Διαβάζω το τελευταίο διάστημα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, διάφορες περισπούδαστες αναλύσεις, που ουσιαστικά είναι υπέρ μιας ευρείας στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, προκειμένου «να καταστραφεί το ISIS».
Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία, ότι τα στρατιωτικά μέσα των ΗΠΑ, της Ευρώπης κι ενδεχομένως της Ρωσίας, επαρκούν για μια «άνετη» νίκη στο πεδίο της μάχης.
Όπως αποδείχτηκε όμως, τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν (όχι μόνο στην περίπτωση των ΗΠΑ πρόσφατα, αλλά και της Ρωσίας παλαιότερα), η νίκη στο πεδίο της μάχης δεν αξίζει τίποτε, αν δεν υπάρχει είτε η διάθεση της απόλυτης κατάκτησης και κατοχής αυτών των εδαφών, είτε μια ΒΙΩΣΙΜΗ διάδοχη κατάσταση που θα δώσει μακροπρόθεσμη λύση.
Ατυχώς, στην περίπτωση της Συρίας και του Ιράκ (οι συρράξεις σε αυτές τις δύο περιοχές είναι σήμερα αλληλένδετες), δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο. Το γιατί οι δημοκρατικές δυνάμεις της Δύσης δεν θα ήθελαν και δεν θα μπορούσαν να εμπλακούν στη μακροχρόνια κατοχή ισλαμικών εδαφών είναι, νομίζω, προφανές.
Το κόστος, κι όχι μόνο σε αίμα, θα ήταν δυσβάστακτο, το χρονικό διάστημα θα μπορούσε να μετρηθεί σε δεκαετίες. Είναι δε σχεδόν βέβαιο ότι και η Ρωσία δεν θα τολμούσε να πρωταγωνιστήσει σε μια τέτοια περιπέτεια, ακόμη και με την υποστήριξη της Δύσης, ακόμη κι αν έκλεινε το ανοικτό θέμα της Ουκρανίας. Διότι, πέρα από κάποιους άλλους παράγοντες, κάτι τέτοιο θα την καθιστούσε στην πορεία «αιχμάλωτη» της καλής θέλησης των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Σχεδόν το ίδιο ανέφικτη εμφανίζεται σήμερα και η εύρεση διάδοχης κατάστασης. Μετά από κάποια χρόνια πολέμου, είναι προφανές ότι οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από τη Δύση είναι απλές μαριονέτες, χωρίς ιδιαίτερη απήχηση στον εγχώριο πληθυσμό (εν μέρει εξαιτίας της επαμφοτερίζουσας διάθεσης που έδειξαν οι ΗΠΑ, εν μέρει διότι οι πάντες πλέον γνωρίζουν ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν έχουν «στομάχι» για μακροχρόνιες αιματοχυσίες και φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα μείνουν ξεκρέμαστοι, εν μέρει για πολιτισμικούς-θρησκευτικούς λόγους) ενώ το καθεστώς Άσαντ, κάποτε κυρίαρχο, είναι πια σκιά του εαυτού του.
Περίπου τα ίδια ισχύουν και στο Ιράκ.
Η πιο ισχυρή δύναμη που θα μπορούσε ίσως να καλύψει το κενό, ασκώντας την εξουσία του με μεσανατολικές μεθόδους, είναι οι σιίτες μουσουλμάνοι, που υποστηρίζονται από το Ιράν. Γεγονός που θα προξενούσε όμως ισχυρούς κραδασμούς, όχι μόνο στο γειτονικό Ισραήλ αλλά και σε όλη τη σουνιτική Αραβία, τη στιγμή που είναι πια αντιληπτό ότι σε ορισμένες από αυτές τις χώρες θεριεύουν εδώ και χρόνια οι ημιεπίσημες δίοδοι στρατολόγησης και ενίσχυσης της πιο ακραίας μορφής σουνιτικού ισλαμικού φονταμενταλισμού, είτε λέγεται Αλ Κάιντα, είτε ISIS.
Για παραπλήσιους λόγους, οιαδήποτε απόπειρα περαιτέρω ενίσχυσης των Κούρδων, προκειμένου να παίξουν ουσιαστικότερο ρόλο, καθώς αποτελούν μάλλον τον πλέον «αξιόπιστο» σύμμαχο της Δύσης στην περιοχή, συναντά τη σθεναρή αντίσταση της Τουρκίας.
Είναι πια αργά για τη Δύση (και βεβαίως τις ΗΠΑ) να αναλογιστούν ότι ίσως τελικά τα Μπααθικά καθεστώτα, όπως αυτό του Σαντάμ και του Άσαντ, ή αυτό του Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, να ήταν το «μικρότερο κακό», σε σύγκριση με τον ισλαμικό νιχιλισμό της ISIS.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι μια νέα εκστρατεία χριστιανικών δυνάμεων, στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα πραγματικό «ιερό πόλεμο» (τζιχάντ) σε παγκόσμια κλίμακα. Κι αυτό, την ώρα που είναι πασίγνωστο, τουλάχιστον σε όσους ασχολούνται συστηματικά με τέτοιου είδους θέματα, ότι στο Πακιστάν (που είναι μεταξύ άλλων και πυρηνική δύναμη) οι ισορροπίες είναι εδώ και πολλά χρόνια εξαιρετικά εύθραυστες. Κι ότι το ενδεχόμενο μιας ισλαμικής εξέγερσης καιροφυλακτεί.
