Σε όσους παρακολουθούν την αρθρογραφία μου ή έχουν διαβάσει το βιβλίο Επενδυτές Χωρίς Σύνορα, η άποψη ότι δεν ήταν συνετό να επενδύσουμε στην ελληνική αγορά είναι γνωστή από χρόνια.
Πραγματικά, όποιος επέλεξε την αμερικανική αγορά κάνοντας μια ορθολογική διαχείριση των χρημάτων του, σώθηκε. Όχι μόνο δεν έχασε χρήματα όλη αυτή την περίοδο της κρίσης, αλλά αντιθέτως κέρδισε. Κάποια διαστήματα μάλιστα είχαμε πολύ καλή απόδοση.
Ο λόγος που θεωρούσα πως έπρεπε επενδυτικά να εγκαταλείψουμε την ελληνική αγορά, φυσικά αφορούσε την αποκάλυψη της δεινής θέσης που βρέθηκε η χώρα το 2009. Όμως το ότι ρίξαμε μαύρη πέτρα πίσω μας για τόσα πολλά χρόνια αφορούσε σε κάτι άλλο: Στην προσπάθεια διάσωσης.
Γιατί; Γιατί επιλέχτηκε η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Γιατί τη φοβόμουν αυτή την πολιτική; Μα το ίδιο το ΔΝΤ, λίγους μήνες πριν υπαχθούμε στη… στοργική αγκαλιά του, ανάφερε σε έκθεσή του πως όπου έχει εφαρμοστεί, έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική και αντιαναπτυξιακή.
Γιατί; Ένας από τους λόγους ήταν πως η αγορά δεν αφέθηκε ελεύθερη. Η διαμόρφωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων δεν είναι αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης. Είναι κεντρικά κατευθυνόμενη.
Πρόκειται για μια εσκεμμένη υποτίμηση της αξίας τους μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων και νέων φόρων.
Θα μου πείτε, δεν θα υποχωρούσαν λόγω κρίσης; Ναι, θα υποχωρούσαν. Αλλά όχι τόσο πολύ.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον ΕΝΦΙΑ. Όσοι το αντιλαμβάνονται ως απλά εισπρακτικό μέτρο αγνοούν (ή αποκρύπτουν επίτηδες) την καταλυτική επίδρασή του στη γενικότερη οικονομική δραστηριότητα. Στόχος του δεν ήταν μόνο η άντληση επιπλέον φορολογικών εσόδων. Αποσκοπούσε στη μείωση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.
Πώς; Κατ'αρχάς τορπιλίζοντας τις τράπεζες. Μειώνοντας την αξία των ακινήτων, μειώνεις την αξία εξασφαλίσεων στα ενυπόθηκα δάνεια. Σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων, δεν χρειάζεται να έχεις κάνα νόμπελ οικονομικών για να καταλάβεις πως αυτό θα εκτόξευε τα κόκκινα δάνεια
Το αποτέλεσμα ήταν οι τράπεζες να μην μπορούν να δανείζουν. Άρα θα δυσκόλευαν τη ζωή στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά. Άρα με μειωμένες επενδύσεις και κατανάλωση, θα είχαμε ύφεση. Άρα θα αναγκάζονταν να προχωρήσουν σε ανακεφαλαιοποιήσεις. Άρα δραματική υποχώρηση της αξίας των μετοχών τους. Άρα όποιος είχε αγοράσει τράπεζες (τουλάχιστον) θα έχανε τα λεφτά του. Ό,τι διαπιστώσαμε στην πράξη δηλαδή. Όλα ήταν αλυσίδα. Ένα ντόμινο. Το ένα έφερνε το άλλο.
Μεταξύ πολλών άλλων, αυτές είναι οι αρνητικές επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης. Πλέον δεν νομίζω στα σοβαρά κάποιος να αμφισβητεί πως αυτή είναι η πραγματικότητα. Θα τον διαψεύσει πάνω από όλα η ίδια του η τσέπη.
Οι δραχμιστές
Κάποιοι ανόητοι, σε όποιον διαπιστώνει και αναφέρει τα παραπάνω προβλήματα, του κολλάνε υποτιμητικά την ταμπέλα του «δραχμιστή». Ως διανοητικά ανέντιμοι, διαστρεβλώνουν τα λόγια του και τον συκοφαντούν.
