Στόχος του κειμένου που ακολουθεί είναι να τροφοδοτήσει τη συζήτηση που τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί σε σχέση με το δημόσιο χρέος της χώρας, με δεδομένο ότι ανέρχεται σε ύψος 317 δισ. ευρώ (177,1% του ΑΕΠ) στο τέλος 2014 και η διάταξή του (μελλοντικές καταβολές τόκων και χρεολυσίων) καθιστά δραματικά δυσχερή την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με ταχείς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Αν και η ιστορία του δημόσιου χρέους έχει παράλληλη πορεία με εκείνη του ελληνικού κράτους, η χρεοκοπία του οποίου έχει ιστορικά συντελεστεί και στο παρελθόν, η πρόσφατη διόγκωσή του είναι αποτέλεσμα της συστηματικής διεύρυνσης του κράτους από τη δεκαετία του 1980 και μετέπειτα, επακόλουθο των χρόνια ελλειμματικών κρατικών προϋπολογισμών.
Έτσι, από 6,8 δισ. ευρώ το 1980 και μόλις 22,5% του ΑΕΠ έφτασε στα 43,4 δισ. ευρώ το 1990 (71,7% του ΑΕΠ), έτος σοβαρών δημοσιονομικών δυσχερειών για τη χώρα. Στη δεκαετία 1990-99, φτάνει το 100,3% του ΑΕΠ το 1996, για να ακολουθήσει η προσπάθεια περιστολής του στη συνέχεια καθώς εφαρμόζεται κάποια δημοσιονομική πειθαρχία με στόχο την είσοδο της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ.
Ωστόσο, μετά την εκπλήρωση του στόχου αυτού, ακολουθεί η δεκαετία 2000-2009, οπότε ολοκληρώνεται η μεγέθυνση του χρέους καθώς τα Ολυμπιακά έργα της πρώτης περιόδου αλλά και ο μετέπειτα δημοσιονομικός εκτροχιασμός το οδηγούν στα 299,7 δισ. ευρώ (129,7% του ΑΕΠ), με την ύφεση να κάνει την εμφάνισή της ήδη από το 2008.
Δύο σοβαρές επισημάνσεις
Δύο επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους σε σχέση με την πορεία του δημόσιου χρέους την περίοδο αυτή.
Πρώτον, η μετατροπή του από χρέος εσωτερικού σε χρέος εξωτερικού ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, καθώς η υψηλή ρευστότητα που υπάρχει στις αγορές και τα καινοτόμα προϊόντα της περιόδου (δομημένα προϊόντα κ.α.) ωθούν τις αρχές να επωφεληθούν από τα χαμηλότερα επιτόκια που επικρατούν εκεί, εγκαταλείποντας σταδιακά τον πιστό μέχρι τότε για ελληνικούς τίτλους Έλληνα αποταμιευτή. Άλλωστε, οι κορυφαίες γαλλογερμανικές τράπεζες επενδύουν σε ελληνικούς τίτλους, αφού η βαθμολόγησή τους ελάχιστα υπολείπεται των γερμανικών, θεωρώντας ότι η υψηλότερη απόδοση δεν συνδυάζεται με αυξημένο κίνδυνο.
Και δεύτερον, οι χρήσεις του αυξημένου ελληνικού δανεισμού δεν αρθρώνονται με την ανάπτυξη, αλλά κυρίως με την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη. Αυτό μας το επιβεβαιώνει και η πορεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου συνεχώς διευρύνεται φτάνοντας στα 34,8 δις. ευρώ το 2009 ή 14,9% του ΑΕΠ, αντανακλώντας παράλληλα και τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας!
Γνωρίζαμε την κατάληξη
Επομένως, ο ψυχρός παρατηρητής όσων συμβαίνουν την περίοδο 2000-2009 στη χώρα σε επίπεδο δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης, μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία αυτή είχε κοντινό τέλος και η απειλή της χρεοκοπίας ήταν ορατή.
Τα χαμηλά επιτόκια εκλαμβάνονται ως μοναδική ευκαιρία για δανεισμό με στόχο τις αυξημένες δαπάνες συμπεριλαμβάνοντας και τον ιδιωτικό τομέα, ιδιαίτερα μέσω της καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης. Άλλωστε, τις κραυγαλέες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας, προϊόν του συνδυασμού παραγωγικής υστέρησης και υπερεπέκτασης των συνθηκών ζήτησης, επισήμαιναν πάντοτε οι περιοδικές εκθέσεις του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος αλλά και αρκετές εκθέσεις διευθύνσεων μελετών τραπεζών και άλλων φορέων.
Όμως, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όντας δέσμιες των γνωστών παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας (επικρατούντος λαϊκισμού, πελατειακού συστήματος ανάμεσα σε πολιτικούς και ψηφοφόρους τους, φοβικής στάσης, ιδεοληπτικής και ανορθολογικής συμπεριφοράς και του διάχυτου νεοελληνικού ναρκισσισμού) αδυνατούν να αντιδράσουν.
