Γιατί δεν πρέπει να δοθούν κίνητρα για επαναπατρισμό κεφαλαίων

Αν εξαιρεθούν οι πολιτικοί, οι κατέχοντες κυβερνητικές θέσεις και οι... εγκληματίες που θα νομιμοποιούσαν παράνομα κεφάλαια, το ερώτημα είναι ποιοι θα ενταχθούν σε ρύθμιση επαναπατρισμού. Ο κίνδυνος διατήρησης του αισθήματος αδικίας και η χαμένη κρατική αξιοπιστία.

  • Του Κωνσταντίνου Μαρκάζου*
Γιατί δεν πρέπει να δοθούν κίνητρα για επαναπατρισμό κεφαλαίων

Η Ελλάδα έχει ρητά δεσμευθεί να μη θεσμοθετήσει άλλες αμνηστεύσεις τύπου επαναπατρισμού ή περαίωσης. Αυτό δεν εμπόδισε να ξαναβγούν στο φως σενάρια επαναπατρισμού, σε μία προσπάθειας ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών και σε δεύτερο λόγο στήριξης των φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με τα ΝΕΑ (20/9/14) το σχέδιο προβλέπει εφάπαξ φόρο 15% ή 7,5% όταν τα χρήματα επενδυθούν στη χώρα και πλήρη φορολογική αμνηστία.

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι με 15% συντελεστή φόρου το κέρδος για το ελληνικό δημόσιο θα είναι 1,5 δισ. ευρώ ή «μισός ΕΝΦΙΑ». Φαίνεται ότι μετά το φιάσκο του ΕΝΦΙΑ, του οποίου οι πληρωμές θα συνοδεύουν τον ψηφοφόρο μέχρι τις (πρόωρες) κάλπες, οι πεινασμένοι για διατήρηση της εξουσίας ονειρεύονται μαγικά καρβέλια. Ας κάνουμε όμως μία ιστορική αναδρομή και μία ανάλυση του θέματος.

Ιστορικό (ηρωικό και πένθιμο)

Ο επαναπατρισμός κεφαλαίων δεν είναι μια καινούρια ιστορία. Δύο από τους πρόσφατους υπουργούς Οικονομικών (Αλογοσκούφης και Παπακωνσταντίνου), που μάλλον η Ιστορία θα είναι σκληρή μαζί τους, προχώρησαν σε νομοθετικές ρυθμίσεις επαναπατρισμού κεφαλαίων. Ο κ. Αλογοσκούφης ήταν υπουργός Οικονομικών από το 2004, την περίοδο της γλυκιάς εθνικής ύπνωσης μετά τη μέθεξη των Ολυμπιακών Αγώνων και την κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλου στο ποδόσφαιρο, που κατέληξε με ένα εφιαλτικό ξύπνημα το 2009. Τω καιρώ εκείνω, το πνεύμα συγχώρεσης ήταν κυρίαρχο.

Μετά τον νόμο Ν. 3296/2004 περί περαίωσης (μία λέξη που δεν μπορεί να μεταφραστεί φορολογικά σε άλλες γλώσσες...), ήρθε ο Ν. 3259/2004 όπου με το άρθρο 38 και μετά από μία ατελείωτη σειρά εγκυκλίων, ορίστηκαν πολύ ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επανεισαγωγή χρημάτων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο συντελεστής φορολόγησης των εισερχόμενων κεφαλαίων ήταν 3%. Ο νόμος έδινε ένα περιθώριο από το καλοκαίρι του 2004 έως τον Φεβρουάριο του 2005, αλλά η διαδικασία παρατάθηκε με τον Ν. 3336/2005 μέχρι 4 Ιουνίου 2005. Τα έσοδα (σύμφωνα με απάντηση στη Βουλή του αείμνηστου υφυπουργού Οικονομικών Α. Ρεγκούζα) ανήλθαν σε 18,73 εκατ. ευρώ (έναντι στόχου 200 εκατ.), ενώ επαναπατρίστηκαν κεφάλαια ύψους 624,34 εκατ. ευρώ.

Έξι χρόνια αργότερα, το 2010, εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης της σύγχρονης Ιστορίας της Ελλάδας, επιχειρήθηκε εκ νέου επαναπατρισμός κεφαλαίων. Η νέα διάταξη κυρώθηκε με το άρθρο 18 του Ν. 3842/2010 και προέβλεπε αυξημένη φορολογία σε σχέση με το 2004. Υπήρχαν δύο συντελεστές: 5% κατά την εισαγωγή των κεφαλαίων και 8% χωρίς εισαγωγή κεφαλαίων, νομιμοποιώντας την κατάθεση ενώ αυτή παρέμενε στο εξωτερικό.

