Αν δεν με απατά η μνήμη μου, τον όρο «νέος φιλελευθερισμός» πρωτοχρησιμοποίησε ο κορυφαίος φιλελεύθερος στοχαστής Φρήντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992), στα τέλη της δεκαετίας τού 1940, στο πλαίσιο της συνάντησης της Λέσχης Μον Πελερέν.
Μία Λέσχη στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι φιλελεύθεροι στοχαστές της εποχής εκείνης, όπως ο Αυστροαμερικανός Λούντβιχ φον Μίζες (1881-1973), ο Αμερικανός Μίλτον Φρήντμαν (1912-2006), ο Γερμανός Βίλχελμ Ρέπκε (1899-1966), ο Αυστριακός Καρλ Πόππερ (1902-1994), ο Γάλλος οικονομολόγος Μωρίς Αλλαί (1910-2010), ο Αμερικανός φιλόσοφος Χένρυ Χάζλιτ (1894-1993) και άλλοι 31 διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι.
Σκοπός της Λέσχης ήταν να επαναφέρει στο πεδίο των ιδεών αλλά και των πολιτικών πρακτικών, έναν καταταλαιπωρημένο φιλελευθερισμό, ο οποίος είχε υποστεί την οικονομική κρίση τού 1929 και είχε βιώσει την άνοδο του εθνικο-σοσιαλισμού και του κομμουνισμού στην Γερμανία και την Σοβιετική Ένωση.
Το 1947, όταν ιδρύεται η Λέσχη Μον Πελερέν σε ένα χωριό της Ελβετίας, οι ιδέες του Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς κυριαρχούν στον δυτικό κόσμο και οδηγούν τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε έναν κρατισμό καλών προθέσεων, αλλά αγνώστων συνεπειών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος Βίλχελμ Ρέπκε αναπτύσσει την θεωρία της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» και πιστεύει ότι οι φιλελεύθερες ιδέες πρέπει να επαναδιατυπωθούν στην βάση μίας νέας πραγματικότητας, αισθητά διάφορης από αυτήν που είχε συμβάλει στην γέννησή του.
Υπογραμμίζουμε παρενθετικά ότι την έκφραση «αυθόρμητη τάξη» είχε πρώτος χρησιμοποιήσει ο Βίλχελμ Ρέπκε σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης όπου και δίδασκε την δεκαετία τού 1930. Στην συνέχεια, βέβαια, την έκφραση αυτή επεξεργάστηκε ως έννοια ο φον Χάγιεκ αναφερόμενος στο περίφημο βιβλίο του Ρέπκε «Τα Οικονομικά της Ελεύθερης Κοινωνίας», βιβλίο που απαγορεύθηκε το 1939 από τους ναζί.
Αναφερόμενος έτσι στην ανάγκη της επαναφοράς στο επίπεδο των ιδεών ενός ανανεωμένου φιλελευθερισμού, ο φον Χάγιεκ στην ομιλία του τότε στην Ελβετία μεταξύ άλλων είπε: «Από προσωπική μου εμπειρία διαπιστώνω ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην διατήρηση της φιλελεύθερης παράδοσης είναι η φιλοσοφική μας πεποίθηση που υπερεκτιμά τις δυνάμεις του ανθρώπινου λόγου. Έχουμε την αίσθηση, εμείς οι φιλελεύθεροι, ότι η δύναμη του λογισμού μας είναι τέτοια ώστε μπορούμε να επανασχεδιάσουμε την κοινωνία και τις δομές της και να οδηγήσουμε τις προσπάθειές της προς καλύτερες κατευθύνσεις. Δίνουμε μεγάλη έμφαση στον ορθό λόγο, όταν οι εχθροί μας, οι άνθρωποι του ολοκληρωτισμού, κατασκευάζουν με λέξεις ιδεατούς κόσμους και υπόσχονται χαρούμενα αύριο … Πρέπει λοιπόν να δώσουμε μία σοβαρή και υπεύθυνη μάχη στο πεδίο των ιδεών, γιατί αυτές είναι που διαμορφώνουν πολιτικές αντιλήψεις και συμπεριφορές … Η μάχη αυτή δεν είναι ανάγκη να δοθεί με επίκεντρο τους διανοούμενους, γιατί αυτοί είναι που στηρίζουν τον σοσιαλισμό στα λόγια… Διαβρώνουν πνευματικά μία νεολαία η οποία πιστεύει σε “ευτυχισμένα αύριο”, νομίζοντας ότι αυτά προκύπτουν από αγαθές προθέσεις…».
