Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Stock options: Οι παθογένειες και η φορολογική... τιμωρία

Πώς η φορολόγηση των stock options στη χώρα μας συνιστά τιμωρία του φτωχοποιημένου Έλληνα εργαζόμενου και όχι ένα κίνητρο παραγωγικότητας. Το «πρόχειρο» πλαίσιο και η διεθνής εμπειρία. Γράφει η Ρ. Ζαννή της EY Ελλάδας.

Stock options: Οι παθογένειες και η φορολογική... τιμωρία
  • της Ριάνας Ζαννή*

Τα stock options, ή ελληνιστί «δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών», δεν είναι σημερινή εφεύρεση, ούτε τυχαίο μοντέλο εργασιακής ανταμοιβής. Εφευρέτης των δικαιωμάτων προαίρεσης (“options”) θεωρείται ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο οποίος, σύμφωνα με τα όσα εξιστορεί ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά», τον 6ο π.Χ. αιώνα τα εισήγαγε στην οικονομική ζωή, προαγοράζοντας δικαιώματα μελλοντικής χρήσης των ελαιοτριβείων της Μιλήτου.

Σε ό,τι αφορά πιο ειδικά στην ιδέα της διάθεσης μετοχών στους εργαζομένους, αυτή γεννήθηκε στις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα, από μεγάλες εταιρείες, όπως η Procter & Gamble και Sears, ως μέσο οικονομικής ενίσχυσης του συνταξιοδοτούμενου εργατοϋπαλληλικού προσωπικού τους.

Ο δε πατέρας του πρώτου “Employee Stock Option Plan”, όπως το ξέρουμε σήμερα, ήταν ο Αμερικανός Οικονομολόγος Louis Kelso, ο οποίος εφηύρε και συνέταξε το πρώτο πρόγραμμα διάθεσης δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών το 1956 για την εφημερίδα Peninsula. Από εκεί, οδηγηθήκαμε στην πρώτη παγκόσμια θεσμοθέτηση του θεσμού από τις ΗΠΑ, το 1974, με το “Employee Retirement Income Security Act” και, εν συνεχεία, από άλλες χώρες που έχουν ανάλογο ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο.

Με τη χορήγηση stock options, ο εργοδότης παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αποκτήσει, υπό όρους, συγκεκριμένο αριθμό μετοχών της εταιρείας σε προκαθορισμένη μελλοντική χρονική στιγμή και σε προκαθορισμένη – κατά ποσό ή ποσοστό – προνομιακή τιμή.

Με τον θεσμό των stock options, αφενός ενισχύεται η παραγωγική συμβολή του εργαζομένου στην κερδοφορία της επιχείρησης, και, αφετέρου, ο εργαζόμενος αποκτά και σχέση επενδυτή με τον εργοδότη του, διευρύνοντας έτσι την παραδοσιακή υπαλληλική σχέση εργασίας. Οι μετοχές που διατίθενται στα πλαίσια των stock option plans, προέρχονται είτε από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην οποία συμμετέχει ο εργαζόμενος, είτε από αγορά από το Χρηματιστήριο, οι οποίες, εν συνεχεία, μεταβιβάζονται στους εργαζομένους. Στην περίπτωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, αυτή μπορεί εναλλακτικά να γίνει και χωρίς τη συμμετοχή των εργαζομένων, με κεφαλαιοποίηση κερδών ή με εισφορές των παλαιών μετόχων.

Σε ό,τι αφορά στην ουσία του θεσμού, τα stock options έχουν ως αντικείμενο την προσδοκία είσπραξης ενός μη επακριβώς προσδιορισμένου μελλοντικού οφέλους από τη θετική διαφορά μεταξύ τιμής κτήσης και τιμής πώλησης των μετοχών που θα αποκτήσουν οι εργαζόμενοι της επιχείρησης, η οποία συναρτάται από την πορεία της μετοχής.

Σε περίπτωση που δεν αναμένεται η πραγματοποίηση οφέλους τη στιγμή που μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα αγοράς (λόγω χαμηλής τιμής της μετοχής), τότε το δικαίωμα μπορεί να μην ασκηθεί. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι τα stock options αφενός απευθύνονται κυρίως σε εισηγμένες εταιρείες, παρότι η διάθεσή τους προβλέπεται και για τις μη εισηγμένες στο εταιρικό μας δίκαιο, αφετέρου ότι το «πνεύμα» δεν είναι η προσαύξηση περιουσίας, αλλά η εναλλακτική δημιουργία επιπλέον εισοδήματος.

