Η διαρροή επιστημονικού δυναμικού που μόνο την περίοδο 2008-2016 κόστισε στη χώρα μας πάνω από 15 δισ. ευρώ δεν είναι μόνο το αποκύημα της κρίσης που με ασυνήθη άνεση δαιμονοποιούν άλλοι από άγνοια και άλλοι από σκοπιμότητα. Είναι συγχρόνως το προϊόν της ανικανότητας των αρμόδιων και των συναρμόδιων να συνδέσουν την παραγωγή επιστημονικού δυναμικού με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, ποιοτικά και ποσοτικά.
Για παράδειγμα. Όταν παράγω γιατρούς και νομικούς περισσότερους από τις ανάγκες της χώρας, στην πράξη δεν κάνω άλλο από το να παράγω ένα επαχθές για την οικονομία του τόπου «εξαγώγιμο προϊόν», που κατά κεφαλή, στην καλύτερη περίπτωση, μου έχει κοστίσει 40 χιλ. ευρώ.
Το πλεονάζον αυτό επιστημονικό δυναμικό, επειδή βρίσκεται αντιμέτωπο με το δίλημμα «μετανάστευση με πλούτο είναι μια πατρίδα, αλλά πατρίδα με φτώχεια είναι μια εξορία», σαφώς επιλέγει το πρώτο, με όποιο και να είναι το συναισθηματικό του τίμημα.
Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνω ότι τα εκπατριζόμενα άτομα δεν φεύγουν από την κόλαση για να πάνε στον παράδεισο, όπως αφελώς πιστεύεται από πολλούς, αλλά βρίσκονται αντιμέτωπα με το λεγόμενο πολιτισμικό σοκ, με αβέβαιη την τελική τους ενσωμάτωση στη νέα τους πατρίδα.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι πάνω από το 90% μεταναστεύει σε χώρες που ανήκουν στη διαμετρικά αντίθετη από τη δική μας «Γραμμική Κουλτούρα», το να ξεπεράσουν το στάδιο της προσαρμογής και να φτάσουν σε εκείνο της ενσωμάτωσης συνεπάγεται υψηλό ψυχικό και συναισθηματικό κόστος.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκπατριζόμενοι επιστήμονές μας, λόγω του μορφωτικού τους επιπέδου και τη δύναμη του χαρακτήρα τους, δεν έχουν καμία σχέση με τους Gastarbeiters της 10ετίας του ’60. Είναι άτομα που τιμούν τη χώρα μας και όταν μάλιστα κάποιοι από αυτούς επιστρέψουν, με βεβαιότητα θα αιμοδοτήσουν την οικονομία μας με νέες ιδέες και νέες πρακτικές.
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη του νομίσματος, για την οποία ελάχιστος γίνεται λόγος και αυτή είναι ότι η μετανάστευση αξιόλογων στελεχών στερεί τις προοδευτικές επιχειρήσεις της χώρας από επιστημονικό δυναμικό ποιότητας σε βάρος της παραγωγικότητας και γενικότερα της επιχειρηματικής τους ανάπτυξης.
Όσον αφορά την ευγενική πρωτοβουλία από διάφορες ομάδες εκπατρισμένων επιστημόνων μας να συμβάλουν στη χώρα ως οιωνοί σύμβουλοι της πολιτείας, εκφράζω τις επιφυλάξεις μου. Έχω πολλές αμφιβολίες κατά πόσο αυτοί που τους στερούν ακόμα και την ψήφο είναι ικανοί να γίνουν δέκτες των νέων ιδεών/προτάσεών τους. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι ίσως και λόγω της «στενής τους συνείδησης» να τους είναι και ανεπιθύμητο.
Αν κάτι η ταπεινότητά μου θα συνιστούσε στους εκπατρισθέντες επιστήμονές μας είναι να οργανωθούν μεταξύ τους, με στόχο τη δημιουργία ιδιωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα με καινοτόμες προτάσεις και στοχευμένους πελάτες τους ξένους. Η χώρα μας είναι παγκόσμιο brand name. Το ξέρουν όλοι εκτός από εμάς τους ίδιους, που όχι μόνο δεν ξέρουμε να παράγουμε, αλλά δεν ξέρουμε και να πουλάμε. Ιστορικοί, γεωγραφικοί, πολιτισμικοί και κλιματολογικοί παράγοντες ευνοούν πληθώρα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλών προτύπων, με σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα.
Κλείνω τη σύντομη αναφορά μου, με τη δύσκολη θέση που με έφερε πρόσφατα ένας Νορβηγός φίλος μου γιατρός: «Δεν καταλαβαίνω πως εσείς οι Έλληνες», μου είπε, «ανέχεστε με το επιστημονικό σας δυναμικό να ενισχύετε τις οικονομικά εύρωστες χώρες, πρακτικά δηλαδή “να θυμίζετε την αγελάδα που τρώει αλλού και αρμέγεται αλλού!”».
Μήπως οι θεράποντες του λεγόμενου «πολιτικού κόστους» πολιτικοί μας και όχι μόνο μπορούν να του δώσουν την απάντηση;
* Ο Δρ. Γιάννης Κριτσωτάκις είναι Διδάκτωρ Εμπορικών Επιστημών του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Βιέννης. Συγγραφέας έργων σχετικών με τη Διαπολιτισμική Επικοινωνία, τις Πωλήσεις, τις Εμπορικές Εκθέσεις και την Επικοινωνία.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.