Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρούμε να αναδείξουμε τη λογική που βρίσκεται πίσω από τις βασικούς στόχους της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής (ΕΑΣ 2021), τους οποίους και παραθέτουμε, χωρίς ιεράρχηση:
· Μείωση ανεργίας και αποκατάσταση συνθηκών πλήρους απασχόλησης
· Αναστροφή της πληθυσμιακής γήρανσης και της μείωσης του πληθυσμού
· Αντιμετώπιση του φαινομένου της εκροής των υψηλής κατάρτισης εργαζομένων (brain drain)
· Ενεργή πολιτική στήριξης-προσέλκυσης επενδύσεων (εγχώριων και ξένων), αναβάθμισης επιχειρήσεων καθώς και βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος
· Μείωση της φτώχειας και των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων
· Περιβαλλοντικός επανασχεδιασμός της οικονομίας.
Οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να αναχθούν σε ένα υπέρτερο, αλλά ότι είναι σε μεγάλο βαθμό αυτόνομοι και θα πρέπει να επιδιωχθούν εκ παραλλήλου και ισότιμα. Ας διευκρινισθεί επίσης προκαταβολικά ότι η αναγκαία προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των ανωτέρω στόχων είναι η επίτευξη ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ που θα επιτρέπουν την ανάκτηση του χαμένου -λόγω κρίσης- εδάφους και την επάνοδο της εθνικής οικονομίας σε τροχιά σύγκλισης προς το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Φυσικά, για να επιτευχθούν, είναι αναγκαίο να προηγηθεί η ρύθμιση του χρέους κατά τρόπο που αφενός θα είναι αποδεκτός από τις αγορές και αφετέρου θα δίνει επαρκή «δημοσιονομικό χώρο» προκειμένου να μην συνθλίβεται η αναπτυξιακή προσπάθεια. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του ΑΕΠ είναι αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων, όχι όμως απαραίτητα και ικανή, μιας και χρειάζονται περαιτέρω ειδικές παρεμβάσεις.
Μια τυπική νεοφιλελεύθερη, οικονομικά ορθόδοξη αναπτυξιακή στρατηγική θα μπορούσε από όλους τους παραπάνω στόχους να περιλαμβάνει μόνο εκείνον της «ενεργούς πολιτικής στήριξης - προσέλκυσης επενδύσεων», ο οποίος αφορά μεταξύ άλλων και τη δημιουργία υποδομών, την παροχή σειράς δημοσίων αγαθών, τη σταδιακή απορρύθμιση-απελευθέρωση κ.λπ., που θεωρείται πως θα οδηγούσε αυτόματα σε αύξηση του ΑΕΠ.
Η αύξηση του ΑΕΠ οδηγεί κατόπιν σωρευτικά σε μείωση της ανεργίας, σε διακοπή της εκροής υψηλής κατάρτισης εργαζομένων (ποιος ο λόγος μετανάστευσης όταν υπάρχουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στην πατρίδα;) και τέλος σε σχεδόν αυτόματη, έστω και με κάποια καθυστέρηση, αποκατάσταση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων και καταπολέμηση της φτώχειας.
Η καταπολέμηση της ανεργίας
Ας εξετάσουμε όμως ένα προς ένα τα παραπάνω σημεία, αρχίζοντας από τον στόχο «καταπολέμηση της ανεργίας». Αντίθετα από τις αναμονές της νεοφιλελεύθερης σχολής, ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτόματα μέσω της αύξησης του ΑΕΠ.
Αφενός, για λόγους καθαρά κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς η εξώθηση ανθρώπων στην ανεργία είναι ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά δεινά που δεν μπορεί να αγιάζει κανέναν σκοπό, ενώ η γενικευμένη απουσία κοινωνικής δικαιοσύνης έχει επιπτώσεις σε μια σειρά θεσμικά και κοινωνικά υποσυστήματα.
Αφετέρου, σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, η μακροχρόνια ανεργία ενός τόσο μεγάλου ποσοστού του εργατικού δυναμικού (>20%) έχει πολλαπλά αρνητικά επακόλουθα: απαξιώνει πνευματικά και από άποψη τεχνικών ικανοτήτων όσους ατυχείς είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε αυτήν, με αποτέλεσμα ένα όλο και χαμηλότερης ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, συμβάλλει στην επίταση της φυγής υψηλής κατάρτισης εργαζομένων (brain drain), οι οποίοι θα έπρεπε να αποτελούν την αιχμή στην προσπάθεια της χώρας να μεταστραφεί προς ένα μοντέλο οικονομίας της γνώσης, ενώ ακόμη υπονομεύει το δημογραφικό μέλλον μας, μιας και εκτός από αιτία μετανάστευσης, αποτελεί και τροχοπέδη για τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Το τελικό αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η μείωση ή/και η ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου και του κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας, με συντριπτικά αποτελέσματα επί της οικονομικής ανάπτυξης.
