Μόσχα, 26 Μαΐου 2004. Η συμπαθέστατη Ρωσίδα συνάδελφος που με υποδέχεται στο αεροδρόμιο είναι αρκετά ταραγμένη. «Ξέρετε», μου λέει, «από την ημέρα που ο δήμαρχος συμβάλλει στο να κάνουμε το συνέδριο για την ελευθερία του Τύπου στη Ρωσία, αισθάνομαι ότι συνεχώς βρίσκομαι υπό επιτήρηση».
Πράγματι, ίσως η Τατιάνα να μην είχε άδικο. Δέκα μέτρα πίσω της, δύο τύποι που δύσκολα δεν θα τους έλεγες πράκτορες, κάτι λένε μεταξύ τους και μου θυμίζουν κατασκοπική ταινία της δεκαετίας του 1970. «Από τη στιγμή που ο δήμαρχος Λούζκοφ ανακοίνωσε ότι παραχωρεί στέγη για να ιδρυθεί τμήμα της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων (ΕΕΔ) στη Μόσχα, ως φαίνεται, κάποια καμπανάκια κτύπησαν στο Κρεμλίνο», προσθέτει η Τατιάνα. Της προτείνω να κεράσω γεωργιανή σαμπάνια στο μπαρ του αεροδρομίου και τη ρωτώ: «Ο δήμαρχος δεν τα πάει καλά με τον Πούτιν;». Η συνάδελφος μου απαντά μονολεκτικά: «Καθόλου». Η απάντηση με βάζει σε σοβαρές σκέψεις. Διαισθάνομαι ότι, μετά τον Γιέλτσιν, στη Ρωσία κάτι δεν πάει καλά από πλευράς ατομικών ελευθεριών.
Το ίδιο βράδυ, στο διάσημο ξενοδοχείο Μετροπόλ, η ανταποκρίτρια της Ουάσινγκτον Ποστ στη Μόσχα, Susan Glasser, σε μία ώρα συζήτησης μου περιγράφει το τοπίο που σκοτεινιάζει και μου λέει ότι με τον, επίσης δημοσιογράφο, σύζυγό της Peter Baker ετοιμάζονται να φύγουν ύστερα από τρία χρόνια παραμονής.
Βέβαια, την άλλη ημέρα, ο παντοδύναμος, όπως νόμιζε, δήμαρχος της Μόσχας Γιούρι Μιχαήλοβιτς Λουζκόφ είναι πολύ πιο αισιόδοξος. «Η Ρωσία θα πρέπει να γίνει ένα με τη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Μόνον έτσι θα δημιουργηθεί ένα φερέγγυο αντίβαρο στην αμερικανική ηγεμονία και θα κοπεί ο τσαμπουκάς των Κινέζων, που ήδη αυτοθεωρούνται παγκόσμια δύναμη. Θέλω, πρόεδρε, η ΕΕΔ να με βοηθήσει στην προσπάθεια αυτή. Ιδρύστε ένα τμήμα στη Μόσχα και θα το στηρίζουμε όλοι εμείς που θέλουμε μία δημοκρατική Ρωσία».
«Κύριε δήμαρχε», του απαντώ, «ακριβώς επειδή δίνετε τόση σημασία στη δημοκρατία, θα υποβάλω την πρότασή σας στην εκτελεστική επιτροπή της Ένωσής μας και αν εγκριθεί, θα περάσει από τη Γενική της Συνέλευση. Προσωπικά θα ήθελα να δω μία δημοκρατική Ρωσία να είναι εταίρος της ήδη διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά όπως καταλαβαίνετε, δεν αποφασίζω μόνος μου…».
Δύο μήνες αργότερα, η πρόταση Λούζκοφ απορρίφθηκε, ο δε δήμαρχος το 2010 καθαιρέθηκε από το αξίωμά του, έχοντας έλθει σε ανοικτή ρήξη με το σύστημα Πούτιν. Η Ρωσία ήδη είχε μπει στην τροχιά του «πουτινισμού» που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι μία ήπια μορφή ολοκληρωτισμού, προσαρμοσμένη στον 21ο αιώνα.
Ο Βλαδίμηρος Πούτιν από το 2002 είχε αρχίσει να αλλάζει άρδην το μετακομμουνιστικό καθεστώς στη χώρα του, εγκατέλειπε σταδιακά τους θεσμούς της οικονομίας της αγοράς, έπαιζε την πατριωτική χορδή και ήθελε να έχει δίπλα του μία νέα ομάδα ολιγαρχών πιστή σε αυτόν. Σαφέστατα επηρεασμένος από τη θητεία του στην Ανατολική Γερμανία, όπου παρακολούθησε λεπτομερώς την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη λαϊκή οργή απέναντι στη διαβόητη μυστική αστυνομία Στάζι, ο Βλ. Πούτιν δεν είχε και δεν έχει καμία απολύτως συμπάθεια για το πλήθος. Αντιθέτως, το απεχθάνεται βαθιά, όπως βεβαίως και τις λαϊκές διαμαρτυρίες. Τον φοβίζουν και τον εξοργίζουν.