Οδηγούμαστε έτσι σε εκτεταμένη υιοθέτηση από όλα τα κοινωνικά στρώματα αξιακού συστήματος που αναδεικνύει τον καταναλωτισμό σε κορυφαία προτεραιότητά μας με εύλογο παρεπόμενο την έκρηξη δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού.
Το πρώτο μνημόνιο και το PSI
Ερχόμαστε έτσι στις αποφάσεις του Μαΐου 2010 σε συνέχεια της αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας να εξυπηρετήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Το δημόσιο χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο και η χώρα είναι αφερέγγυα. Επομένως, η λύση που όφειλε να επιλεγεί έπρεπε να συνεκτιμήσει τις ευθύνες τόσο των δανειστών όσο και των δανειζομένων για όσα είχαν συμβεί. Οι δανειστές δηλαδή να τιμωρηθούν για την αδιάλειπτη χρηματοδότηση μιας χώρας που δεν χρησιμοποιούσε το προϊόν του δανεισμού για επενδυτικούς/αναπτυξιακούς σκοπούς, οι δε δανειζόμενοι γιατί απολάμβαναν υψηλό βιοτικό επίπεδο αναντίστοιχο του συνολικού παραγωγικού αποτελέσματος.
Παράλληλα, ελέω εκτεταμένης διαφθοράς, οι απολαύσεις για κάποιους ήταν υπερβολικές, γεγονός που συνιστά ζήτημα άλλης τάξης και ασφαλώς οφείλει να διερευνηθεί ενδελεχώς για να αποδοθούν οι ανάλογες ευθύνες. Ήταν δηλαδή ηθικά πρέπον να υποστούν αρνητικές συνέπειες δανειστές και δανειζόμενοι! Τί συνέβη όμως τελικά;
Οι δανειστές πέτυχαν να συνομολογηθούν αποφάσεις με διαφορετικό σκεπτικό, θεωρώντας ότι η αδυναμία εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων από το δανειζόμενο ήταν αποτέλεσμα ελλείμματος ρευστότητας! Το χρέος δεν αναδιαρθρώθηκε, ούτε κουρεύτηκε (το 2010 τουλάχιστον) ώστε οι δανειστές να υποστούν τις συνέπειες της αλόγιστης συμμετοχής τους σε ελληνικά ομόλογα.
Αυτό θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για τις μεγάλες γαλλογερμανικές τράπεζες που θα έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθούν άμεσα. Αντιθέτως, οι δανειστές έλαβαν αρκετό χρόνο ώστε να διαμορφωθούν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί στήριξης στους οποίους μεταβιβάστηκε το ελληνικό χρέος, από κοινού με την ΕΚΤ και άλλες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.
Ως αποτέλεσμα στο τέλος του 2014, ο EFSF κατείχε ελληνικό χρέος ύψους 141,8 δισ. ευρώ, η ΕΚΤ ύψους 25 δισ. ευρώ ενώ 52, 9 δισ. ευρώ κατείχαν κράτη-μέλη της Ε.Ε.. Οι Ευρωπαίοι δηλαδή κατείχαν τα 2/3 περίπου του συνόλου του ελληνικού χρέους. Ταυτόχρονα, υπενθυμίζω ότι η χώρα έλαβε χρηματοδοτική βοήθεια ύψους 110 δισ. ευρώ το 2010 και 130 δισ. ευρώ το 2012 με την υλοποίηση του κουρέματος των ομολόγων, του γνωστό PSI αποδεχόμενη τους όρους που περιελάμβαναν τα αντίστοιχα μνημόνια.
Όμως, απολογιστικά, η Τράπεζα Ελλάδος υπολόγισε ότι η αναγγελθείσα μείωση κατά 137,9 δισ. ευρώ των ομολόγων ιδιωτών (του PSI δηλαδή), περιορίστηκε σε μόλις 51,2 δισ. ευρώ αφού μέρος του χρέους που κουρεύτηκε ήταν ενδοκυβερνητικό, οι συστημικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν στη συνέχεια επιβαρύνοντας εκ νέου το χρέος με 28,6 δισ. ευρώ (συνολική επιβάρυνση για το ΤΧΣ 38,3 δισ. ευρώ), ενώ το ασφαλιστικό σύστημα έχασε 12 δισ. ευρώ και οι μικροομολογιούχοι, που δεν κατέστη δυνατό να εξαιρεθούν, έγιναν «ορκισμένοι εχθροί» των ιθυνόντων. Η διαδικασία επομένως απέτυχε να εκπληρώσει το στόχο της, δηλαδή την ουσιαστική απομείωση του ελληνικού χρέους συντηρώντας τη ύφεση μέχρι σήμερα, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις ανέστειλαν την ενδεχόμενη ανάκαμψη που διαφάνηκε στο τέλος του 2014.
