Μέχρι σήμερα, ο δημόσιος διάλογος μονοπωλήθηκε από τα ζητήματα των μνημονίων, των δημοσιονομικών στόχων, του χρέους. Τώρα πρέπει να συζητήσουμε για την επόμενη μέρα της οικονομίας και της χώρας, χωρίς βέβαια να αγνοούμε ότι η προσπάθεια για να ρυθμιστούν οριστικά το χρέος και οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν έχει ολοκληρωθεί.
Τώρα όμως, που η οικονομία κάνει τα πρώτα βήματα ανάκαμψης μετά 8 χρόνια βαθιάς ύφεσης που συνδυάστηκαν με μία πρωτοφανή κρίση αποεπένδυσης, καταστροφής παραγωγικού δυναμικού και απώλειας χιλιάδων θέσεων εργασίας, είναι ανάγκη να πάρουμε τις αποφάσεις που θα διασφαλίσουν ότι δεν θα ξαναζήσουμε καταστάσεις σαν αυτές. Επείγει να συζητήσουμε για το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα μας βγάλει από την κρίση και θα μας οδηγήσει σε μια βιώσιμη οικονομία, με λιγότερες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες.
Για να μπει η χώρα σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης, πρέπει να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση αποεπένδυσης και η παροχή ουσιαστικής ρευστότητας στην οικονομία. Το επενδυτικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε τα χρόνια της κρίσης είναι της τάξης των 80 δισ. Δεν μπορεί να καλυφθεί από τους πόρους του δημοσίου, ούτε βέβαια από τα διάφορα σημαντικά χρηματοοικονομικά εργαλεία που έχουμε εισάγει. Είναι φανερό πως πρέπει να κινητοποιηθεί επίσης ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας και βέβαια το τραπεζικό σύστημα.
Το 2010 έγινε φανερό πια πως χρεοκόπησε το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας, και στη δημόσια και στην ιδιωτική του διάσταση. Ένα υπόδειγμα εσωστρεφές, χαμηλής τεχνολογίας, στηριγμένο στην εσωτερική κατανάλωση και στον υπερδανεισμό, με μόνιμα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και αυξανόμενες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, με όλο και χαμηλότερη προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων.
Το κράτος είχε απαρνηθεί τον επιτελικό του ρόλο. Οι κυβερνήσεις για 10ετίες είχαν μια αμφίσημη στάση ως προς τον κεντρικό προσανατολισμό της οικονομίας: θα έχουμε μια οικονομία χαμηλού κόστους παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών (δηλ. ανταγωνιστική με υπανάπτυκτες χώρες), ή θα στοιχηματίσουμε στην ενσωματωμένη τεχνολογία που θα έχουν τα προϊόντα και οι υπηρεσίες μας, κάτι που είναι δύσκολο μεν αλλά με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης; Για δεκαετίες πορευόμασταν αναποφάσιστοι, έτσι, «χωρίς πρόγραμμα».
Τρία ζητήματα δείχνουν ανάγλυφα το αδιέξοδο του προηγούμενου αναπτυξιακού υποδείγματος:
1ον H οικονομική δομή της χώρας όξυνε το δημογραφικό πρόβλημα. Οι εκτιμήσεις όλων των διεθνών οργανισμών είναι πως μέχρι το 2050 θα υπάρξει τεράστια μείωση του πληθυσμού (κατά 1.200.000 άτομα) και γήρανση καθώς οι άνω των 60 ετών από 32% του πληθυσμού ηλικίας 18-64 σήμερα θα φτάσουν στο 64%.
2ον Οι περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης αλλά και οι πολιτικές απαξίωσης της εργασίας των προηγούμενων ετών προκάλεσαν τη μαζική φυγή, κυρίως νέων επιστημόνων, στο εξωτερικό. Εάν θέλουμε να επιστρέψει το πολύτιμο αυτό ανθρώπινο δυναμικό, θα πρέπει να εκλείψουν οι λόγοι που οδήγησαν στη φυγή του, δηλαδή να μεταβούμε σε μια οικονομία που να στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με υψηλότερη ενσωματωμένη γνώση. Αναμφίβολα, η «Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021» προκρίνει τη στροφή στην «οικονομία της γνώσης», βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αξιοποίηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Όσο θα υλοποιούμε αυτή τη στροφή, τόσο θα αυξάνεται η ζήτηση για καταρτισμένους επιστήμονες υψηλών προσόντων.