Επίσης, όπως γράφει και ο Μπ. Νέιθανς, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σημερινός Ρώσος πρόεδρος, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν χτίσει την καριέρα τους μέσα σε μυστικές υπηρεσίες, δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί τις πτυχές και υποχρεώσεις μίας πλουραλιστικής πολιτικής». Στο πλαίσιο αυτό, η ανατροπή του Λούζκοφ, όπως και άλλες συλλήψεις, δολοφονίες και διώξεις, είναι το αποτέλεσμα μίας σταδιακής οπισθοδρόμησης της Ρωσίας από μία «δήθεν δημοκρατία» σε έναν «ήπιο ολοκληρωτισμό».
Τον τελευταίο υπηρετούν οι περίφημοι «Σιλοβίτσι». Πρόκειται για μία πολυάριθμη ομάδα πρώην πρακτόρων της KGB και της μετέπειτα Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας (FSB), η οποία έχει αποκτήσει άφθονο χρήμα και τεράστιες εξουσίες. Ελέγχει έτσι τις πιο ζωτικές αρθρώσεις της ρωσικής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Πρόκειται για μία νέα, αλλά με υψηλές πλέον διεθνείς διασυνδέσεις.
Στο βιβλίο του «Όσο Λιγότερα Γνωρίζετε, Τόσο Πιο Ήσυχοι Κοιμάστε», ο βετεράνος δημοσιογράφος Ντέιβιντ Σάτερ μοιράζεται με τους αναγνώστες του την αίσθησή του ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει στην πολιτική του Πούτιν και ότι η ενίσχυση της ολοκληρωτικής εξουσίας ήταν ήδη σε εξέλιξη από την εποχή του Γιέλτσιν. Όμως, η πολιτική ανάλυση που κάνει είναι πολύ πιο σκοτεινή και επικεντρώνεται στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον της ομοσπονδιακής υπηρεσίας FSB ότι το φθινόπωρο του 1999 ενορχήστρωσε άμεσα ή έμμεσα μία σειρά βομβιστικών επιθέσεων σε πολυκατοικίες στις πόλεις Μπουινάκσκ, Μόσχα, Βολγκοντόνσκ και Ριαζάν (η τελευταία απετράπη χάρη στην επαγρύπνηση των κατοίκων) και μετά υποστήριξε ψευδώς ότι επρόκειτο για έργο Τσετσένων αυτονομιστών -δίνοντας με αυτόν τον τρόπο δικαιολογία στον πρωθυπουργό τότε Πούτιν (και πρώην επικεφαλής της FSB) για να εξαπολύσει τον δεύτερο πόλεμο της Μόσχας εναντίον της αποσχισθείσας Δημοκρατίας της Τσετσενίας.
Οι κατηγορίες αυτές διατυπώθηκαν για πρώτη φορά το 2002 από τον Γιούρια Φελστίνσκι και τον Αλεξάντρ Λιτβένκο, πρώην πράκτορα της FSB που είχε αυτομολήσει στη Δύση. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Λιτβένκο δολοφονήθηκε στο Λονδίνο από πράκτορα της FSB που τον δηλητηρίασε με ενεργό πολώνιο 210. Από την πλευρά τους, ο Μάιερς και ορισμένοι συγγραφείς άλλων βιβλίων εμφανίζουν στοιχεία που προκαλούν αναστάτωση, χωρίς όμως να καταλήγουν σε συμπέρασμα ως προς τους υπευθύνους των βομβιστικών επιθέσεων, στις οποίες σκοτώθηκαν σχεδόν 300 άτομα και πάνω από 1.000 τραυματίστηκαν. Ο Ντ. Σάτερ είναι πεπεισμένος ότι επρόκειτο για τρομοκρατικές πράξεις του κράτους εναντίον των ίδιων του των πολιτών.
