Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η Ευρώπη χάνει το τρένο της επιχειρηματικότητας!

Από 17 το 2006, μόλις δέκα χρόνια μετά, μόνον τέσσερις εταιρείες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται μεταξύ των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων στον κόσμο. Γιατί η Ευρώπη έμεινε... πίσω. Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Η Ευρώπη χάνει το τρένο της επιχειρηματικότητας!

Η Ευρώπη -αν και παραμένει πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο, με ποσοστό συμμετοχής 21% στις παγκόσμιες εισαγωγές-εξαγωγές έναντι 27% που είχε πριν 20 χρόνια- σημειώνει κάμψη η οποία αντικατοπτρίζεται και στη διεθνή εταιρική της παρουσία.

Στις 20 μεγαλύτερες σε κεφαλαιοποίηση εταιρείες στον κόσμο, οι 11 πρώτες είναι αμερικανικές, με 4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ακολουθεί η ελβετική Nestle, με 239 δισεκατομμύρια δολάρια, και η λίστα κλείνει με την επίσης ελβετική Roche, με 214 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι υπόλοιπες 7 εταιρείες χωρίζονται σε 3 κινεζικές και 4 αμερικανικές.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι στις 10 πιο κερδοφόρες εταιρείες του κόσμου, όπου πρώτη είναι η Apple με 53,4 δισεκατομμύρια δολάρια κέρδη το 2015, δεν υπάρχει καμία ευρωπαϊκή, ενώ φιγουράρουν 4 κινεζικές εταιρείες με 141 δισεκατομμύρια δολάρια καθαρά κέρδη όλες μαζί. Στις δε μεγάλες από κάθε άποψη εταιρείες, κυριολεκτικά σαρώνουν αυτές της υψηλής τεχνολογίας -με μοναδική εξαίρεση τον αμερικανικό γίγαντα του λιανεμπορίου Wal-Mart, που με 460 δισεκατομμύρια δολάρια τζίρο και 2.300.000 άτομα προσωπικό κατέχει την πρώτη θέση στις κατατάξεις κύκλου εργασιών και απασχόλησης.

Στο πλαίσιο αυτών των μεγεθών, το βρετανικό περιοδικό Εκόνομιστ επισημαίνει ότι «οι παραδοσιακοί πρωταθλητές βαρέων βαρών της Γηραιάς Ηπείρου έχουν φθάσει πλέον να θεωρούνται μικρομεσαίοι περαστικοί». Γιατί, όμως; Τι πάει στραβά;

Ο μύθος λέει ότι οι πραγματικοί ήρωες της παγκοσμιοποίησης είναι οι πολυεθνικές εταιρείες, δηλαδή αυτές που φεύγουν από τα εθνικά τους σύνορα και ανοίγουν αγορές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Έτσι, αρχικά, η έδρα τους μπορεί να εξακολουθεί να βρίσκεται στη χώρα όπου ιδρύθηκαν, αλλά μεγάλο μέρος των εγκαταστάσεων παραγωγής και έρευνας βρίσκεται σε άλλες χώρες, απασχολώντας εργαζόμενους -πολλοί εκ των οποίων στα ανώτατα κλιμάκια- από όλο τον κόσμο. Σε αυτή την εποχή, όπου το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, οι εθνικές πολιτικές απέναντι στα ξένα κεφάλαια είναι στην καλύτερη περίπτωση αναποτελεσματικές και αντιπαραγωγικές στη χειρότερη.

Γιατί; Μα, διότι αρκετές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τις ξένες επενδύσεις με εθνικά κριτήρια, γεγονός όχι πάντα θετικό για τον επενδυτή. Πόση αλήθεια περιέχει αυτή η άποψη; Στην απάντηση, τα πράγματα περιπλέκονται και, ως φαίνεται, στο επίπεδο αυτό η εταιρική Ευρώπη έχει πρόβλημα επιρροής -και σοβαρό μάλιστα.

