Simon Nixon: To ελαττωματικό Plan B για την Ελλάδα

Ελάχιστο είναι το κοινό έδαφος που υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης, προκειμένου να καταλήξουν σε μια νέα μακροπρόθεσμη συμφωνία, σχολιάζει ο Simon Nixon στη WSJ. Οι υποχωρήσεις, οι «κόκκινες γραμμές» και το deadline της 28ης Φεβρουαρίου.

Simon Nixon: To ελαττωματικό Plan B για την Ελλάδα

Αποτελεί σημάδι του χάσματος που εξακολουθεί να χωρίζει την Ελλάδα από την υπόλοιπη ευρωζώνη το ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε την περασμένη εβδομάδα απλώς για «τεχνικές συζητήσεις» χαιρετίστηκε ως ένα βήμα μπροστά στην αναζήτηση λύσης για την κρίση χρέους της χώρας.

Ήταν σίγουρα μια υποχώρηση από την πλευρά της νέας ελληνικής κυβέρνησης, η οποία προηγουμένως απέκλειε την όποια διαπραγμάτευση με την τρόικα. Και ήρθε μετά από άλλες υποχωρήσεις: η Αθήνα τώρα ζητά αναδιάρθρωση χρέους αντί για διαγραφή, και πλέον λέει ότι θα συμμορφωθεί με το 70% των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος διάσωσης.

Οι συζητήσεις όμως δεν σηματοδοτούν τίποτα. Ακόμα και αυτό το τελευταίο βήμα κατέστη δυνατό μόνο στη βάση ενός ψέματος, μετά την κατάρρευση της αρχικής προσπάθειας των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης να ξεκινήσουν οι συνομιλίες.

Η ευρωζώνη επιμένει πως ο σκοπός των διαπραγματεύσεων είναι να αποτιμηθούν τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης, με πρόθεση την παράταση του υφιστάμενου προγράμματος διάσωσης, εξασφαλίζοντας έτσι τον απαραίτητο χρηματοοικονομικό χώρο για ανάσα που χρειάζεται η Αθήνα προκειμένου να διαπραγματευτεί μια μακροπρόθεσμη συμφωνία. Η Αθήνα λέει πως ο σκοπός των συζητήσεων είναι να προετοιμαστεί ο δρόμος για ένα εντελώς νέο πρόγραμμα, καθώς αποκλείεται η παράταση του παλαιού.

Λίγοι πιστεύουν πως οι υπουργοί Οικονομικών θα επιλύσουν αυτό το αδιέξοδο στο έκτακτο Eurogroup της Δευτέρας - ή ακόμα και μέχρι το τέλος της εβδομάδας, στο σημείο στο οποίο θα είναι πλέον πολύ αργά για να διασφαλιστεί η απαραίτητη βουλευτική επικύρωση σε αρκετά κράτη μέλη για παράταση του προγράμματος.

Η όποια ελπίδα για συμφωνία εξαρτάται από το τι εννοεί η Αθήνα με το «70% του προγράμματος» και από το αν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μπορεί να εξασφαλίσει επαρκείς δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές υποχωρήσεις ώστε να μπορέσει να «πουλήσει» μια παράταση ως ένα «νέο» πρόγραμμα. Το κρίσιμο δύσκολο σημείο είναι η επιμονή της Ελλάδας για ανατροπή βασικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. «Αυτό δεν είναι διαπραγματεύσιμο», είπε ανώτατος Γερμανός αξιωματούχος. «Θεωρούμε πως αυτές είναι το 80% του προγράμματος».

Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο η Ελλάδα να αφήσει το τρέχον πρόγραμμα να παρέλθει, με τη λήξη του στο τέλος του μήνα, ορισμένοι αξιωματούχοι της ευρωζώνης έχουν αρχίσει να συζητούν το πώς θα κάνουν μια έξοδο από το πρόγραμμα όσο το δυνατόν πιο «καθαρή».

Αυτό θα περιελάμβανε τον καθορισμό ενός ξεκάθαρου χρονοδιαγράμματος για διαπραγματεύσεις επί ενός νέου προγράμματος, καθώς και καταληκτική ημερομηνία για ένα deal, σύμφωνα με έναν από αυτούς τους αξιωματούχους. Η ελπίδα είναι ότι αυτό θα ενθάρρυνε τους Έλληνες να κρατήσουν τα χρήματά τους στις τράπεζες και θα έπειθε την ΕΚΤ να συνεχίσει να επιτρέπει στις τράπεζες να λαμβάνουν έκτακτη χρηματοδότηση. Αυτό μπορεί να αγοράσει λίγο επιπλέον χρόνο για τη συζήτηση σχετικά με νέα μακροπρόθεσμη συμφωνία.

Ως Plan B, αυτό είναι βαθύτατα ελαττωματικό. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,2% το δ' τρίμηνο του 2014, σε τριμηνιαία βάση, καταστρέφοντας τις προσδοκίες για ανάπτυξη 0,4%. Τα φορολογικά έσοδα ήταν πάνω από 20% χαμηλότερα του στόχου τον Ιανουάριο ενώ εκτιμάται πως 14 δισ. ευρώ έχουν αποσυρθεί από τις τράπεζες από τα τέλη του περασμένου χρόνου, αναγκάζοντας την ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα να αυξήσει το όριο της έκτακτης χρηματοδότησης στα 60 δισ. Κανένας δεν γνωρίζει σίγουρα πότε η Αθήνα θα ξεμείνει από χρήματα, όμως υπάρχουν φόβοι ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει ακόμα και τον Μάρτιο. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι λένε πως η διαπραγμάτευση μιας νέας συμφωνίας θα μπορούσε να χρειαστεί το ελάχιστο δύο με τρεις μήνες.

