Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από τον καταστροφικό Εμφύλιο, ο οποίος ακολούθησε την απελευθέρωση της χώρας από τη γερμανική κατοχή, τόσο περισσότερο αποτελεί πεδίο της σημερινής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Οι αφορμές βρίσκονται εύκολα• αρκεί ο θάνατος ενός υπέργηρου συμπολεμιστή του Βελουχιώτη ή οι επιθέσεις στο άγαλμα Τρούμαν.
Κατακρίνονται πολιτικοί (και από τις δύο «πλευρές») γιατί δεν τηρούν τις σωστές αποστάσεις και «πολτοποιούν» μία συμφιλίωση η οποία διακηρύσσεται για δεκαετίες, αλλά ποτέ δεν επιτυγχάνεται. Η λήθη θεωρείται αμαρτία. Μέχρι σήμερα, ο Ν. Μαραντζίδης ήταν προδότης-παραχαράχτης της Ιστορίας• τώρα έγινε στόχος και της άλλης πλευράς.
Η ερμηνεία του παρόντος με τους φακούς του παρελθόντος
Είναι εμφανές ότι διάφορες πολιτικές δυνάμεις της χώρας πάσχουν από εμφυλιολαγνεία. Ανάγουν σχεδόν όλες τις κακοδαιμονίες μας στο παρελθόν και μάλιστα σε ιδεολογίες ή νοοτροπίες που υποτίθεται ότι κουβαλούν στα ελαττωματικά τους γονίδια κάποιοι απόγονοι (πάντα των αντιπάλων). Συνυπάρχουν τόσο η «αριστερή» όσο και η «δεξιά» οπτική, οι οποίες, παρά τις διαφορές τους, συμπίπτουν στην αναχρονιστική προσπάθεια ερμηνείας του παρόντος μέσα από τους διαθλαστικούς φακούς του παρελθόντος. Υπάρχουν καλές πολιτικές αιτίες για αυτό.
Η αναγωγή της πολιτικής αντιπαράθεσης στον Εμφύλιο καθιστά αποτελεσματικότερη τη διχαστική ρητορική. Η αντιμνημονιακή πολεμική ζωντανεύει με το ιστορικό παράδειγμα. Σε αυτήν στηρίχθηκε η σημερινή κυβέρνηση και αποτελεί το σημείο συνάντησης με το ακροδεξιό μόρφωμα με το οποίο συγκυβερνά.
Οι «γερμανοτσολιάδες», προσκυνημένοι «στα τέσσερα», είναι οι κατάλληλοι απόγονοι όσων υποστήριζαν εναλλακτικές πολιτικές από την «κατάργηση των Μνημονίων με ένα άρθρο». Όμως η (δια)μάχη θα ήταν κούφια, αν δεν υπήρχαν και οι σύγχρονοι αντίπαλοι.
Η ιδεολογική αντεπίθεση των... νικητών
Κάποιοι στη δεξιά όχθη μετανιώνουν καθυστερημένα γιατί οι πολιτικές δυνάμεις που κυριάρχησαν μετά τον Εμφύλιο υιοθέτησαν μία ενοχική στάση και άφησαν την ιστορική αφήγηση της τραγωδίας στα χέρια των ηττημένων.
Με αφορμή την αποδεδειγμένη ιστορική αποτυχία των πολιτικών συστημάτων στις χώρες του (τέως) «υπαρκτού σοσιαλισμού», επιζητούν να πάρουν τη χαμένη «ιδεολογική ηγεμονία» από τους ηττημένους.
Όπως γράφει ο Τ. Θεοδωρόπουλος στην εφημερίδα Καθημερινή: «Η σημερινή Αριστερά κέρδισε την εξουσία ράβοντας τα ρετάλια του διχασμού και τρώγοντας από τα αποφάγια της πνευματικής και ιδεολογικής ηγεμονίας του κομμουνιστικού ιδεολογήματος. Η αδυναμία της χώρας να αντιμετωπίσει την κατάρρευση λόγω της κρίσης είναι προϊόν αυτής της ηγεμονίας» (Ο καπετάν Ερμής και ο Κ. Μπακογιάννης - 13.04.2018.)
Ο ίδιος αρθρογράφος (δεν είναι ο μόνος, απλά τον αναφέρω ως χαρακτηριστικό παράδειγμα πλειάδας παρόμοιων), έγραφε «Χάρι Τρούμαν βάστα γερά», ομολογώντας «σκέφτομαι να πάω να ανάψω ένα κεράκι στους χωροφύλακες που έπεσαν στου Μακρυγιάννη για να μας γλιτώσουν».
Η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι μύθος
Μαζί με το ανύπαρκτο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», θα πρέπει να ξεχάσουμε και την «ιδεολογική κυριαρχία της αριστεράς». Πρόκειται για σύγχρονο μύθο.
Η εκλογή της σημερινής «αριστερής» κυβέρνησης δεν αποδεικνύει ιδεολογική ηγεμονία, καθώς είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι μετακινήθηκαν ξαφνικά αριστερά εκατομμύρια Ελλήνων γιατί πίστεψαν μετά από 29 χρόνια ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου ήταν ένα ιστορικό λάθος.