«Οι ευρωπαϊκές εταιρείες», μας λέει η καθηγήτρια Σούζαν Μπέργκερ, που διδάσκει πολιτική οικονομία στο ΜΙΤ, «είναι αργές στις αποφάσεις τους, διστακτικές στην έρευνα και ανάπτυξη και έτσι καθυστερούν σε καινοτομίες. Κατά συνέπεια, σε κρίσιμες φάσεις δεν έδειξαν την απαραίτητη προθυμία να ανοίξουν σε αλλαγές. Πρέπει να πω ότι οι ιστορικές διαφορές στους τρόπους με τους οποίους αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, και που αναπτύσσεται σήμερα στην Κίνα, παίζουν μεγάλο ρόλο στη χρησιμοποίηση και άρα στην απόδοση των πόρων που δημιουργούν αξίες και υπεραξίες».

Πέρα, όμως, από τα θεμελιώδη, η δημόσια πολιτική και οι εγχώριοι θεσμοί βοηθούν στη διαμόρφωση ιδιαίτερων εταιρικών ικανοτήτων σε κάποιες χώρες και όχι σε άλλες. Οι δεξιότητες του εργατικού δυναμικού, η τεχνογνωσία για τη δημιουργία προμηθευτικών δικτύων, οι στενές σχέσεις με τις τράπεζες, η συνεργασία με άλλους στον ίδιο βιομηχανικό τομέα, είναι σταθερά πλεονεκτήματα που δημιουργήθηκαν με μεγάλη συμμετοχή δημοσίων πόρων.

«Οι δημόσιοι πόροι», υποστήριξε σε πρόσφατη ομιλία της στην Αθήνα η καθηγήτρια Μαριάνα Ματσουκάτο, συγγραφέας του βιβλίου «Το Επιχειρηματικό Κράτος» (εκδ. Κριτική), «παίζουν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της καινοτομίας και της ενδυνάμωσης του ανθρώπινου παράγοντα, που είναι και οι βασικοί παράγοντες μίας πετυχημένης αναπτυξιακής πολιτικής».

Ωστόσο, πέρα από τις παρατηρήσεις αυτές (οι οποίες πρέπει να πούμε ότι στηρίζονται σε συγκεκριμένες έρευνες), το Εκόνομιστ έχει εντοπίσει και κάποιες άλλες αιτίες, που σίγουρα θα πρέπει να μελετηθούν σε βάθος.

«Ο αργός ρυθμός στην Ευρώπη», γράφει το γνωστό περιοδικό, «σίγουρα δεν έχει βοηθήσει την κατάσταση, ενώ ένα ισχυρό δολάριο έχει κάνει τις αξίες των αμερικανικών εταιρειών στα ενδότερα της Αμερικής πιο ισχυρές. Όμως, τέσσερις ακόμη παράγοντες εξηγούν επίσης την πτώση.

"Αρχικά, η Ευρώπη διάλεξε τις λάθος επιχειρήσεις. Επικεντρώθηκε σε παλιούς κλάδους, όπως των πρώτων υλών, του σίδηρου-χάλυβα και τον τραπεζικό, κλάδους στους οποίους νέοι κανόνες έχουν επιφέρει ύφεση στον διασυνοριακό δανεισμό. Η Ευρώπη έχει επίσης κάνει βήματα προς τα πίσω σε ό,τι αφορά την τεχνολογία -δεν έχει δημιουργήσει εταιρείες ανάλογης κλίμακας με το Facebook ή την Google...

Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι η Ευρώπη επικεντρώθηκε στα λάθος μέρη του κόσμου. Οι επιχειρήσεις της ηπείρου εστιάζουν την προσοχή τους σε αναπτυσσόμενες αγορές, από τις οποίες και προκύπτει το 31% των εσόδων τους, σύμφωνα με τη Morgan Stanley.

Τρίτον, η Ευρώπη σταμάτησε να κλείνει συμφωνίες, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος συνέχισε να προχωράει στην κατεύθυνση της συγκέντρωσης...