Είναι δε σχεδόν βέβαιο, ότι εκεί ακριβώς αποσκοπούν και τα κτυπήματα των φανατικών ισλαμιστών, όπως το πρόσφατο στο Παρίσι. Στην όσο το δυνατόν πιο άμεση εμπλοκή των «απίστων», γεγονός που θα εκτοξεύσει τη στρατολόγηση «πιστών», ανά τον κόσμο, απέναντι στη «νέα σταυροφορία» κατά του Ισλάμ κι ενδεχομένως να οδηγήσει σε άλλες εξεγέρσεις.
Το βαθύτερο πρόβλημα στην περιοχή αφορά στο γεγονός ότι η Συρία όπως και το Ιράκ δεν είναι ομοιογενή κράτη με παράδοση και ισχυρή εθνική ταυτότητα, αλλά κράτη που «κατασκευάστηκαν» από τις Δυτικές δυνάμεις με εντελώς τεχνητά σύνορα, που δεν αντικατοπτρίζουν εθνική και θρησκευτική ομοιογένεια. Ως αποτέλεσμα αυτού, διευκολύνονται οι εντάσεις και οι φυγόκεντρες τάσεις, όταν δεν υπάρχει ηγεμονικό καθεστώς ικανό να τις συμπιέσει.
Όπως και στην περίπτωση του Ιράκ, ίσως η μόνη λύση που θα μπορούσε να προσφέρει διάρκεια αφορά στον διαμελισμό της Συρίας, με τρόπο που θα διασφάλιζε περισσότερη ομοιογένεια, κατά περιοχή.
Εύκολο να το λες, πολύ πιο δύσκολο όμως να συμβεί καθώς κάτι τέτοιο προϋποθέτει και σε αυτή την περίπτωση, την εγκαθίδρυση ενός σιιτικού Ιράκ, με «πόδι» και στη σημερινή Συρία, που θα ενίσχυε πολύ το ήδη περιφερειακά ισχυρό Ιράν (που έχει τις δικές του διασυνδέσεις με τη Χεσμπολάχ στον Λίβανο, αλλά και πλούσια ιστορία ευρύτερων διασυνδέσεων με την τρομοκρατία), διαταράσσοντας την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και του Ισραήλ.
Αυτός ήταν άλλωστε ένας από τους λόγους που ο πρώτος πρόεδρος Μπους, πολύ εξυπνότερος από τον υιό του, ουδέποτε ολοκλήρωσε τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο, αφήνοντας τον Σαντάμ στη… θέση του, στη λογική του «διαίρει και βασίλευε».
Ταυτόχρονα δε, ο διαμελισμός του Ιράκ και της Συρίας προϋποθέτει de facto και την εγκαθίδρυση ενός ενιαίου κουρδικού κράτους, που θα περιλαμβάνει και μεγάλο μέρος του πλούσιου σε πετρέλαια Βόρειου Ιράκ, προκαλώντας ρίγη στην Τουρκία.
Και πάλι όμως θα προκύψει το ερώτημα, ποιες δυνάμεις θα ελέγχουν τις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ και της Συρίας, όπου και βρίσκεται η βασική ρίζα ισχύος της ISIS, καθώς οι βασικοί υποστηρικτές του Άσαντ ανήκουν στην ισλαμική σέχτα των αλαβιτών, που έχει περισσότερα κοινά σημεία με τους σιίτες παρά με τους σουνίτες μουσουλμάνους.
«Γρήγορες» λύσεις λοιπόν δεν φαίνεται να υπάρχουν, πέρα από μια σειρά κινήσεων που θα είχαν ως βασικό στόχο τον περιορισμό της υλικής και οικονομικής ισχύος του ISIS. Κι αν βρεθούν λύσεις στην πορεία του χρόνου, θα έχουν πολύ μεγαλύτερη σχέση με τη δυνατότητα της πολιτικής και της διπλωματίας να βρουν κοινούς τόπους μεταξύ των βασικών παικτών που αντιμάχονται μέσω «ενδιαμέσων» στην περιοχή, παρά με τη δύναμη των όπλων. Η τελευταία βεβαίως μπορεί να παίξει υποστηρικτικό ρόλο, όπως πάντα συνέβαινε και μάλλον πάντα θα συμβαίνει…
Αυτή είναι η δυσάρεστη κατάσταση με την οποία θα πρέπει να ζήσουμε στο εξής. Και μια βεβιασμένη στρατιωτική επέμβαση «χριστιανικής προελεύσεως» απλά θα την κάνει πολύ χειρότερη.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.