζόμενος στη συμβουλή ορισμένων ανθρώπων, με την ίδια ευκολία τούς αντικαθιστά και υιοθετεί την αντίθετη. Κάθε εβδομάδα είναι σαν ένα επεισόδιο του "Apprentice". Απολύουμε κάποιον, στρέφουμε την προσοχή σε κάποιον άλλο και κρατάμε το κοινό μας σε αγωνία.
Όλα αυτά δίνουν τροφή στους δημοσιογράφους και πετυχαίνουν τον βασικό τους στόχο, να διατηρούν το Brand του Αμερικανού προέδρου στο επίκεντρο, μια δουλειά που κάνει με επιτυχία τα τελευταία 30 χρόνια.
Και όμως υπάρχει σχέδιο
Παρά τη βραχυπρόθεσμη και καθαρά επικοινωνιακή προσέγγιση των καθηκόντων του, οι αποφάσεις του κ. Τραμπ θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις κατά την επόμενη δεκαετία για τη λειτουργία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος αλλά και των διεθνών οργανισμών. Οι μεγαλύτερες και πιο άμεσες συνέπειες για την παγκόσμια πολιτική και οικονομία θα έρθουν από την επίσπευση της μεγαλύτερης σύγκρουσης της εποχής μας: Της Αμερικής με την Κίνα. Και παρά το εφήμερο των απόψεων του Ντ. Τραμπ, στο θέμα με την Κίνα υπάρχει σαφής στρατηγική.
Το χρονικό
Η κατάσταση κλιμακώθηκε γρήγορα. Στις αρχές Μαρτίου, ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε μια σειρά δασμών, στοχεύοντας κατά βάση τη βιομηχανία του χάλυβα. Ένα μήνα αργότερα, στις 2 Απριλίου, το Πεκίνο απάντησε με πολύ περιορισμένους δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα. Την επόμενη ημέρα οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν επιπλέον δασμούς σε 1.300 κινέζικα προϊόντα, για να ξανα-απαντήσει το Πεκίνο με δασμούς ύψους $50 δισ. Στις 5 Απριλίου, ο Ντ. Τραμπ απείλησε με επιπλέον δασμούς ύψους $100 δισ. και χθες έβαλε στο στόχαστρο προϊόντα αξίας 200 δισ. ευρώ. Έχουμε φτάσει στον Ιούλιο και η αμερικανική κυβέρνηση έχει πλέον απειλήσει δασμούς στο σύνολο των κινεζικών εξαγωγών, ύψους άνω των $550 δισ.
Τι θέλουν οι Αμερικανοί: Η Ιαπωνία ως οδηγός
Αρκετοί αναλυτές αναδεικνύουν την εμπειρία του 1930, όπου η Αμερική επέβαλε 25% δασμούς σε 20.000 εισαγόμενα προϊόντα, τελικά οδηγώντας σε κατάρρευση τις δικές της εξαγωγές. Η στρατηγική όμως στο μυαλό του Τραμπ είναι άλλη, και είναι εμφανείς σε συνεντεύξεις και άρθρα των εμπορικών συμβούλων του, του Wilbur Ross και του Peter Navarro. Αυτό που θέλουν είναι να σύρουν την Κίνα στο τραπέζι και να την αναγκάσουν να διαπραγματευτεί, ίσως και να ανατιμήσει το νόμισμά της.
Έχει ξαναγίνει. Τη δεκαετία του ’80, η ιαπωνική οικονομική υπεροχή έφερε Γιαπωνέζους επιχειρηματίες να αγοράζουν σωρηδόν επιχειρήσεις στην Αμερική, κάτι που ο ίδιος ο Τραμπ σίγουρα έζησε ως εργολάβος στο Μανχάταν. Η αμερικανική κυβέρνηση αντέδρασε, πιέζοντας τους Ιάπωνες να υπογράψουν το Σύμφωνο Plaza (Plaza Accord) το 1985, αναγκάζοντάς τους να ανατιμήσουν το νόμισμά τους. Αν και αρχικά αυτό οδήγησε σε ακόμα περισσότερες αγορές αμερικανικών επιχειρήσεων, η οικονομία χτυπήθηκε και καταδικάστηκε σε 30ετή έλλειψη ανάπτυξης.