Τέλος, η λιγότερο επιθετική στάση των Ευρωπαίων διευθυντικών στελεχών σε ό,τι αφορά στην αξία που περιέρχεται στα χέρια των μετόχων, θα μπορούσε να εξηγεί τη διαφορά στις χρηματιστηριακές αξίες μεταξύ των επιχειρήσεων της Ευρώπης και της Αμερικής. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες δημιουργούν μικρότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων και επιστρέφουν λιγότερα μετρητά στους μετόχους τους μέσω μερισμάτων και επαναγορών μετοχών. Αυτό θα μπορούσε να εξηγεί γιατί για κάθε δολάριο αναμενόμενου κέρδους, καθώς και επενδεδυμένου κεφαλαίου, οι ευρωπαϊκές εταιρείες λαμβάνουν χαμηλότερη αξιολόγηση.

"Μία απάντηση σε όλα αυτά είναι πως το μέγεθος αποκλειστικά και μόνον δεν είναι το ίδιο πράγμα με την παγκόσμια επιρροή. Αρκετές από τις πιο επικερδείς αμερικανικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των AT&T και Berkshire Hathaway, λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό της Αμερικής. Πολλές άλλες έχουν αποκτήσει πελώρια μεγέθη λόγω της δραστηριότητάς τους μέσα στη χώρα, είναι όμως πιο αδύναμες στο εξωτερικό...».

Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Ινδό σύμβουλο επιχειρήσεων Ταχέ Μεντί, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες σε αρκετές περιοχές του κόσμου με τον κινεζικό κρατικό καπιταλισμό -ο οποίος, για παράδειγμα, απέχει κάποια έτη φωτός από τις ευρωπαϊκές αντιμονοπωλιακές συνθήκες. Χρησιμοποιεί έτσι πρακτικές που οι Ευρωπαίοι αποφεύγουν, με αποτέλεσμα να κερδίζει μερίδια αγοράς και επιρροής εις βάρος τους.

«Οι ευρωπαϊκές εταιρείες», τονίζει ο καθηγητής Ζαν-Φρανσουά Φιορινά, υποδιευθυντής στη Σχολή Μάνατζμεντ της Γκρενόμπλ στη Γαλλία, «υστερούν για την ώρα σε γεωπολιτικές επιλογές και αυτό είναι μειονέκτημά τους. Με διαφορετικά λόγια, δεν αναλαμβάνουν εύκολα μη μετρήσιμους κινδύνους, όπως τους περιγράφει και ο εμπνευστής του όρου, οικονομολόγος Φρανκ Νάιτ».

Επιβεβαιώνεται, από την άποψη αυτή, εν μέρει μία όχι πολύ γνωστή τοποθέτηση του Τζον Μέιναρντ Κέινς, που υποστήριζε ότι οι επιχειρηματίες έχουν ένα διαφορετικό σύνολο από αυταπάτες σε σχέση με τους πολιτικούς και γι' αυτό απαιτούν διαφορετικό χειρισμό. Σε κάθε περίπτωση δε, είναι ηπιότεροι από τους πολιτικούς, ενώ σαγηνεύονται και ταυτοχρόνως τρομοκρατούνται από την αίγλη της δημοσιότητας.

«Αν, υπό αυτές τις συνθήκες, η Ευρώπη θέλει να δημιουργήσει επιχειρήσεις με ισχυρή παγκόσμια επιρροή, θα πρέπει να περιορίσει τον επιχειρηματικό εθνικισμό της και να επαναθεωρήσει τη σκληρή αντιμονοπωλιακή της προσέγγιση», προτείνει το Εκόνομιστ.

Μπορούν όμως όλα αυτά να γίνουν με την απαιτούμενη ταχύτητα, σε μία Γηραιά Ήπειρο που δείχνει να έχει χάσει τον βηματισμό της;

Περιοριζόμεθα να απαντήσουμε: κανείς δεν ξέρει!


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v