Στην ίδια συνάντηση της Ελβετίας, ο επίσης Αυστριακός Λούντβιχ φον Μίζες, συγγραφέας του περίφημου Human Action, τόνιζε:
«Στο σύμπαν δεν υπάρχει ποτέ και πουθενά σταθερότητα και ακινησία. Η αλλαγή και ο μετασχηματισμός είναι βασικά γνωρίσματα της ζωής. Κάθε κατάσταση πραγμάτων είναι παροδική, κάθε εποχή είναι εποχή μετάβασης. Στην ανθρώπινη ζωή δεν υπάρχει ποτέ ηρεμία και γαλήνη. Η ζωή είναι διαδικασία, όχι εμμονή σε ένα status quo. Και όμως, ο ανθρώπινος νους ανέκαθεν πλανιόταν από την εικόνα μίας αμετάβλητης ύπαρξης. Ο ρητός στόχος όλων των ουτοπικών κινημάτων είναι να βάλουν τέλος στην ιστορία και να εγκαθιδρύσουν μία οριστική και μόνιμη ηρεμία. Τα ψυχολογικά αίτια αυτής της τάσης είναι προφανή. Κάθε αλλαγή αλλοιώνει τις εξωτερικές συνθήκες ζωής και ευημερίας και αναγκάζει τους ανθρώπους να προσαρμόζονται στις αλλαγές του περιβάλλοντός τους. Δεν είναι λίγοι όμως αυτοί που αυτό δεν το θέλουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αντιδραστικού πνεύματος: Οι συντεχνίες, που εμποδίζουν την είσοδο των νεοφερμένων στον έναν ή τον άλλον κλάδο. Οι αγρότες, που ζητούν προστασία με δασμούς, επιδοτήσεις και “δίκαιες τιμές”. Οι εργαζόμενοι που εχθρεύονται τις τεχνολογικές βελτιώσεις και υποθάλπουν τις αργομισθίες και άλλες παρόμοιες πρακτικές».
Όλες τις παραπάνω κατηγορίες υπερασπίζονται ιδιοτελώς ματαιόδοξοι και αλαζόνες διανοούμενοι και πολιτικοί, οι οποίοι παράλληλα καθυβρίζουν και την ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα. Η ματαιόδοξη αλαζονεία των ανθρώπων των γραμμάτων και των μποέμ καλλιτεχνών απορρίπτει τις δραστηριότητες των επιχειρηματιών ως μην πνευματική επιδίωξη του κέρδους για το κέρδος.
Η αλήθεια είναι ότι οι επιχειρηματίες και οι ιδρυτές επιχειρήσεων επιδεικνύουν περισσότερες πνευματικές ικανότητες και μεγαλύτερη διορατικότητα απ’ ό,τι ο μέσος συγγραφέας και ζωγράφος. Η κατωτερότητα πολλών αυτοαποκαλούμενων διανοούμενων εκφράζεται ακριβώς στο γεγονός ότι αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν πόση ικανότητα και μυαλό απαιτεί η επιτυχής λειτουργία μίας επιχείρησης.
Η ανάδυση μίας πολυάριθμης τάξης τέτοιων ελαφρόμυαλων διανοούμενων είναι ένα από τα λιγότερο ευπρόσδεκτα φαινόμενα της εποχής του νεότερου καπιταλισμού. Η φορτικότητά τους απωθεί τους οξυδερκείς ανθρώπους. Είναι μπελάς. Δεν θα έβλαπτε άμεσα κανέναν αν μπορούσε να γίνει κάτι για να τούς κοπεί η φόρα ή, ακόμα καλύτερα, για να εξαλειφθούν ολοσχερώς οι κλίκες τους και οι παρέες τους.
«Εντούτοις, η ελευθερία είναι αδιαίρετη. Οποιαδήποτε απόπειρα περιορισμού της ελευθερίας των παρακμιακών, ενοχλητικών ανθρώπων των γραμμάτων και των ψευτοκαλλιτεχνών θα έδινε στις αρχές την εξουσία να καθορίζουν τί είναι καλό και τί κακό. Θα κοινωνικοποιούσε την πνευματική και καλλιτεχνική προσπάθεια. Είναι αμφίβολο αν θα απομάκρυνε τους άχρηστους και τους ανάρμοστους. Είναι όμως βέβαιο ότι θα ύψωνε ανυπέρβλητα εμπόδια στον δρόμο της δημιουργικής ιδιοφυΐας. Στις κατεστημένες εξουσίες δεν αρέσουν οι νέες ιδέες. Αντίκεινται σε κάθε είδους καινοτομία. Διανοούμενοι και πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνον για την εξουσία, επικαλούμενοι την “πρόοδο”. Η κυριαρχία τους θα κατέληγε σε άτεγκτη πειθάρχηση. Θα επέφερε τελμάτωση και παρακμή».