Ο θεσμός των stock options στην Ελλάδα ρυθμίζεται στο ΠΔ 30/1988 – με το οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόσθηκε με σχετικές Κοινοτικές οδηγίες και εισήγαγε τον θεσμό – και στο άρθρο 13 του 2190/20, σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις του 2190. Γεγονός είναι ότι ο θεσμός δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως, ούτε έχουν αναλυθεί και ρυθμισθεί επαρκώς τα ποικίλα ερμηνευτικά και πρακτικά εταιρικά, φορολογικά, ασφαλιστικά και χρηματιστηριακά θέματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή. Προφανώς, εξ αυτού, ή κυρίως εξ αυτού του λόγου, ποτέ δε διαδόθηκε ο θεσμός στη χώρα μας, ακόμη και σε προ κρίσης περιόδους. Αντιθέτως, stock options αλλοδαπών πολυεθνικών ομίλων στο προσωπικό ημεδαπών συνδεδεμένων, απαντώνται συχνά.

Από πλευράς φορολογίας των stock options, τα θέματα που ανακύπτουν διεθνώς είναι κυρίως: η φορολογική βάση και ο τρόπος φορολόγησης της ωφέλειας που προκύπτει για τον εργαζόμενο από τη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της χρηματιστηριακής αξίας κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος, καθώς και κατά την πώληση των μετοχών, η δυνατότητα ή μη έκπτωσης της δαπάνης στο επίπεδο της εταιρείας, και, τέλος, θέματα παρακράτησης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, στο μέτρο που προβλέπονται. Στο εξωτερικό, τα παραπάνω έχουν ιστορικά ρυθμισθεί επαρκώς, ακόμη και για πιο σύνθετα προγράμματα, όπως π.χ. αυτά που προβλέπουν «οιονεί» απόκτηση μετοχών (phantom stock options) και άλλα.

Στην Ελλάδα, όμως, συναντάται πάλι η γνωστή παθογένεια του συστήματος, οφειλόμενη σε πολυνομία, πολυγνωμία, ή αγνωμία, ή άγνοια… Αντί η Πολιτεία να προβεί στη θέσπιση ενός απλού και κατανοητού φορολογικού πλαισίου εξαρχής το 1988, όπως ακριβώς έγινε με το νομικό πλαίσιο, αφεθήκαμε στην από καιρό εις καιρό διατύπωση και εφαρμογή διαφόρων προσεγγίσεων μέσω εγκυκλίων, γνωμοδοτήσεων ΝΣΚ (Νομικού Συμβουλίου του Κράτους) και άλλων εγγράφων της διοίκησης, όπως π.χ. υπαγωγή σε φόρο δωρεάς, υπαγωγή σε φόρο δωρεάς μόνο μέρους της παροχής που θεωρείται «δυσανάλογη» με τις περιστάσεις, μη φορολόγηση έως τον χρόνο πώλησης των μετοχών, φορολόγηση της υπεραξίας κατά την πώληση, κοκ, μέχρι το 2008, οπότε και ρυθμίσθηκε η φορολογία των stock options με το άρθρο 17 του Ν3697/2008, τουλάχιστον κατά το ένα σκέλος του.

Με τη σχετική διάταξη που προστέθηκε στον τότε κώδικα φορολογίας εισοδήματος και ισχύει από το οικονομικό έτος 2009, προβλέφθηκε ότι η ωφέλεια, η οποία αποτιμάται στην τιμή κλεισίματος μετοχής κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος, μειωμένη με την τιμή διάθεσης του δικαιώματος (προνομιακή τιμή), συνιστά και φορολογείται ως «εισόδημα» από μισθωτές υπηρεσίες κατά τη στιγμή της άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης, άσχετα με το αν έχει μεσολαβήσει πώληση κατά τη στιγμή υποβολής της δήλωσης.

Παρακράτηση φόρου δεν προβλέπεται, αλλά το «εισόδημα» συμπεριλαμβάνεται στην ηλεκτρονική βεβαίωση αποδοχών ως παροχή σε είδος και ο εργαζόμενος πληρώνει τον φόρο και την εισφορά αλληλεγγύης που του αναλογεί κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης.

Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της διάταξης είναι ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι που συμμετέχουν σε stock option plans καλούνται να καταβάλουν υπέρογκα – λόγω της υπέρμετρης φορολόγησης – ποσά, τα οποία ενίοτε δε διαθέτουν καν (!), για ένα περιουσιακό στοιχείο του οποίου η αξία, την επόμενη ακριβώς ημέρα από την άσκηση, έχει, σε ορισμένες περιπτώσεις, μειωθεί, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορέσει ο εργαζόμενος να καρπωθεί καμιά ωφέλεια, αλλά, αντιθέτως, να ζημιωθεί.

Όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση του Ν.3697/08, που εισήγαγε τη φορολογία των stock options, «με τις νέες διατάξεις προβλέπεται η φορολόγηση με τις γενικές διατάξεις, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, των κερδών που αποκτούν τα μέλη ΔΣ ή προσωπικό… κατά την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης αγοράς μετοχών, εισηγμένων στο ΧΑ, καθόσον οι μετοχές αυτές αποκτώνται… σε πολύ χαμηλότερη τιμή από τη χρηματιστηριακή στα πλαίσια της εργασιακής τους σχέσης και περαιτέρω αποκομίζουν υψηλά κέρδη κατά την πώλησή τους, χωρίς τη μεσολάβηση επενδυτικού κινδύνου».

Δε χωρά αμφιβολία ότι ο νομοθέτης έπραξε σωστά, θεσμοθετώντας τη φορολόγηση των stock options (υιοθετώντας διατάξεις άλλων κρατών), ειδικά στην Ελλάδα, όπου η υπεραξία εισηγμένων μετοχών απαλλάσσεται της φορολογίας κατά γενικό κανόνα. Ατυχώς, όμως, η ρύθμιση έγινε με πρόχειρο τρόπο, ξεχνώντας ότι στοχεύει στη φορολόγηση υψηλών κερδών και όχι στο κεφάλαιο, και χωρίς την προηγούμενη μελέτη των χαρακτηριστικών και του πνεύματος των stock options ή την ευθυγράμμιση με διεθνείς / βέλτιστες πρακτικές.

Ως αποτέλεσμα, δεν προβλέφθηκαν στον ελληνικό νόμο τα αντίστοιχα με άλλα κράτη προγράμματα παροχής κινήτρων στο προσωπικό (“Incentive Stock Options - ISO”), τα οποία, υπό την πλήρωση κάποιων προϋποθέσεων, όπως της ελάχιστης διακράτησης, έχουν ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση.

Εν περιλήψει, στα ISO, οι εργαζόμενοι φορολογούνται μόνο κατά την πώληση των μετοχών και, μάλιστα, με συντελεστή φορολογίας υπεραξίας κεφαλαίου (χωρίς ο εργοδότης, ασφαλώς, να εκπίπτει αντίστοιχη δαπάνη, λόγω της ευνοϊκής για το φυσικό πρόσωπο φορολογίας), με το σκεπτικό ότι τότε κτάται φορολογητέο εισόδημα. Δε φορολογούν, δηλαδή, το κεφάλαιο.

Κατ’ αντιδιαστολή, στα μη ISO πλάνα προβλέπεται αντίστοιχη με την ελληνική φορολογία κατά τον χρόνο άσκησης των δικαιωμάτων, πλην, ο εργοδότης εκπίπτει το αντίστοιχο ποσό ως επιχειρηματική δαπάνη, έστω και αν δεν είναι πραγματική, αφού το κόστος των stock option plans, ως γνωστόν, επιμετράται βάσει διεθνών λογιστικών προτύπων. Και τα δύο φαίνονται δίκαια.

Μήπως πρέπει η Πολιτεία να αναλογισθεί το τι συμβαίνει και να μεταρρυθμίσει το πλαίσιο προς μια κατεύθυνση στήριξης και ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού που βάλλεται συνεχώς εδώ και χρόνια;

Μήπως πρέπει η Πολιτεία να αναλογισθεί ότι η φορολόγηση των stock options σήμερα συνιστά άλλη μια τιμωρία του φτωχοποιημένου Έλληνα εργαζόμενου και όχι ένα κίνητρο παραγωγικότητας;

 

* Η Ριάνα Ζαννή είναι Tax Associate Partner στην ΕΥ Ελλάδος 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v