Επιπλέον, ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών. Το ύψος των ομολόγων που κατείχαν στο τέλος του 2009 ήταν 20,1 δισ. ευρώ, ενώ δύο χρόνια αργότερα είχαν φτάσει τα 46,9 δισ. ευρώ.
Γεννώνται έτσι εύλογα ερωτηματικά για τις υπερτοποθετήσεις τοξικών τίτλων από τις ελληνικές τράπεζες ενώ την ίδια περίοδο οι ξένες τράπεζες μείωναν τις θέσεις τους σε ελληνικά ομόλογα. Στη συνέχεια δε, υλοποίησαν ΑΜΚ ύψους 28,6 δις. ευρώ επιβαρύνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος και τους φορολογούμενους, ενώ αντίστοιχες ανακεφαλαιοποιήσεις στην Ισπανία και την Ιταλία (λόγω των υψηλών επισφαλών δανείων των τραπεζών τους) επιβάρυναν το μηχανισμό EFSF, χωρίς δηλαδή «να τιμωρηθούν» οι πολίτες αυτών των χωρών, ή οι καταθέτες των τραπεζών.
Τι πρέπει να γίνει
Καταληκτικά, τρεις είναι οι επισημάνσεις που μπορούν να διατυπωθούν:
1. Η μεγέθυνση του δημόσιου χρέους της χώρας είναι αποτέλεσμα των χρόνια εσφαλμένων και δημοσιονομικά ασύνετων διαχειριστικών πρακτικών των κυβερνήσεων της περιόδου 1981-2009 που συστηματικά δεν συνέδεσαν το χρέος με την αυτοδύναμη ανάπτυξη, χωρίς δηλαδή να εφαρμοστεί ένα μοντέλο με έμφαση στην ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια. Οι παρεμβάσεις εξωχώριων παραγόντων που ενδεχομένως συνέτειναν στη διόγκωση του μεγέθους του, δεν μπορούν να ανατρέψουν τα απολογιστικά δεδομένα ως προς το ύψος του. Μπορεί ωστόσο να τύχουν δικαστικής διερεύνησης που ίσως οδηγήσει στην κάθαρση, επιτυγχάνοντας ηθική δικαίωση για την πλειοψηφία των έντιμων πολιτών και ίσως την «επιστροφή κλεμμένων» υπέρ του δημοσίου.
2. Τα όσα συντελέστηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα, οδήγησαν στην γνωστή παρατεταμένη υφεσιακή περίοδο με ταυτόχρονη εξυπηρέτηση του χρέους από τη χώρα μας. Νέοι δανειστές (Ε.Ε. και ΔΝΤ) κατέβαλαν πρόσθετα κεφάλαια, χωρίς ωστόσο αυτοί και οι παλιοί να υποστούν τις συνέπειες της εσφαλμένης αξιολόγησης του αξιόχρεου για την ελληνική οικονομία.
Το ελληνικό χρέος παραμένει στα επίπεδα του 2010 ως προς το ονομαστικό του ύψος, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ αγγίζει το 180% καθώς η ύφεση «έλειωσε» τον παρονομαστή, δηλαδή το ελληνικό ΑΕΠ. Η παρατεταμένη προσπάθεια μέσω της εφαρμογής διαδοχικών μνημονίων απέτυχε να το καταστήσει βιώσιμο. Σε μεγάλο βαθμό γιατί η χώρα αρνήθηκε να υλοποιήσει διαρθρωτικές αλλαγές με κυριότερη την εκλογίκευση του μεγέθους του δημόσιου τομέα. Προτιμήθηκαν οι οριζόντιες περικοπές όλων των εισοδημάτων και η φορολογική επιδρομή στην ακίνητη περιουσία προκαλώντας μαζικές εισοδηματικές αφαιμάξεις, καθώς ο ανεπαρκής βαθμός εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεψε την αύξηση των εισοδημάτων από το εξωτερικό.
3. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους συνιστά «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση για την επανεκκίνηση της οικονομίας ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για εισροή νέων χρηματοδοτικών πόρων με στόχο την υλοποίηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Οι τρόποι είναι πολλοί συνδυάζοντας την περίοδο αποπληρωμής (επιμήκυνση), το επιτόκιο (διατήρησή του σταθερού διαχρονικά σε χαμηλό επίπεδο), την περίοδος χάριτος και ενδεχομένως το «κούρεμα».
Είναι όμως και εκκρεμότητα που οφείλει να διευθετηθεί για ηθικούς λόγους ώστε να ενσωματωθεί και στην πλευρά των δανειστών η ευθύνη για την υπερέκθεσή τους στην χαμηλού βαθμού πιστοληπτικής ικανότητας ελληνική οικονομία της προηγούμενης δεκαετίας. Το αναγνώρισαν άλλωστε στη συνέχεια και οι γνωστοί μας οίκοι με τη βαθμολογία που έδωσαν στην χώρα μας αλλά και οι αγορές με τη γιγάντωση της αγοράς των πιστωτικών παραγώγων (CDS) στα ελληνικά ομόλογα...
• Ο κ. Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.