3ον Τεράστιες περιφερειακές ανισότητες με υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, οικονομικών δραστηριοτήτων και πολιτικής ισχύος στην Αθήνα. Η Αττική έχει το 48% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ το ΑΕΠ/κεφαλή των περισσότερων περιφερειών φτάνει μόλις το 50% αυτού της Αττικής. Εμείς στοχεύουμε οι Περιφέρειες να λειτουργούν ως ολοκληρωμένα παραγωγικά συστήματα, ώστε κάθε πολίτης αυτής της χώρας, ανεξάρτητα από το πού ζει, να έχει τις ίδιες δυνατότητες προσωπικής ολοκλήρωσης και επαγγελματικής προοπτικής.
Η ελληνική κρίση είναι λοιπόν δομική. Αν συνεχίσουμε να αναπαράγουμε το υπάρχον υπόδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας περνάει μέσα από την αλλαγή του, που δεν είναι μόνο, και πιθανώς δεν είναι κυρίως, μια τεχνικού τύπου μεταβολή. Δεν απαιτείται μόνο καλύτερος σχεδιασμός και προσανατολισμός των πόρων προς νέες κατευθύνσεις (οικονομία της γνώσης), αλλά παράλληλα η χώρα καλείται να αλλάξει ριζικά νοοτροπία, να μετασχηματισθεί ριζικά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα της.
Αναφέρομαι ενδεικτικά στην αναγκαία σημαντική αύξηση του επαγγελματισμού στον δημόσιο τομέα ενάντια στις πελατειακές και αναξιοκρατικές πρακτικές του παρελθόντος, αλλά και στην εξίσου αναγκαία απομάκρυνση του ιδιωτικού τομέα από τη λογική αναζήτησης προσόδων με «εξωοικονομικά», πελατειακά ή ευκαιριακά μέσα και τον επαναπροσανατολισμό προς την ανάληψη κινδύνου και την ανάλογη ανταμοιβή του.
Απαιτείται δε, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, η γενικότερη καλλιέργεια της συνεργασίας, της εμπιστοσύνης, της αναβάθμισης του κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας.
Όλη αυτή η διαδικασία «επανεκπαίδευσης» της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι απλώς προϊόν κάποιων τεχνοκρατικών ρυθμίσεων, και φυσικά δεν μπορεί να είναι «fast track». Χρειάζεται επαρκής χρόνος και ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο ευκαιρία και δικαιολογία διαφυγής για την κυβερνώσα παράταξη.
Βέβαια, κατά κάποιο τρόπο, μια διαδικασία «επανεκπαίδευσης» της κοινωνίας έχει ήδη ξεκινήσει, με την έννοια πως η κρίση προκάλεσε έναν αναστοχασμό σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο και οδήγησε σε ωρίμανση της κοινωνίας και των πολιτών ως προς την καθημερινή στάση τους, τον προγραμματισμό της ζωής τους, αλλά και τη σχέση τους με το κράτος και το πολιτικό σύστημα.
Σήμερα οι πολίτες είναι περισσότερο απαιτητικοί απέναντι στο κράτος και τον διοικητικό μηχανισμό, και ταυτόχρονα περισσότερο καχύποπτοι απέναντι στις παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Από την άλλη, επαναπροσδιορίζουν τα πρότυπα ζωής και κατανάλωσης, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και παραγωγικής δράσης, καθώς και ερευνητικά εγχειρήματα που βασίζονται στις αξίες της ατομικής προσπάθειας και ευθύνης αλλά και της συλλογικής συνεργασίας.
Η όποια βελτίωση του ΑΕΠ θα είναι καταδικασμένη, αν δεν συνοδεύεται από συνολικότερη αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, βελτίωση της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Γι’ αυτό άλλωστε, ακόμη και εάν δεχθεί κανείς πως το 2014 υπήρχε μια δυναμική ανάπτυξης, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, αυτή η δυναμική στηριζόταν σε πήλινα πόδια. Το παλιό παραγωγικό και συμπεριφορικό υπόδειγμα της χώρας, ακόμη και εάν φαινόταν προς στιγμή πως βελτίωνε τους δείκτες του, θα οδηγούνταν πάλι πολύ σύντομα στα ίδια αδιέξοδα.
Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός της κυβέρνησης βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα: αντιμετωπίζει τις δομικές παθογένειες, αλλά και ανοίγεται στο μέλλον, με ορίζοντα την τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας μας, την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, την ανάδειξη όλων των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας για τη δημιουργία και προσέλκυση επενδύσεων.
Με δεδομένο πως η αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας δεν αλλάζει εύκολα ή ξαφνικά, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως θα πρέπει να ακολουθήσουμε συνειδητά και προσεκτικά ένα μακρύ και επίπονο δρόμο, που εκτός από την έξοδο από την επιτήρηση σε ένα χρόνο από τώρα, θα μας φέρει σε μια οικονομική και διεθνή θέση που θα επιτρέψει να ατενίζουμε πιο αισιόδοξα το μέλλον.
* Ο κ. Λόης Λαμπριανίδης είναι Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.