Απαιτείται, επομένως, μια ενεργή πολιτική καταπολέμησης της ανεργίας με επιθετικές κρατικές πολιτικές, ιδίως σε σχέση με τους μακροχρόνια ανέργους – πολύ περισσότερο δραστική απ’ ό,τι έχουν επιτρέψει αυτά τα χρόνια οι μνημονιακές πολιτικές που σε γενικές γραμμές κινούνται κοντά στο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα.
Ο στόχος «Αναστροφή της πληθυσμιακής γήρανσης και της μείωσης του πληθυσμού», ο οποίος αναφέρεται στα πολλά και σημαντικά δημογραφικά προβλήματα που η χώρα ήδη εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει και που δυστυχώς αναμένεται να οξυνθούν στο μέλλον.
Τα δημογραφικά ζητήματα ουδέποτε αναδεικνύονται στη νεοφιλελεύθερη οικονομική σχολή σκέψης, η οποία θεωρεί ότι η αγορά βρίσκει την κατάλληλη ισορροπία και σε ό,τι αφορά την επιθυμητή δημογραφική προοπτική, καθώς ο μακροχρόνιος εξω-αγοραίος προγραμματισμός βρίσκεται σαφώς εκτός του ορίζοντα της.
Αν δεν αναληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για το πρόβλημα αυτό, που αγνοείται συστηματικά, θα ακολουθήσουμε το δυστυχές παράδειγμα των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Κανένας υποτιθέμενος αυτοματισμός της αγοράς δεν μπορεί να επιλύσει αυτό το μείζον πρόβλημα. Απαιτείται εκτεταμένη κοινωνικο-πολιτική διαβούλευση για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, που επειδή θα είναι μακράς διάρκειας, θα πρέπει να τύχουν και της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεσης.
Μια εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη δεν μπορεί να επαφίεται στους αυτοματισμούς της αγοράς.
Αντίθετα, στόχος είναι να αξιοποιηθούν τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματά μας και να δημιουργηθούν νέα, με μοχλό ένα υψηλής κατάρτισης ανθρώπινο δυναμικό που θα μπορεί να εργάζεται και να δημιουργεί με αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Απαιτούνται, επομένως, επίσης ενεργητικές πολιτικές συγκράτησης της διαρροής κυρίως υψηλής κατάρτισης επιστημόνων, αλλά και πολιτικές που θα επιτρέπουν σε όσους η ανάγκη έχει διώξει να δημιουργούν γέφυρες διασύνδεσης με την πατρίδα, ώστε να καλλιεργούνται οι προϋποθέσεις επιστροφής τους ή έστω μιας αμοιβαίας επωφελούς αξιοποίησής τους εκεί όπου βρίσκονται και δραστηριοποιούνται.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο στόχος «Αντιμετώπιση του φαινομένου της εκροής των υψηλής κατάρτισης εργαζομένων» τίθεται ψηλά στις προτεραιότητές μας και έχουμε ήδη επεξεργασθεί το πρόγραμμα «Επιλέγουμε Ελλάδα χτίζοντας γέφυρες γνώσης και συνεργασίας» (http://www.knowledgebridges.gr/) που στόχο έχει να διευκολύνει τη συνεργασία των Ελλήνων πτυχιούχων που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό με την ελληνική οικονομία.
Είναι προφανής η κρισιμότητα του στόχου για «ενίσχυση επιχειρηματικότητας, ενεργό προσέλκυση επιχειρήσεων και δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος». Σε αυτό το σημείο, και μιλώντας για ευρύτερες συναινέσεις, υπάρχουν σημεία επαφής και με τη νεοφιλελεύθερη οπτική, τουλάχιστον επί της αρχής, αν και με πολλές αποκλίσεις στην εξειδίκευση των πολιτικών που πρέπει να επιλεγούν. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: μεταξύ άλλων απαιτείται η «εκπαίδευση» και ενθάρρυνση μια νέας ιδίως γενιάς επιχειρηματιών στην ανάληψη υγιούς επιχειρηματικού κινδύνου και στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων, τεχνολογικά προηγμένων και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων και υπηρεσιών, προκειμένου και αυτοί με τη σειρά τους να κατανοήσουν ότι η παλιά κρατικοδίαιτη και ευκαιριακή επιχειρηματικότητα είναι πλέον οριστικά νεκρή.
Η δική μας αντίληψη, και εδώ επίσης διαφοροποιείται ουσιαστικά από το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα, αν και επιδιώκει να προσελκύσει μεγάλες επενδύσεις, δεν τις θεωρεί ωστόσο αναγκαστικά ποιοτικά καλύτερες από τη μεγάλη πλειονότητα των υγιών μικρομεσαίων και δεν σκοπεύει να τις υπερ-ενισχύσει έναντι των υπολοίπων.