Αντίθετα, υπερασπίζονται ως λογικούς τους αναλυτές που είτε από άγνοια, είτε για να χαϊδέψουν αυτιά του κοινού που απευθύνονται, αποκρύπτουν τα μειονεκτήματα της αρχιτεκτονικής του ευρώ. Μάλιστα εμφανίζονται με αλαζονικό ύφος, λες και έχουν δικαιωθεί από τις εξελίξεις!
Πέρα από τη ρητορική, υπάρχει και η πραγματικότητα. Όσο και να θέλουν να παρουσιάσουν το άσπρο σαν μαύρο, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν μια βασική αρχή: δικαιωμένη είναι η σκέψη που κερδίζει χρήματα. Όχι αυτή που χάνει.
Τι κατάφεραν όσοι αγνόησαν τις επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης; Έχασαν τα λεφτά τους. Όχι μόνο τα δικά τους, αλλά παρέσυραν και άλλους. Παρακολούθησαν αμήχανα και με απορία τις μετοχές να καταποντίζονται, τα ακίνητα να υποχωρούν, τα εισοδήματα να μειώνονται.
Γιατί δεν δανείζουν οι τράπεζες
Η δυνατότητα των τραπεζών να δανείσουν δεν έχει τόσο να κάνει με τις καταθέσεις. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο ελάχιστο ύψος καταθέσεων, προκειμένου να μπορούν να δίνουν δάνεια. Το σημαντικότερο είναι το «καθαρό» ενεργητικό.
Οι ανακεφαλαιοποιήσεις χρειάστηκαν, όχι τόσο γιατί υπήρξε εκροή μετρητών. Δεν είμαστε πια στο 1929. Υπάρχουν πλέον μηχανισμοί που εξασφαλίζουν μια τράπεζα να μη μένει ποτέ από μετρητά. Το πρόβλημα ήταν ότι αυξήθηκαν ασφυκτικά τα κόκκινα δάνεια. Τα οποία, όπως είπαμε, προκλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.
Καταλαβαίνω πως είναι εύλογο το ερώτημα. Ποια εναλλακτική είχαμε; Να γυρίσουμε στη δραχμή; Η απάντησή μας ως επενδυτές είναι μία: Δεν μας ενδιαφέρει.
Η δουλειά μας είναι να εξετάζουμε και να ζυγίζουμε, αποκλειστικά και μόνο, τα υπέρ και τα κατά της πολιτικής που ακολουθείται. Όχι κάποιας άλλης. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν αποφασίζουμε εμείς.
Τα υπόλοιπα σενάρια είναι υποθετικά. Πρόκειται για πολιτικά ή φιλοσοφικά ζητήματα, τα οποία μπορούμε ελεύθερα να τα κουβεντιάζουμε πίνοντας ρακές ή να φιλονικούμε στο facebook. Όμως σε καμία, μα καμία περίπτωση, δεν πρέπει να επηρεάζουν την επενδυτική μας κρίση.
Γιατί τώρα ΧΑ
Γιατί ενώ μέχρι πρόσφατα ήμουν κατηγορηματικά αρνητικός, τώρα θεωρώ πως ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε και πάλι το ελληνικό χρηματιστήριο;
Ο βασικός λόγος είναι πως η εσωτερική υποτίμηση, εκτός απροόπτου, φτάνει στο τέρμα της. Η προσοχή μας πλέον στρέφεται αλλού: στην αποπληρωμή των δανείων.
Αν σημειωθεί ανάπτυξη τα επόμενα 2 χρόνια, σημαίνει πως μεγάλο μέρος των δανείων θα μπορεί να αποπληρώνονται κανονικά. Άρα θα επανέρχεται σταδιακά η υγεία στις τράπεζες. Άρα θα μπορούν να δίνουν παραπάνω πίστωση. Άρα θα ομαλοποιηθεί το γενικότερο επιχειρηματικό κλίμα.