Από τις παραπάνω αποσπασματικές εισηγήσεις των φον Χάγιεκ και φον Μίζες προκύπτει ξεκάθαρα ότι το 1947, ήτοι πριν 70 χρόνια, οι δύο στοχαστές, πρώτον, έβλεπαν μακρυά και, δεύτερον, αποκαλούσαν «νέον φιλελευθερισμό» στην ουσία μία ιδεολογική αναγέννηση του παραδοσιακού φιλελευθερισμού. Έκριναν δε ότι, μπροστά στην ιδεολογική επίθεση των “σωτήρων” του κόσμου, έπρεπε και η φιλελεύθερη φιλοσοφία να κατέβει ένα σκαλί πιο κάτω. Να γίνει, δηλαδή, προσιτή στους απλούς πολίτες –τα θύματα μίας μαζικής αποπληροφόρησης, που στηρίζεται στον φόβο και σε προτάγματα κενά περιεχομένου.
Αυτό επετεύχθη εν μέρει την περίοδο της πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και της προεδρίας Ρόναλντ Ρήγκαν στις ΗΠΑ. Οι δύο ηγέτες τότε του δυτικού κόσμου έδωσαν έντονο ιδεολογικό περιεχόμενο στις πολιτικές που ακολουθούσαν, οι οποίες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την χορήγηση κάποιων ενέσεων φιλελευθερισμού σε ένα δυτικό οικονομικό σύστημα που ασφυκτιούσε από παρεμβατικό κεϋνσιανισμό. Εξάλλου, αν οι Άραβες δεν αποφάσιζαν το 1973 να δεκαπλασιάσουν τις τιμές του πετρελαίου, θα χρειάζονταν πολλά χρόνια ακόμα για να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα του κεϋνσιανισμού και των υπερβολών του.
Ωστόσο, οι ύβρεις και οι επιθέσεις κατά του «νεοφιλελευθερισμού» δεν έχουν την αφετηρία τους στην δεκαετία τού 1980. Αρχίζουν λίγο μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ευρώπη και κορυφώνονται στο μέτρο που κερδίζει έδαφος η παγκοσμιοποίηση. Την ίδια περίοδο, η απελευθέρωση της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ, παίρνει σοβαρές διαστάσεις, συνοδεύεται δε και με μία απίθανη τεχνολογική έκρηξη που ανατρέπει χρηματοοικονομικές παραδόσεις με πάμπολλες δεκαετίες στην πλάτη τους.
Όπως επισημαίνει ο γνωστός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπίνι, η ταχύτητα με την οποία το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο και το ζεστό χρήμα μπορούν να μπαινοβγαίνουν από συγκεκριμένες αγορές και οικονομίες έχει αυξήσει την αστάθεια των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και την σφοδρότητα των χρηματοοικονομικών κρίσεων. Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι το παγκόσμιο σύστημα στο σύνολό του βρίσκεται σε φάση αστάθειας, η οποία μία και μόνη πηγή έχει: την προσπάθεια των απανταχού κρατικών εξουσιών να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους δύναμη και προνόμια σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Στο πλαίσιο αυτό, οι Πασκάλ Σαλέν, καθηγητής πολιτικής οικονομίας και πρόεδρος της Λέσχης Μον Πελερέν την περίοδο 1993-1996, μάς λέει ότι «η χρηματοοικονομική κρίση τού 2008 ήταν το προϊόν μίας παρεμβατικής νομισματικής πολιτικής, η οποία, αφού αποσταθεροποίησε το σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο, σήμερα επιδιώκει να το επαναρρυθμίσει αυξάνοντας τις ρυθμιστικές της εξουσίες!
Πρόκειται για μία παράλογη κατάσταση, όπου η κρίση του παρεμβατισμού βαπτίζεται “νεοφιλελευθερισμός” για να θολώσουν τα νερά και να παραμείνουν στο σκοτάδι τα πραγματικά αίτια: αυτά που μάς λένε ότι το όλο σύστημα πάσχει από έλλειψη καπιταλισμού και όχι το αντίθετο».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.