Το «ορθόδοξο» μοντέλο δεν μας βγάζει από την κρίση

Πού έχει δίκιο και πού όχι ο Γ. Στουρνάρας στις θέσεις για την οικονομία. Το παραγωγικό μοντέλο, η δημογραφική διάσταση και η «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος». Γράφει ο Λ. Λαμπριανίδης, γ.γ. Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων.

Το «ορθόδοξο» μοντέλο δεν μας βγάζει από την κρίση
  • του Λόη Λαμπριανίδη*

Η χώρα βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι. Μετά από οκτώ χρόνια βαθιάς κρίσης, κάνει τα πρώτα βήματα προς την ανάπτυξη παρά την αμήχανη εμμονή του συνόλου σχεδόν του αντιπολιτευόμενου Τύπου στην αμφισβήτηση της εμφανούς πια προόδου. Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν πιο διαλλακτικές απόψεις όπως αυτές που εξέφρασε στην πρόσφατη ομιλία του ο κος Στουρνάρας, Διοικητής της ΤτΕ, στην οποία συνόψισε με περιεκτικό τρόπο την κατάσταση και τις κατ’ αυτόν προϋποθέσεις και προοπτικές αναπτυξιακής επιτάχυνσης της ελληνικής οικονομίας.

Ο Διοικητής της ΤτΕ θεωρεί ιδιαίτερα ενθαρρυντική την οικονομική συγκυρία και υποστήριξε ότι για τη βελτίωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας απαιτούνται:

1) η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που ήδη υλοποιούνται σε εργασιακές σχέσεις, γραφειοκρατία, επιχειρηματικό περιβάλλον κ.λπ.,

2) η ελάφρυνση του μη μισθολογικού και φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων και η θέσπιση σταθερού φορολογικού συστήματος,

3) η περαιτέρω απορρύθμιση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και η ενίσχυση του ανταγωνισμού σε αυτές,

4) η διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους δικαίου και της ταχείας απονομής δικαιοσύνης.

Η ομιλία του κ. Στουρνάρα συνοψίζει περιεκτικά τις απόψεις του συνόλου σχεδόν των εμπλεκόμενων πολιτικών σχηματισμών στην ελληνική κρίση των τελευταίων ετών, αλλά και της οικονομικά «ορθόδοξης» συναίνεσης που επικράτησε διεθνώς μετά τη δεκαετία του ’80. Μάλιστα, επεκτείνει τις απόψεις αυτές, προτείνοντας τη δημιουργία νέων δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων, με νέες ιδιωτικές επενδύσεις, με τη συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και με τη βελτίωση των υποδομών.

Η σημερινή κυβέρνηση, χωρίς να απορρίπτει τις θετικές πλευρές αυτής της αντίληψης, τις οποίες άλλωστε υλοποιεί πολύ πιο αποτελεσματικά από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αποφεύγει αποφασιστικά τις αρνητικές πλευρές της όπως είναι οι αποκαλούμενες «μεταρρυθμίσεις» που μετατρέπουν σε ζούγκλα την αγορά εργασίας, ή η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων χωρίς συνεκτίμηση του στρατηγικού τους ρόλου και σε τιμές αναντίστοιχες με την αξία τους.

Στο κρίσιμο λοιπόν ερώτημα, που συνίσταται στο ποια μέτρα θεωρούνται «ικανά» να μετασχηματίσουν την ελληνική οικονομία και να την οδηγήσουν σε ένα νέο και ανώτερο αναπτυξιακό στάδιο, οι απαντήσεις που δίνει η σημερινή κυβέρνηση είναι επεξεργασμένες και σαφείς.

Αρχίζοντας από αυτά που αφορούν το εσωτερικό, κρίσιμη είναι η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας, που στηρίχθηκε στην υπερχρέωση (δημοσίου και ιδιωτών), στην υπερκατανάλωση, στα μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά κ.λπ.