Επιπλέον, ο Σάτερ υποστηρίζει ότι τα αποτρόπαια περιστατικά ομηρείας που συνέβησαν στο θέατρο Ντουμπρόβκα της Μόσχας το 2002 και στο Σχολείο Νο 1 στο Μπεσλάν του βόρειου Καυκάσου το 2004 -στα οποία σκοτώθηκαν συνολικά πάνω από 500 άτομα, μεταξύ των οποίων σχεδόν 200 παιδιά- ήταν «αποτέλεσμα ρωσικής πρόκλησης», με στόχο να δώσει μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια του Πούτιν στο όνομα του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας. Οι συγκλονιστικές καταγγελίες του Σάτερ διαφέρουν όχι μόνον ποσοτικά αλλά και ποιοτικά από εκείνες που συνδέουν τις ρωσικές αρχές με τη δολοφονία δημόσιων επικριτών τους, όπως ο Πάβελ Χλέμπνικοφ (2004), η Άννα Πολιτόφσκαγια (2006), η Αναστάσια Μπαμπούροβα και ο Στανισλάβ Μαρκέλοφ (2009), η Νατάλια Εστεμίροβα (2009) και ο Μπορίς Νεμτσόφ (2015) -για να αναφέρουμε μόνον τις πιο γνωστές περιπτώσεις. Τα θύματα στο Ντουμπρόβσκι και στο Μπεσλάν, καθώς και στις βομβιστικές επιθέσεις στις πολυκατοικίες, δεν ήταν επικριτές αλλά άγνωστοι άνθρωποι, τυχαίοι στόχοι μίας θανάσιμης βίας, δηλαδή της τρομοκρατίας.
Οι κατηγορίες αυτές, όπως αναγνωρίζει ο Σάτερ, προκαλούν αναστάτωση. Το να κατανοήσουμε τη Ρωσία του σήμερα, επιμένει, «είναι ουσιαστικά πολύ εύκολο, αρκεί να έχουμε μάθει πώς να κάνουμε κάτι πολύ δύσκολο: να πιστεύουμε το απίστευτο», διότι «η Ρωσία είναι ένα σύμπαν βασισμένο σε ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο αξιών», γράφει στο Athens Review of Books (Νοέμβριος 2016) ο Μπέντζαμιν Νέιθανς. Φέρνει έτσι στην επιφάνεια μία ρωσική πραγματικότητα αισθητά διάφορη από αυτήν που καλλιεργείται στην Ελλάδα, ιδιαίτερα από ακροδεξιούς και θρησκευτικούς αντιδυτικούς κύκλους.
Η Ρωσία είναι μία εξαιρετικά πολύπλοκη χώρα, η οποία έχει αυταρχική παράδοση αιώνων και μετά την κομμουνιστική εμπειρία της δύσκολα θα μπορέσει να υιοθετήσει αρχές και θεσμούς που ισχύουν στα δημοκρατικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα της Δύσης.
Υπό αυτή την έννοια, το συνολικό ρωσικό περιβάλλον είναι ιδιαιτέρως πρόσφορο για έναν άνθρωπο όπως ο Βλαδίμηρος Πούτιν. Σε μία χώρα όπου η συνωμοσιολογία, η θρησκευτική προκατάληψη, ο εθνικισμός, η αποπληροφόρηση και ο πλουτισμός δια της αρπαγής βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, το έργο του Πούτιν, όταν ο Γιέλτσιν τον διόρισε ως διάδοχό του, ήταν πολύ ευκολότερο από του να θελήσει να πάει τη Ρωσία προς τη δημοκρατία, την ελεύθερη οικονομία, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό της έννοιας της διαφοράς.
«Ο Πούτιν υπήρξε πάντα άνθρωπος του παρασκηνίου. Έτσι, ανεβαίνοντας στην εξουσία το 2000 κατάλαβε ότι έπρεπε να επαναφέρει στην εξουσία έναν ήπιο αυταρχισμό, χωρίς Γκουλάγκ και ψυχιατρεία. Αμέσως λοιπόν δήλωσε ότι η εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε η μεγαλύτερη καταστροφή της ρωσικής ιστορίας. Από τότε, ο ένοικος του Κρεμλίνου κάνει ό,τι μπορεί για να αποκαταστήσει το παλαιό καθεστώς, αποφεύγοντας όμως τις κακοτοπιές. Αλλάζει τα σχολικά βιβλία, φέρνει δίπλα του πιστούς ανθρώπους του και ακολουθεί τις δοκιμασμένες πολιτικές της παλαιάς νομενκλατούρας, αλλά με σύγχρονους όρους.
Ταυτόχρονα, εντείνει την αντιδυτική ρητορική του και βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο για επάνοδο της Ρωσίας στη διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα, αλλά μέσα στο νέο περιβάλλον του 21ου αιώνα». Αυτά μάς λέει ο Γάλλος φίλος και συνάδελφος Τιερί Βολτόν, άριστος γνώστης της ρωσικής ζωής, η σύζυγος του οποίου υπήρξε εκδότρια στο Παρίσι του σαμιζντάτ Η Άλλη Ρωσία.
Τις πτυχές αυτού του «σχεδίου Πούτιν» θα παραθέσουμε σε επόμενο σημείωμά μας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.