Αυτό που βιωματικά αντιλαμβάνονται ως αριστερή κυριαρχία κάποιοι αναλυτές είναι μάλλον αναμνήσεις πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων του 1970-1980. Όμως το πρόσημο των νικητών των φοιτητικών εκλογών έχει στρίψει δεξιά εδώ και δεκαετίες, χωρίς να έχει αλλάξει το χάλι των ελληνικών πανεπιστημίων (κυριολεκτικά αλλά και αισθητικά). Αυτό που κινητοποίησε χιλιάδες νέους ανθρώπους τις δεκαετίες του '70 και του '80 να ενταχθούν σε ποικιλόμορφες αριστερές οργανώσεις ήταν, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η επιθυμία ανιδιοτελούς προσφοράς μέσα σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Συνεπώς συνιστά αυθαιρεσία η χρέωση όλων των παθογενειών που χρεοκόπησαν τη χώρα σε νοοτροπίες που υποτίθεται επέβαλε η Αριστερά στην ελληνική νοοτροπία. Όπως αποδεικνύουν οι έρευνες, τα περισσότερα οπισθοδρομικά στερεότυπα κατανέμονται οριζόντια στο πολιτικό φάσμα.
Πότε θυμήθηκε τον εμφύλιο η Αριστερά;
Η προπαγανδιστική στροφή του ΚΚΕ στον Εμφύλιο συνέβη μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Τις δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση δεν έστελνε τους νεολαίους του Κόμματος εκπαιδευτικές εκδρομές στον Γράμμο, ενώ τα μνημεία των ηττημένων στήθηκαν πρόσφατα (βέβαια ποτέ δεν γκρεμίστηκαν όσα είχαν ανεγερθεί στη μνήμη «σφαγιασθέντων υπό των κομμουνιστοσυμμοριτών»).
Μέσα από ηρωικές αγιογραφίες και πολιτικά συμπεράσματα μέσω αναγωγών, εισέρχονται συναισθηματικά ευαίσθητοι νέοι άνθρωποι σε ένα παρελθόν που ποτέ δεν θα γνωρίζουν πραγματικά, νοσταλγώντας αναμνήσεις άλλων. Πρόκειται για μία προσπάθεια αγκίστρωσης σε ένα εγχώριο ηρωικό παρελθόν λόγω κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η ιδεολογική αγκύλωση και η πενία πολιτικών προτάσεων οι οποίες να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη εποχή οδηγεί το ΚΚΕ και όσους άλλους ζουν στο αριστερό περιθώριο να σκέφτονται με την όπισθεν. Συζητούν τον 21ο αιώνα -σε άψογη παλαιοκομμουνιστική αργκό- ζητήματα όπως το λάθος «αποσταλινοποίησης» στο συνέδριο του (πάλαι ποτέ) ΚΚΣΕ το 1956 (!).
Διάλογοι με τα φαντάσματα
Δεν υπάρχει κανένα συλλογικό ή ατομικό ψυχικό τραύμα από τον Εμφύλιο μετά από τόσες γενιές. Μπορούν όμως να δημιουργηθούν καινούργια, όσο συντηρείται τεχνητά ένα κλίμα αδιάλειπτου εμφύλιου που, είτε δεν τελείωσε γιατί οι ηττημένοι (κακώς) δικαιώθηκαν ιδεολογικά, είτε θα αλλάξει το αποτέλεσμα σε κάποιους επόμενους γύρους για όσους αισθάνονται απόγονοι των ηττημένων (παρότι συχνά οι βιολογικοί τους πρόγονοι πολέμησαν στην αντίθετη πλευρά).
Ο καθηγητής Αντώνης Καραμπατζός διατυπώνει την ουσία του προβλήματος: «Υπάρχουν, δυστυχώς, πολιτικοί ή δημοσιολογούντες που, αντί να επιζητούν τη συναίνεση, συντηρούν μία πολιτική αντιπαράθεση με εμφυλιοπολεμικούς όρους, είτε για να χτίσουν πολιτικές καριέρες είτε για να μπορέσουν να επιβιώσουν πολιτικά σε ένα διαφορετικό πλέον -εγχώριο και διεθνές- περιβάλλον, που αδυνατούν να κατανοήσουν» («Ο Εμφύλιος και το ανθεκτικό μικρόβιο του διχασμού», Καθημερινή 17.12.2017).
Δυστυχώς ο Εμφύλιος είναι βολικός γιατί παρά τη χρονική απόσταση συνδυάζει τα εξής : (α) «φταίνε οι ξένοι» (κυρίαρχο σε όλη την ελληνική κοινωνία), (β) «φταίνε οι ντόπιοι προδότες» (εύκολα αντιστρέφεται από τους αντιπάλους δεξιόστροφα ή αριστερόστροφα), (γ) ανακουφίζει απο σύγχρονες ήττες (όπως τα Μνημόνια που μας επιβάλλουν οι μισητοί «δυτικοί» ξένοι), (δ) δεν χρειάζεται να ψάχνουμε άβολες λύσεις σήμερα, όταν όλα τα έχει (απο)δείξει το ιστορικό μας παρελθόν.
Όσο ψάχνουμε στις ιστορικές διαιρέσεις του παρελθόντος να βρούμε λύσεις σε όσα μας ταλαιπωρούν σήμερα, τόσο το μέλλον θα πλησιάζει σαν απειλή. Όπως εύστοχα αναφέρει ο δημοσιογράφος Κώστας Γιαννακίδης, «αν βρίσκεσαι μέσα σε ένα δωμάτιο που θυμίζει μόνο το παρελθόν, κάποια στιγμή θα βρεθείς να συνομιλείς με τα φαντάσματα». Ας αφήσουμε τον Εμφύλιο στους ιστορικούς. Δεν θα μας θεραπεύσει το αίμα και το πύον που χύθηκε.
* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.