Την ανάγκη εγκατάλειψης του παλιού «υποδείγματος» υποστήριξε και ο Διοικητής της TτE, προς διαφορετική όμως κατεύθυνση. Το πρότυπο που προτείνεται από την «ορθόδοξη» προσέγγιση στοχεύει κυρίως στη συγκράτηση ή περιορισμό του κόστους -προεξάρχοντος του κόστους εργασίας- και δύσκολα συμβιβάζεται με τον σαφώς πιο επιθυμητό και με μεγαλύτερη αναπτυξιακή δυναμική στόχο, της διεύρυνσης της βάσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, δηλαδή της μετακίνησής της προς κλάδους και στάδια της παραγωγής υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

Συνδυασμένα η εσωτερική υποτίμηση και οι μεταρρυθμίσεις των μνημονιακών χρόνων πιέζουν τη χώρα προς την «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος», προς τον ανταγωνισμό, δηλαδή, με χώρες που στηρίζουν την όποια ανάπτυξή τους στο χαμηλό εργασιακό κόστος και τη φορολογία, τις ελαστικές περιβαλλοντικές υποχρεώσεις κ.λπ. Από τις χώρες που ακολούθησαν το «παράδειγμα» αυτό, η γειτονική Βουλγαρία με την υψηλή μετανάστευση αποτελεί μία καλή υπενθύμιση των ενδεχόμενων συνεπειών.

Εκτός μάλιστα από την άμεσα οικονομική-αναπτυξιακή του αποτυχία, ακόμα πιο κρίσιμη είναι η δημογραφική διάσταση της αποτυχίας του προτύπου, που συνδέεται άμεσα με την τύχη του ανθρώπινου και κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας. Η αδυναμία αποφυγής της προαναφερθείσας «παγίδας» σε συνδυασμό με την παράλληλη ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων στην ΕΕ μπορεί, σε διάστημα όχι μεγαλύτερο των 10-15 χρόνων, να αποψιλώσει τη χώρα από το νεαρότερο και πιο παραγωγικό τμήμα της, με αποτέλεσμα την καθήλωσή της σε έναν ισχνό ρυθμό ανάπτυξης και τη δημογραφική της αποδυνάμωση. Το ενδεχόμενο αυτό δεν έχει διαφύγει της προσοχής των θεσμών, ούτε και του ΟΟΣΑ, αλλά δεν φαίνεται να κατατάσσεται υψηλά στη λίστα των κινδύνων από τις υπόλοιπες εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.

Περαιτέρω, είναι εξαιρετικά κρίσιμη η επιτυχής αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και κατά συνέπεια η αναθεώρηση των αναγκαίων πρωτογενών πλεονασμάτων. Δυστυχώς, η άρνηση ή/και κωλυσιεργία των δανειστών αλλά και των διαδοχικών κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ έχει επιφέρει ήδη μεγάλη ζημιά, ενώ μία εσφαλμένη ή/και καθυστερημένη αναδιάρθρωση μπορεί να παγώσει τα πρώτα αναπτυξιακά άνθη κατά τρόπο δύσκολα αναστρέψιμο. Δυστυχώς, όμως, η αναγκαιότητα αυτή συνήθως αποκρύπτεται από την «ορθόδοξη» θέση.

Η «ορθόδοξη» θέση επίσης φαίνεται να αγνοεί τη διεθνή και ευρωπαϊκή διάσταση της ελληνικής κρίσης. Δέκα χρόνια μετά την παγκόσμια κρίση του 2007-8, υπάρχουν μεν διεθνώς σημάδια ομαλοποίησης, δίχως όμως να διαφαίνεται με βεβαιότητα ένας νέος μακρός κύκλος ανάπτυξης, όπως ο μεταπολεμικός, ή έστω και ο πολύ πιο ρηχός, μικρότερος απόηχός του, μετά τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του ’80.

Ζητήματα όπως η διαρκής διεύρυνση των ανισοτήτων, η κρατική και ιδιωτική υπερχρέωση, ο αποτυχημένος περιορισμός της ισχύος και της ελευθερίας δράσης του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου, η αντιπαράθεση διεθνών μπλοκ οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, η άρνηση της Γερμανίας και των δορυφόρων της να συζητήσουν μία λειτουργική και συνεκτική νέα ευρωζωνική δομή, η αδυναμία οικολογικού μετασχηματισμού της διεθνούς οικονομίας -για να μείνουμε σε μερικά κεντρικά-, παραμένουν ή και επιδεινώνονται. Στο φως των παραπάνω, δυνάμει εκρηκτικών προβλημάτων, δύσκολα κάποιος θα στοιχημάτιζε υπέρ μίας νέας εποχής ευημερίας και ειρήνης.