Αντίθετα, θεωρεί ότι το μικρό μέγεθος, αλλά και η νεοφυής επιχειρηματικότητα, αποτελούν προνομιακό χώρο οικονομικής δράσης που θα πρέπει να απολαμβάνει εξίσου και περισσότερο τη στήριξη με δημόσιους πόρους, υλικούς και θεσμικούς. Φυσικά δίνεται κεντρική σημασία και σε κάθε είδους συνεργασίες, ώστε το μικρό μέγεθος να μην αποτελεί ανασταλτικό αναπτυξιακό παράγοντα. Τα παραπάνω ήδη υλοποιούνται μέσα από τα προγράμματα ενίσχυσης του νέου αναπτυξιακού νόμου.
Όσον δε αφορά τον στόχο της «μείωσης των κοινωνικών/περιφερειακών ανισοτήτων και της φτώχειας» η (νεο-)φιλελεύθερη οικονομική θεωρία έχει υιοθετήσει την ιδέα της αυτόματης «διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω» [1].
Το κρίσιμο σημείο σε αυτήν τη σύλληψη δεν είναι, επομένως, τα ζητήματα διανομής του δημιουργούμενου πλούτου, αλλά αυτή καθεαυτή η δημιουργία του.
Η παραπάνω οικονομική σχολή υποθέτει ότι πρωτεύον στοιχείο είναι η δημιουργία του πλούτου μέσα από την παροχή των κατάλληλων κινήτρων και περιβάλλοντος στους επιχειρηματίες και ο περιορισμός της δημόσιας παρέμβασης στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο. Έτσι, θεωρεί ότι αναπόφευκτα θα υπάρξει δημιουργία επαρκούς πλούτου o οποίος κατόπιν, περίπου αυτόματα, θα διαχυθεί «προς τα κάτω», ώστε όλη η κοινωνία τελικά θα απολαύσει τα αναπτυξιακά ευεργετήματα.
Πέρα από τις προφανείς πολιτικές και ιδεολογικές ενστάσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της ανεργίας, της φτώχειας και των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, ο παραπάνω αυτοματισμός καθόλου δεν επιβεβαιώθηκε τα τελευταία 30-35 χρόνια.
Επιπλέον, είναι ευρέως παραδεκτό ότι η μεγάλη ανισότητα και η φτώχεια, πέρα από την προφανή κοινωνική αδικία που προκαλεί και αναπαράγει, είναι επίσης αντιαναπτυξιακή όπως υποδεικνύουν τα σχετικά οικονομικά στοιχεία που αφορούν τον αναπτυγμένο κόσμο κατά τα τελευταία 30 χρόνια κατίσχυσης του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος. Απαιτείται, επομένως, να καταστεί η «διόρθωση» των ανισοτήτων κεντρικός αναπτυξιακός στόχος.
Το περιβάλλον
Ας κλείσουμε αυτό το σημείωμα επισημαίνοντας και την προφανή κρισιμότητα του στόχου για τον «Περιβαλλοντικό επανασχεδιασμό της οικονομίας». Η αναγκαιότητα για περιβαλλοντικές παρεμβάσεις αναγνωρίζεται σε κάποιο βαθμό από τις ορθόδοξες οικονομικά οπτικές, αν και κατά κανόνα διστακτικά και, σε τελική ανάλυση, μόνο με την προϋπόθεση ότι διατίθενται λύσεις με ελάχιστο οικονομικό κόστος και μίνιμουμ κρατική παρέμβαση. Σε καμία περίπτωση όμως οι ορθόδοξες οικονομικά οπτικές δεν κατανοούν τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό ως βασική συνιστώσα μιας βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας.
Και σε αυτήν την περίπτωση, ο «φονταμενταλισμός» της αγοράς υπαγορεύει την αναζήτηση λύσεων μόνο ή κυρίως μέσω αυτής και ιδίως μέσα από τις διάφορες τεχνολογικές επινοήσεις που επικαθορίζονται από το κίνητρο του κέρδους και από την ΄δεδομένη’ ικανότητα της αγοράς να μετασχηματίζει τα ιδιωτικά οφέλη σε κοινωνικά.
* Ο κ. Λόης Λαμπριανίδης είναι Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων
[1] Στα μεταπολεμικά χρόνια χρησιμοποιείται ο σχετικά ουδέτερος όρος «trickle down effect», αλλά παλιότερα πολλοί άλλοι, όπως το πολύ δηκτικότερο «Horse and Sparrow Theory» ήταν σε χρήση γύρω στα 1890 στις ΗΠΑ (δηλ. η θεωρία σύμφωνα με την οποία το επαρκές τάισμα του αλόγου με πίτουρα θα κάλυπτε και τις ανάγκες του σπουργιτιού μέσα από τα περιττώματά του). Στα μεσοπολεμικά χρόνια, και κυρίως στη Μ. Βρετανία, οι ιδέες αυτές παρουσιάζονταν σε εξίσου εύγλωττους αν και όχι υποτιμητικούς τίτλους, όπως «Treasury view» και «Liberal Toryism», ενώ στα χρόνια μετά το 1980 αποτέλεσαν θεμελιώδες τμήμα των λεγόμενων «Reaganomics», «Bushnomics» ή επί το επιστημονικότερο «Supply Side Economics».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.