Τα βασικά στοιχεία που θα κρίνουν την ανάπτυξη είναι δύο:
α) Αν θα υπάρξει μείωση του χρέους. Όσες μεταρρυθμίσεις και να γίνουν, αν δεν μειωθεί το τεράστιο δημόσιο χρέος, θα μείνουμε εγκλωβισμένοι όπως το χάμστερ στον περιστρεφόμενο τροχό. Αντίθετα, αν λυθεί, ανοίγει ο δρόμος. Από ό,τι διαβάζουμε, μπορούμε να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι για αυτό το θέμα.
β) Τα πρωτογενή πλεονάσματα. Ελάχιστοι έχουν καταλάβει πόσο επιβαρυντική είναι η υποχρέωση των μακροχρόνιων πρωτογενών πλεονασμάτων με τα οποία έχει δεσμευτεί η Ελλάδα. Ανάπτυξη και πρωτογενή πλεονάσματα σπάνια συμβαδίζουν.
Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι αυθαίρετο. Το διαπιστώνει οποιοσδήποτε μελετήσει την παγκόσμια οικονομική ιστορία. Την ανάπτυξη την υποβοηθούν τα ελλείμματα. Τα πλεονάσματα την εμποδίζουν.
Βέβαια, για να μπορούμε να έχουμε ελλείμματα, θα πρέπει να βρεθεί κάποιος να τα χρηματοδοτήσει. Θα πρέπει να έχουμε πρόσβαση στις αγορές. Αν δουν οι επενδυτές ομολόγων ότι δεν υπάρχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις, θα αρνηθούν να μας δανείσουν τα ωραία τους λεφτουδάκια.
Επιπλέον εμείς δεν είμαστε σαν την Ιαπωνία. Αυτοί έχουν τεράστιο χρέος, πιο μεγάλο από το δικό μας αλλά εσωτερικό. Η αποπληρωμή του παραμένει στη χώρα. Σε εμάς το χρέος είναι προς το εξωτερικό. Τα χρήματα κάνουν φτερά για άλλες πολιτείες. Για να μη λείψει η πολύτιμη ρευστότητα από την οικονομία, θα πρέπει να αναπληρωθεί από τη δημιουργία δανεικών από τις εμπορικές τράπεζες.
Οπότε, καταλήγουμε και πάλι στα ίδια. Αν έχουμε ανάπτυξη, θα ζωντανέψουν οι τράπεζες. Θα αρχίσει να κινείται το χρήμα. Αν όχι, δεν θέλω καν να σκέφτομαι τις συνέπειες.
Όπως και να έχει, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης παίζονται με αξιώσεις και πάλι δύο σενάρια: Το ανοδικό και το πτωτικό. Γιατί μέχρι πρόσφατα είχαμε μόνο το πτωτικό.
Φυσικά δεν ισχυρίζομαι να τρέξουν όλοι να αγοράσουν ελληνικές μετοχές. Πλέον όμως αξίζει τον κόπο να το διερευνήσουμε. Προσωπικά εξακολουθώ να πιστεύω πως ένας συνετός επενδυτής, το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων του θα πρέπει να το έχει τοποθετημένο στις αναπτυγμένες αγορές.
Κυρίως όμως προέχει να είστε προσεκτικοί. Μην κάνετε τα ίδια λάθη. Αμαρτία είναι τα χρήματα να βγαίνουν με κόπο και να χάνονται εύκολα…
* Η παρουσίαση μέσω υπολογιστή της προηγούμενης εβδομάδας των Επενδυτών χωρίς Σύνορα, για το Χρηματιστήριο Αθηνών, είχε πολύ μεγάλη ανταπόκριση. Οι συμμετοχές ξεπέρασαν τις προσδοκίες μας και δυστυχώς αρκετοί μείνανε έξω! Για αυτό όχι μόνο θα την ξανακάνουμε, αλλά σχεδιάζουμε να κάνουμε μια φορά τον μήνα και από μια παρουσίαση, με διαφορετικά θέματα κάθε φορά. Όποιον τον ενδιαφέρουν αυτές οι δωρεάν εκδηλώσεις, ας στείλει e-mail στο [email protected], για να τον ενημερώνουμε πότε θα πραγματοποιούνται.
** Ο κ. Βασίλης Παζόπουλος είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου Επενδυτές χωρίς Σύνορα (www.ependytes.com).
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.