Ωστόσο, η «ορθόδοξη» αναπτυξιακή στρατηγική, την οποία ενστερνίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα εξουσίας, δημιουργεί την ψευδαίσθηση μίας εύκολης αναπτυξιακής προοπτικής, στηριγμένης αποκλειστικά σε εγχώριες ενέργειες που βασίζεται στη συνέχιση όσων έγιναν στα μνημονιακά χρόνια. Αγνοεί, όμως, κεντρικά ζητήματα όπως τη ρύθμιση του χρέους, τη διεθνή διάσταση του ελληνικού προβλήματος, τη μακρά, επίπονη και επισφαλή διαδικασία στροφής προς την οικονομία της γνώσης.

Το απλουστευτικό αυτό σχήμα εγκυμονεί τον κίνδυνο να οδηγήσει στις καταστροφικές συνέπειες της άκριτης και χωρίς προϋποθέσεις εφαρμογής του «ορθόδοξου» νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στη χώρα μας με ενδεχόμενο κίνδυνο τη στροφή σημαντικής μερίδας του λαού προς την άκρα δεξιά και την εθνική απομόνωση.

Συνειδητοποιώντας τις ανεπάρκειες της «ορθόδοξης» προσέγγισης, μένει να αναδειχθεί το εναλλακτικό υπόδειγμα οικονομικής ανάπτυξης: η «Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021» που ολοκληρώνει αυτή την περίοδο η κυβέρνηση, αποτελεί μια πρώτη απάντηση. Χωρίς εύκολες λύσεις, επιδιώκεται η στροφή στην οικονομία της γνώσης, μια διαδικασία που, εκκινώντας από τον άμεσο, εκδιπλώνεται στον μεσομακροχρόνιο ορίζοντα. Δίνεται μεγάλη έμφαση στη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, καθότι οι ανισότητες πρέπει να μειωθούν όχι μόνο για τους αυτονόητους κοινωνικοπολιτικούς λόγους αλλά και γιατί, όπως αναγνωρίζεται πλέον ευρέως, συνιστούν εμπόδιο στην ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία.

Σε αντίθεση με τους αυτοματισμούς του «ορθόδοξου» μοντέλου, όπου το κράτος περιορίζεται σε ένα μάλλον παθητικό ρόλο, στη δική μας αντίληψη κατέχει κεντρικό ρόλο, με στρατηγική, δίνοντας τις βασικές κατευθύνσεις, προσδιορίζοντας και υποστηρίζοντας τους αναπτυξιακούς στόχους, κινητροδοτώντας και ελέγχοντας τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, τους κρατικούς φορείς, παρέχοντας τις ανάλογες υποδομές, ελέγχοντας την παραοικονομία, τις «ελληνοποιήσεις», διασφαλίζοντας εν γένει τον υγιή ανταγωνισμό.

Η δική μας ριζικά διαφορετική προσέγγιση ενισχύεται από τα παραδείγματα της Ν. Κορέας και του Ισραήλ, των οποίων το εγκώμιο έπλεξε στην ομιλία του ο κ. Στουρνάρας. Η αναπτυξιακή πορεία αυτών των χωρών κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτική της «ορθόδοξης» πρότασης είναι. Ειδικότερα, οι δύο βασικές αναπτυξιακές πολιτικές της Ν. Κορέας, η πρώτη στις αρχές του ’60 και η δεύτερη στα τέλη του ’90, αποτέλεσαν πρωτίστως κρατικές πρωτοβουλίες με κυρίαρχο τον ρόλο της κεντρικής πολιτικής εξουσίας έναντι της οικονομικής.

Μάλιστα, η Ν. Κορέα και το Ισραήλ κατέχουν την τέταρτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ με τις πιο περιοριστικές ρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, χωρίς αυτό, όμως, να τις εμποδίζει να προηγούνται αναπτυξιακά. 

Συνοψίζοντας, η μεταβολή αναπτυξιακού υποδείγματος που υλοποιεί η κυβέρνηση, παρά τους κινδύνους και τις δυσκολίες, αποτελεί μείζον εγχείρημα που προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή του συνόλου των δυνάμεων της χώρας, την ενορχήστρωση και συντονισμό των προσπαθειών από την κεντρική πολιτική εξουσία και την ευρύτερη δυνατή κοινωνικο-πολιτική συναίνεση των λοιπών πολιτικών δυνάμεων και των κοινωνικών εταίρων.

* Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v