Τι θέλουν οι Κινέζοι: Χρόνο
Η ατζέντα της Κίνας είναι πιο μακροπρόθεσμη και σύμφωνη με τη δική της ιστορία. Σε αντίθεση με την πάλαι ποτέ αυτοκρατορική Ιαπωνία, δεν αναζητά την επέκταση. Κατά κύριο λόγο αναζητά την επιρροή, ιδιαιτέρως στους γείτονές της, οι οποίοι για γεωγραφικούς λόγους αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας.
Επίσης αναζητά τρόπους να ασκεί επιρροή στην Ευρώπη, κυρίως γιατί βασίζεται σημαντικά στην αγορά της. Για αυτό αγοράζει υποδομές (λιμάνια, δρόμους, ενέργεια κ.λπ.). Στην προσπάθειά της να ενισχύσει την επιρροή της, αναζητά ένα παγκόσμιο νόμισμα, για τον οποίο λόγο έβαλε το Renminbi στο SDR, το υπερνόμισμα του ΔΝΤ.
Σε αντίθεση με την κοινή σοφία, η Κίνα έχει μειώσει την εξάρτησή της από το εξωτερικό. Το πλεόνασμα εμπορικών συναλλαγών είναι σε πρόσφατο ιστορικό χαμηλό, μόλις 0,6% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι δεν βασίζεται πλέον στις εξαγωγές. Τεχνολογικά, βρίσκεται στα ίδια, αν όχι σε ανώτερα επίπεδα με τη Δύση. Ο καταναλωτής της είναι πολύ πιο σημαντικός. Η Κίνα θέλει να επιτύχει τη μετάβαση από τη δευτερογενή (βιομηχανική) στην τριτογενή οικονομία (κατανάλωση), χωρίς να μπει σε ύφεση και χωρίς να κινδυνεύσει το καθεστώς. Την ίδια ώρα, πρέπει να αντιμετωπίσει τα υψηλά επίπεδα συνολικού χρέους της (260% του ΑΕΠ) και τις πολλές προβληματικές και υπερδανεισμένες επιχειρήσεις της. Άρα η χώρα, κατά βάση, θέλει χρόνο. Χρόνο για μια ομαλή μετάβαση και για να αυξήσει την επιρροή της.
Το ρουά του Τραμπ
Μέσα σε περίπου 20 χρόνια χτίστηκε μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η Κίνα κατασκεύαζε φτηνά αγαθά, εξάγοντας προσιτή πολυτέλεια και αποπληθωρισμό στη Δύση. Από την Αμερική έβρισκε αγοραστές, δηλαδή ανάπτυξη. Η οικονομική μετάβαση της Κίνας άρχισε το 2014, και ήταν οι ίδιοι οι Κινέζοι που άλλαξαν τους όρους στη σχέση αλληλεξάρτησης με τις ΗΠΑ. Αρχικά οι αμερικανικές εταιρίες απλώς μετακίνησαν τα εργοστάσιά τους στην Ταϊβάν και στο Βιετνάμ.
Όμως ο Τραμπ έκανε την επόμενη κίνηση, και τώρα βρίσκεται μία μπροστά. Απειλεί το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης, χτυπώντας την οικονομία της πριν η μετάβαση στην κατανάλωση ολοκληρωθεί και την ώρα που η Κίνα παλεύει με τα επίπεδα χρέους της και το δυνατό δολάριο.
Η Κίνα δεν μπορεί να απαντήσει με δικές της ταρίφες, αφού εξάγει $550 δισ. και εισάγει μόλις $150 δισ. από τις ΗΠΑ. Ούτε μπορεί να «ρίξει» τα αμερικανικά της ομόλογα στην αγορά, αφού αυτό θα απομειώσει τα δικά της αποθέματα συναλλαγών, που είναι απαραίτητα στη μάχη να ισορροπήσει την οικονομία της.
Το διακύβευμα
Η Κίνα τώρα πρέπει να κάνει την επόμενη κίνηση: Ή θα απαντήσει, εδραιώνοντας τις φιλοδοξίες της αλλά και ρισκάροντας κλιμάκωση, ή θα υποχωρήσει, θεωρώντας ότι πρόσκαιρες παραχωρήσεις δεν πρόκειται να αλλοιώσουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της.
Το τι θα αποφασίσει τις επόμενες ημέρες ίσως καθορίσει τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
* Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι Οικονομικός Αναλυτής και εργάζεται στο Λονδίνο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.