Όλοι οι πάμπλουτοι μεγιστάνες της τεχνολογίας ξεκίνησαν χωρίς κεφάλαια σχεδόν και σήμερα κάθονται σε κεφαλαιοποιήσεις εταιρειών που πλησιάζουν τα 400 δισ. δολάρια.
Στις εταιρείες δε αυτές το κόστος της εργασίας στον συνολικό τζίρο τους είναι ζήτημα αν ξεπερνά το 3%.
Αντιθέτως, η φαιά ουσία αντιπροσωπεύει πάνω από το 40%, γι' αυτό και θεωρείται πολύτιμος παραγωγικός συντελεστής της αποκαλούμενης από τον διάσημο μελλοντολόγο Άλβιν Τόφλερ «επαναστατικής οικονομίας». Αυτή η τελευταία, όμως, κατά τον Αλ. Τόφλερ, οδηγεί στον «επαναστατικό πλούτο», ο οποίος, ως προϊόν της εργασίας και της παραγωγής, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα παραδοσιακά σχήματα και τα μοντέλα των γνωστών σχολών οικονομικής σκέψης.
Η παραγωγικότητα όλο και περισσότερο γίνεται μία πολυσύνθετη έννοια, στην οποία υπεισέρχονται πλέον παράγοντες που καμία σχέση δεν έχουν με την εργασία.
«Στην παρούσα φάση της ύστερης νεωτερικότητας, οι οικονομικές διαδικασίες απλοποιούνται, με αποτέλεσμα να παράγονται όλο και περισσότερα συμβολικά αγαθά. Παραδείγματος χάριν, στη δεκαετία του 1990 οι αμερικανικές εξαγωγές έχασαν το 50% του φυσικού τους βάρους ανά αξία σε δολάρια. Η παραγωγή αβαρών αγαθών εν μέρει σχετίζεται με τη στροφή στις υπηρεσίες που παρατηρείται από το 1950 και μετά σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σχετίζεται όμως και με δύο άλλες σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι η σημειωτικοποίηση της οικονομίας, με την έμφαση που δίνεται πλέον στο ντιζάιν, στο ίματζ - στην αισθητική γενικώς. Η αξία πολλών προϊόντων προέρχεται πλέον όλο και περισσότερο από την αισθητική τους, παρά από την υλική τους υπόσταση.
Η δεύτερη εξέλιξη είναι η παραγωγή μιας συγκεκριμένης κατηγορίας συμβολικών αγαθών, των ρίσκων, τα οποία εκτεταμένα και συστηματικά παράγονται στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Η αξία των ρίσκων (κινδύνων) δεν είναι βεβαίως αισθητική, αλλά πληροφοριακή. Γιατί όμως τα ρίσκα θεωρούνται συμβολικά αγαθά; Διότι σε μεγάλο βαθμό οι σύγχρονοι κίνδυνοι είναι κατασκευασμένοι, δεν είναι φυσικοί. Παράγονται συστηματικά από τις οργανωμένες ανθρώπινες δραστηριότητες και καθίστανται αντιληπτοί όχι τόσο μέσω των αισθήσεων, όσο μέσω στοιχείων που παρέχονται από επιστημονικές μελέτες», αναφέρει ο καθηγητής Χαρίδημος Τσούκας.
Πάνω στη λογική αυτή εδράζονται οι νέοι όροι βελτίωσης της παραγωγικότητας, η οποία, στο μέτρο που επιχειρείται με τα παραδοσιακά εργαλεία ανόδου της ανταγωνιστικότητας μιας εταιρείας, συχνά τη βλάπτει. Αυτό είναι και το κύριο συμπέρασμα ανάλυσης 25 αμερικανικών εταιρειών, που είναι βέβαιον ότι ενοχλεί πολλούς. Η ανάλυση δίνει έμφαση στο αίνιγμα του πώς οι περικοπές του κόστους σήμερα οδηγούν συνήθως σε ελάχιστη μόνον βελτίωση της παραγωγικότητας. Πρόκειται για το αποκαλούμενο «παράδοξο της παραγωγικότητας». Οι εταιρείες απλώς δεν μπορούν να περικόψουν τις δαπάνες που χρειάζεται για να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και η διαδικασία συχνά βλάπτει τόσο όσο ωφελεί, εξηγεί ο συγγραφέας των αποτελεσμάτων της ανάλυσης, Wickham Skinner, καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Χάρβαρντ. Ο περιορισμός του κόστους είναι μία ενστικτώδης αντίδραση που απασχολεί το μυαλό των μάνατζερ και τους αποσπά από περισσότερο αποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής, υποστηρίζει ο Skinner. Και σίγουρα δεν έχει άδικο.