Άλλωστε δεν είναι ξεκάθαρο εάν υπάρχει αρκετό «κοινό έδαφος» ώστε η Ελλάδα και η ευρωζώνη να μπορέσουν με αξιόπιστο τρόπο να αλληλοδεσμευτούν για την επίτευξη νέας μακροπρόθεσμης συμφωνίας, με βάση τις τρέχουσες θέσεις τους. Η Αθήνα βρίσκεται εκτός αγορών, με το κόστος του τριετούς δανεισμού γύρω στο 20%. Ως εκ τούτου, το όποιο νέο πρόγραμμα θα πρέπει να χρηματοδοτεί την Ελλάδα τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η χώρα πρέπει να μετακυλίσει χρηματοδότηση ύψους 24 δισ. ευρώ. Και αυτή η νέα διάσωση αναπόφευκτα θα συνοδεύεται από όρους που με τη σειρά τους θα απαιτούν παρακολούθηση από τους δανειστές. Ο κ. Τσίπρας -ο οποίος ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος να βάλει τέλος στα μνημόνια και στην επιτήρηση της τρόικας- είναι έτοιμος να καταπιεί ένα τόσο πικρό πολιτικό χάπι;

Το κρίσιμο σημείο είναι πως οποιοδήποτε νέο πρόγραμμα είναι σχεδόν βέβαιο πως θα περιλαμβάνει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτή είναι μια «κόκκινη γραμμή» για τη Γερμανία και για άλλα μέλη της ευρωζώνης. Το ΔΝΤ χρειάζεται εν μέρει διότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης μόλις πρόσφατα βοήθησαν ώστε να ενισχυθούν τα ταμεία του ΔΝΤ και θα θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη φθηνή χρηματοδότηση ώστε να μειώσουν το βάρος που θα πρέπει να επωμιστούν. Ακόμα σημαντικότερο, το ΔΝΤ, ως θεματοφύλακας, έχει υποχρέωση έναντι των μετόχων του να διασφαλίσει πως ο όποιος νέος δανεισμός είναι βιώσιμος. Ως εκ τούτου, η εμπλοκή του είναι μια σημαντική πηγή ώστε να διαβεβαιωθούν τα κοινοβούλια της ευρωζώνης ότι οι φορολογούμενοι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους.

Ωστόσο, η εμπλοκή του πιθανότατα θα περιπλέξει την αναζήτηση νέας συμφωνίας, ιδιαίτερα εάν η ευρωζώνη εμμείνει στον όρο της μη απομείωσης του χρέους και η Αθήνα συνεχίσει να επιμένει στην εφαρμογή του οικονομικού της προγράμματος. Υπάρχουν δυο προβλήματα:

Το πρώτο είναι το θέμα των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας και της επίπτωσης που θα έχουν στην πορεία του χρέους. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική θα φέρει σημαντική τόνωση της ανάπτυξης, μια μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5% που απαιτεί η Ελλάδα, από το 4,5% που απαιτείται στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος, θα απαιτούσε η Ελλάδα να δανειστεί επιπλέον 42 δισ. ευρώ μέχρι το 2020, σύμφωνα με τον Zsolt Darvas του think tank Bruegel.

Μέρος της επίπτωσης θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από ένα γενναιόδωρο νέο πακέτο διάσωσης που θα παρατείνει τις λήξεις των υφιστάμενων δανείων κατά 10 χρόνια και θα μειώνει το επιτόκιο στο επίπεδο του κόστους χρηματοδότησης της ευρωζώνης. Όμως αυτό δεν θα σταματήσει την αύξηση του ελληνικού χρέους μέχρι το 2030 σε υψηλότερο επίπεδο απ' όσο προβλέπει το παλαιό πρόγραμμα διάσωσης.

Το δεύτερο θέμα είναι οι υποθέσεις για την ανάπτυξη, που συνοδεύουν την όποια ανάλυση της μελλοντικής βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ πιθανότατα θα είναι σκεπτικό ως προς την πίστη που δείχνει η Αθήνα σε ανάκαμψη με βάση την κατανάλωση, η οποία θα ενισχυθεί με την αύξηση του κατώτατου μισθού, την επαναπρόσληψη απολυθέντων δημοσίων υπαλλήλων, την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τη μείωση των φόρων και την αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων.

Το ΔΝΤ έχει περάσει πέντε χρόνια επιμένοντας σε μέτρα σχεδιασμένα ώστε να ενθαρρύνουν μια ανάπτυξη που θα βασίζεται στις επενδύσεις, περιλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας, της φορολογικής μεταρρύθμισης, της μεταρρύθμισης στους κώδικες των πτωχεύσεων, και των ιδιωτικοποιήσεων, μεγάλο μέρος των οποίων έβρισαν τον κ. Τσίπρα αντίθετο. Πράγματι, η αποφασιστικότητα του ΔΝΤ να τηρήσει τη στάση του συνέβαλε στην πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης. Είναι απίθανο να αλλάξει τώρα τις απόψεις του.

Αν ο κ. Τσίπρας αισθάνεται ανίκανος να κάνει τις υποχωρήσεις που χρειάζονται ώστε να διασφαλίσει μια βραχυπρόθεσμη παράταση του προγράμματος, μπορεί να βρει ακόμα πιο δύσκολη τη συναίνεση που απαιτείται για μια μακροπρόθεσμη συμφωνία.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v