Πριν από μερικά χρόνια, ο λαοφιλής μαρξιστής τ. πρόεδρος του Εκουαντόρ Ραφαέλ Κορέα επρόκειτο να επισκεφτεί ένα πανεπιστήμιο της χώρας. Λίγο προτού φθάσει, πληροφορήθηκε ότι καμιά πενηνταριά «αντιεξουσιαστές» είχαν μαζευτεί και του ετοίμαζαν «θερμή» υποδοχή με ντομάτες, αβγά κ.λπ. Αντί να πτοηθεί, ο Κορέα συνέχισε την πορεία του και όταν έφθασε, πήρε μια «ντουντούκα» και απευθυνόμενος στο πλήθος των φοιτητών είπε: «Παιδιά, βρείτε τα μεταξύ σας. Εσείς είσαστε 500 και αυτοί είναι 50!».
Από τότε έπαψε να υπάρχει πρόβλημα «αντιεξουσιαστών» όχι μόνο στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα.
Μπορεί κανείς εύκολα να φαντασθεί ποια θα ήταν η αντίστοιχη αντίδραση των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών: Θα καλούσαν τα ΜΑΤ, την Αεροπορία, το Πυροβολικό κ.λπ., θα έβγαζαν πύρινους λόγους για την «κατάλυση των νόμων» κ.λπ. -με μοναδικό αποτέλεσμα ότι το πρόβλημα θα διαιωνιζόταν.
Η εύκολη απάντηση στο ερώτημα, πού έγκειται η διαφορά μεταξύ του «λαϊκιστή» Κορέα και των «εκσυγχρονιστών» Ελλήνων είναι ότι ο πρώτος είχε «πολιτική βούληση» και οι δεύτεροι προφανώς δεν έχουν.
Ομως αυτή η απάντηση, την οποία τόσο συχνά χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε τα τεκταινόμενα, στην ουσία συσκοτίζει αντί να φωτίζει τα φαινόμενα. Γιατί ορισμένοι πολιτικοί έχουν «πολιτική βούληση» και άλλοι δεν έχουν;
H απάντηση είναι προφανής. Διότι πολιτικοί όπως ο Κορέα (ή άλλοι «λαϊκιστές» της Λατ. Αμερικής όπως ο Μοράλες, ο Γκαρσία, ο Τσάβεζ κ.λπ.) είχαν την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού της χώρας τους, κάτι που στην Ελλάδα δεν ισχύει. Πώς μπορεί κανείς να ζητά «πολιτική βούληση» από τον κ. Τσίπρα ή αύριο (πιθανώς) από τον κ. Μητσοτάκη, όταν τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, έχουν το 60%-70% του λαού εναντίον τους; Με ποιο κύρος θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν οποιαδήποτε παρέμβαση που πιθανώς να οδηγούσε σε συγκρούσεις;
Η έλλειψη λαϊκής στήριξης δεν οφείλεται αποκλειστικά ή κυρίως σε προσωπικές ιδιομορφίες των Ελλήνων πολιτικών. Οφείλεται επίσης σε διαρθρωτικούς λόγους. Συνοπτικά μπορεί να πει κανείς ότι στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που παράγουν τους μεγάλους «λαϊκιστές» ηγέτες, τα συντάγματα είναι «προεδρικά» και συγκεντρώνουν τις εξουσίες στα χέρια ενός ατόμου, σε αντίθεση με συντάγματα όπως το ελληνικό, που εγκαθιδρύουν και διαιωνίζουν την «κομματοκρατία» ενώ αποδυναμώνουν αντίστοιχα τον ρόλο του πρωθυπουργού.
Με άλλα λόγια, τα «προεδρικά» συντάγματα και η αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα παράγουν πολιτικούς με «βούληση» ενώ αντίθετα τα «κομματοκρατικά» συντάγματα παράγουν απλά ένα συνεχές «αλισβερίσι» μεταξύ των επαγγελματιών της πολιτικής, χωρίς καμία δραματική αλλαγή.
Ο μεγάλος μαρξιστής κοινωνιολόγος Ernesto Laclau είχε επισημάνει στα έργα του τον προοδευτικό χαρακτήρα του «λαϊκισμού», τονίζοντας ότι σε τριτοκοσμικές κοινωνίες αυτό το πολιτικό ρεύμα μπορεί να είναι ο κύριος φορέας του εκσυγχρονισμού. Αυτό ισχύει σε μία κατ’ εξοχήν τριτοκοσμική κοινωνία όπως η Ελλάδα. Διότι σε αυτές τις κοινωνίες, ο λαός δεν ταυτίζεται τόσο με ιδεολογίες και προγράμματα, όσο με πρόσωπα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ηγέτης μπορεί να κινήσει βουνά, κάτι που δεν μπορεί να κάνει ένας ηγέτης σε «κομματικοκρατικά» καθεστώτα. Επίσης ο ηγέτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει το ιδεολογικό του στίγμα, αν κρίνει ότι αυτό απαιτούν οι περιστάσεις: Aπό σοσιαλιστής να γίνει νεοφιλελεύθερος ή αντίστροφα, χωρίς να έχει να δώσει εξηγήσεις σε κανένα. Αυτή την ελαστικότητα δεν την έχουν οι ηγέτες σε «κομματικοκρατικά» καθεστώτα, όσο δημοφιλείς και αν είναι.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου, που όταν αντιλήφθηκε ότι είχε φτιάξει ένα τεράστιο και δυσλειτουργικό κράτος, δεσμευμένος από τις κομματικές δουλείες, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αλλάξει πέρα από το να δίνει συνεντεύξεις καταγγέλλοντας τον υπερβολικό αριθμό των δημόσιων υπαλλήλων που είχε διορίσει το κόμμα του.
Οσοι επαγγέλλονται «διαρθρωτικές αλλαγές» και «μεταρρυθμίσεις», αντί να αναλώνονται σε ταυτολογίες σχετικά με την έλλειψη «πολιτικής βούλησης», θα πρέπει ίσως να μελετήσουν τις συνταγματικές προϋποθέσεις που καθιστούν κάθε σοβαρή αλλαγή ανέφικτη -φυσικά λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι η Ελλάδα είναι μία τριτοκοσμική χώρα (ή «αναδυόμενη αγορά»), της οποίας τα χαρακτηριστικά διαφέρουν ριζικά από αυτά των ώριμων αγορών.
* Ο Τάκης Μίχας σπούδασε Ανθρωπολογία στη Δανία και εργάστηκε για πολλά χρόνια σε Ελευθεροτυπία και Καθημερινή. Υπήρξε αρθρογράφος της Wall Street Journal και άλλων διεθνών εντύπων, καθώς και συγγραφέας βιβλίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στη Λατινική Αμερική, όπου γράφει βιβλίο για το φαινόμενο του Populismo.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.