Έτσι, παρόλο που η μελέτη περιορίζεται στις ΗΠΑ, τα συμπεράσματά της μπορούν να εφαρμοστούν στις βιομηχανίες πολλών άλλων χωρών, γι' αυτό πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στα σημαντικότερα από τα συμπεράσματα αυτά - κάτι επίκαιρο και για την ελληνική βιομηχανία.
Η μελέτη προσπαθεί να δείξει, μέσα από την αμερικανική πραγματικότητα, πώς η στενή προσέγγιση στο θέμα μπορεί να είναι καταστροφική. Σήμερα στις ΗΠΑ, η ενασχόληση με την παραγωγικότητα επικεντρώνεται στη μείωση του άμεσου εργατικού κόστους, παρόλο που αυτό ξεπερνά το 10% της αξίας των πωλήσεων σε ελάχιστες μόνον βιομηχανίες. Η προσέγγιση αυτή δίνει υπερβολική έμφαση στην αποτελεσματικότητα των εργατών και αφήνει να περάσει απαρατήρητο το ζήτημα που αποτελεί την κύρια εστία των δυσκολιών μίας εταιρείας: τη δομή του συστήματος παραγωγής.
«Τα περισσότερα προγράμματα που έχω παρακολουθήσει για τη βελτίωση της παραγωγικότητας υιοθετούν μονότονα το ότι η ανταγωνιστική θέση -που, συγκριτικά, έχει χειροτερεύσει, λόγω υψηλότερου κόστους- μπορεί να διορθωθεί με την εφαρμογή προγραμμάτων περιορισμού του κόστους. Ωστόσο, η λογική αυτή είναι λανθασμένη. Τα προγράμματα αυτά δεν μπορούν να πετύχουν. Έχουν επιλέξει λανθασμένους στόχους και ερμηνεύουν με ανεπάρκεια τη φύση της ανταγωνιστικής πρόκλησης την οποία, υποτίθεται, επιδιώκουν να αποκαταστήσουν. Και το χειρότερο: συντελούν στη δημιουργία τεράστιου κόστους λόγω χαμένων ευκαιριών. Δένοντας τους μάνατζερ όλων των βαθμίδων με βραχυχρόνιες αντιμετωπίσεις, εμποδίζουν την ανάπτυξη μιας δυναμικής στρατηγικής παραγωγής», υποστηρίζει ο Skinner.
Ένα άλλο αρνητικό επακόλουθο της ταύτισης της βελτίωσης στην παραγωγικότητα με το χαμηλότερο κόστος είναι η συχνή σύγκρουση μεταξύ της μέτρησης της ίδιας της παραγωγικότητας και του κόστους που απαιτεί μία καινοτομία. Οι μάνατζερ, κάτω από την αδιάκοπη πίεση να μεγιστοποιήσουν την παραγωγικότητα -δηλαδή, να ελαχιστοποιήσουν τα κόστη-, αντιστέκονται στις καινοτομίες. Απασχολημένοι όπως είναι με την εβδομαδιαία απόδοσή τους, σε σχέση με τα κόστη, γνωρίζουν καλά ότι οι αλλαγές στις διαδικασίες ή στα συστήματα θα έλθουν σε διάσταση με τα αποτελέσματα βάσει των οποίων αξιολογούνται, κυρίως δε από τους μετόχους.
Όμως, η τυφλή συμμόρφωση στο αποτέλεσμα, όπως αυτό υπαγορεύεται από τα κοντόφθαλμα προγράμματα περιορισμού του κόστους, με ελάχιστη σκέψη για οτιδήποτε άλλο, δημιουργεί και ένα φτωχό εργασιακό περιβάλλον. Μία αρνητική, μηχανιστική κουλτούρα, η οποία διώχνει και κρατά μακρυά τους δημιουργικούς ανθρώπους από όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας.
Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν; Η στρατηγική παραγωγής, προτείνει ο Skinner, θα πρέπει να ακολουθεί μία λογική μελέτη των αγορών και των προϊόντων της εργασίας και των απαιτήσεών της αναφορικά με την τοποθεσία του εργοστασίου, τον εξοπλισμό, τα συστήματα ελέγχου της παραγωγής και των αποθεμάτων και των πολιτικών μάνατζμεντ του προσωπικού. Ο καθηγητής Ντέιβιντ Καρ τονίζει, δε, από την πλευρά του, ότι όλα αυτά θα πρέπει να είναι συνυφασμένα με την κοινωνία της πληροφορίας, η οποία, κατά τον Αμερικανό καθηγητή, έχει μπει σε πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις και κυριολεκτικά μεταμόρφωσε την παραγωγική τους ικανότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, η βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών επιχειρήσεων οφείλεται, σε συντριπτικό ποσοστό, στον συντελεστή πληροφορικής και σύγχρονης τεχνολογίας - και μόλις 5% στην εργασία. Παράλληλα, η πολύ στενή σύνδεση των αμερικανικών επιχειρήσεων με τα συστήματα πληροφορικής οδήγησε και σε ριζικές ανακατατάξεις τα συστήματα βιομηχανικής παραγωγής - τα οποία είναι εύκαμπτα, καινοτόμα, πελατοκεντρικά και ανταποκρίνονται εύκολα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
«Σήμερα, η παραγωγικότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων κατέχει τα πρωτεία στον κόσμο και ξεπερνά την αντίστοιχη της Ιαπωνίας κατά 20% περίπου, αυτήν δε της Ευρώπης πάνω από 50%.
Από την άλλη μεριά, μπαίνοντας η τεχνολογία στη μεταποίηση, κάνει τη βιομηχανική εργασία ευκολότερη και περισσότερο ευχάριστη. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας, πρώτον, διότι ο ανθρώπινος παράγοντας έχει καλύτερη απόδοση και, δεύτερον, διότι οι εργαζόμενοι, για να ανταποκριθούν στο νέο περιβάλλον στο οποίο δεσπόζουν η γνώση και η πληροφορική επιδιώκουν να μορφώνονται περισσότερο και να βελτιώνουν τις πνευματικές τους δυνατότητες». Αυτά γράφει ο καθηγητής Γκάρυ Πιζάνο στο βιβλίο του Η Μεταποιητική Αναγέννηση και σίγουρα οι απόψεις του θα πρέπει να προβληματίσουν -θετικά, βεβαίως– πολλά ανώτατα ηγετικά στελέχη στην Ευρώπη.
Είναι καιρός, κατά τη γνώμη μας, το θέμα της βιομηχανικής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας να αντιμετωπισθεί με διαφορετικά πρακτικά και θεωρητικά κριτήρια και στην Ελλάδα - η οποία υστερεί σε καινοτομίες, καθώς και στην προσαρμογή στις σύγχρονες τεχνολογίες της πληροφόρησης. Αυτό, εξάλλου, επισημαίνεται σε πολλές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, τόσο σε κρατικό όσο και σε τραπεζικό επίπεδο, τα κριτήρια χρηματοδότησης και ενίσχυσης των επιχειρήσεων θα πρέπει να συνδεθούν, έως έναν βαθμό, και με τις τεχνολογικές τους υποδομές. Κάτι παρόμοιο εφαρμόστηκε με επιτυχία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες οι νέες κυρίως επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ ικανοποιητικό τεχνολογικό και καινοτομικό δυναμισμό.
Επίσης, καιρός είναι να συνειδητοποιήσουν κάποιοι Έλληνες επιχειρηματίες ότι, στους παραδοσιακούς βιομηχανικούς τομείς, δύσκολα μπορούν να ανταγωνισθούν Κινέζους και Ινδούς ανταγωνιστές τους. Ακόμα, η μετανάστευση των επιχειρήσεών τους, που πραγματοποιούν μερικοί από αυτούς, έχει ημερομηνία λήξεως. Άρα, για τους Έλληνες επιχειρηματίες, υψηλή τεχνολογία και καινοτομία αποτελούν μονόδρομο.
Ωστόσο, για να μπορέσουν οι επιχειρηματίες να καινοτομήσουν και να αναπτύξουν τεχνολογικά τις επιχειρήσεις τους άμεση είναι η ανάγκη να βρεθούν σε ευνοϊκό διοικητικό περιβάλλον: αφενός φορολογικό, αφετέρου διεκπεραιωτικό. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής των πολιτικών υπευθύνων ότι, στη σημερινή Ευρώπη καθώς και στο γενικότερο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, υπάρχει και ο ανταγωνισμός διοικητικών συστημάτων ο οποίος, ως προς το φορολογικό τους σκέλος, είναι εξαιρετικά έντονος. Υπό αυτήν την έννοια, η διοικητική μηχανή κάθε χώρας αποτελεί αφ' εαυτής συντελεστή αύξησης της αποτελεσματικότητας και ανόδου της παραγωγικότητας μιας επιχείρησης.
Συνεπώς, με αυξανόμενο βάρος, το διοικητικό πλέγμα είναι συντελεστής βελτίωσης της παραγωγικότητας, που ίσως αύριο ξεπεράσει την αμιγώς βιομηχανική εργασία σε συμμετοχή στο κόστος παραγωγής.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.