Εκτός του ύψους των συντελεστών, υπήρξε μια μεγάλη διαφορά στον έναν επαναπατρισμό από τον άλλο και αυτή ήταν ο νόμος για το ξέπλυμα χρήματος 3691/2008. Το γεγονός ότι κατά την εισαγωγή των κεφαλαίων ο κάτοχος αμνηστευόταν φορολογικά δεν αναιρούσε την υποχρέωση των τραπεζών να ψάξουν τα χρήματα από πλευράς άλλων ποινικών αδικημάτων και προέκυπτε το εξής ερώτημα: αν τα χρήματα ήταν μαύρα και αδήλωτα, πώς μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι δεν προήλθαν από εγκληματική/ποινική δραστηριότητα; Όπως είναι φυσικό προέκυψε μια πλημμύρα εγκυκλίων (όπως οι ΠΟΛ 1058/2010, 1135/2010 και 1157/2010) και ο επαναπατρισμός παρατάθηκε μέχρι 31/12/2010.

Τα αποτελέσματα ήταν πάλι πενιχρά καθώς τα αγνά εθνικά κίνητρα άφησαν αδιάφορους τους μυστηριώδεις Έλληνες κροίσους του εξωτερικού και το πρόγραμμα απέφερε εισπράξεις μόλις 6,1 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, τα κεφάλαια που επέστρεψαν στις ελληνικές τράπεζες ανήλθαν σε 123 εκατ. ευρώ, ενώ το οικονομικό επιτελείο υπολόγιζε επιστροφές κεφαλαίων 20 δισ.! Η απόκλιση ίσως δικαιολογείται γιατί υπενθυμίζω ότι εκείνη την εποχή υπουργός Οικονομικών ήταν ο ίδιος άνθρωπός που είχε ονειρώξεις περί «κινήματος αποδείξεων ενάντια στη φοροδιαφυγή» και γέμισε εφορίες και συρτάρια σπιτιών με χαρτάκια που εκατομμύρια Έλληνες ακόμα δεν ξέρουν τι να τα κάνουν.

Το ότι τα αποτελέσματα των προηγούμενων ρυθμίσεων ήταν τόσο μακριά από τους στόχους δεν εκπλήσσει πλέον κανένα μετά από πέντε χρόνια κρίσης και διάλυσης των ψευδαισθήσεων της ισχυρής Ελλάδας. Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι υπάρχουν κρατικοί παράγοντες που σκέφτονται ότι με την ίδια συνταγή θα προκύψει άλλο αποτέλεσμα.

Γιατί η προαναγγελθείσα ρύθμιση θα λειτουργήσει διαφορετικά; Επειδή από κάποιες τράπεζες λείπουν καταθέσεις και ανακάλυψαν το επιχείρημα «αν έρθουν 10 δισ. επί 15% θα έχουμε 1,5 δισ.»; Αν υπάρχουν επώνυμοι πλούσιοι που έχουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό, μπορεί ο υπουργός να τους ζητήσει να τα μεταφέρουν στη χώρα. Αυτοί πολύ λογικά θα σταθμίσουν το συμφέρον τους και θα αποφασίσουν. Για τους ανώνυμους που για διάφορους λόγους έχουν καταθέσεις στο εξωτερικό θα πρέπει να αναλυθεί ποιοι είναι και πώς τα απέκτησαν, αν και μάλλον δεν επιθυμούν να απαντούν σε τέτοιες ερωτήσεις.

Κράτος και αξιοπιστία

Όλοι οι υπέρμαχοι ασυλίας εισαγωγής κεφαλαίων αναφέρουν ως παράδειγμα-οδηγό την Ιταλία, η οποία κατάφερε το 2010 να επιστρέψουν στις ιταλικές τράπεζες 85,1 δισ. ευρώ (σύμφωνα με εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας).

Μία από τις (πολλές) διαφορές που έχουμε από τους γείτονές μας, με τους οποίους θέλουμε να μοιάζουμε πολύ περισσότερο από όσο προδίδει η πραγματικότητα, είναι ότι το ιταλικό κράτος έχει μηχανισμούς ανεξάρτητους από την κυβέρνηση και αποδεδειγμένη συνέχεια και σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας.

Αντιθέτως η Ελλάδα, σύμφωνα με επανειλημμένες μετρήσεις, είναι μία κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης και το κράτος κατατάσσεται ανάμεσα στους θεσμούς που δεν διαθέτουν αξιοπιστία. Αυτό δεν αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλλη επειδή θα ψηφιστεί ένας νόμος «εκτάκτως και για τελευταία φορά». Ως άμυνα στην κρατική αναξιοπιστία (ή επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε εξυπνότεροι από όσο αποδεικνύει η Ιστορία μας) οι Έλληνες φορολογούμενοι διαταξικά ακολουθούν την τακτική «πιάσε με αν μπορείς».

Οι λογιστές και οι πελάτες τους στη χώρα μας έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένη φαντασία ώστε να εντοπίζουν τρόπους διαφυγής ακόμη και από νόμους όπου δεν έχει στεγνώσει το μελάνι τους στο ΦΕΚ. Αντιθέτως, άλλα κράτη επιβάλλονται μέσω της αξιοπιστίας τους. Ας πάρουμε το παράδειγμα του ελέγχου της λίστας Λαγκάρντ.

Οι γερμανικές φορολογικές αρχές κάλεσαν τους συμμετέχοντες Γερμανούς σε λίστες (μερικές τις αγόρασαν από απατεώνες!) και τους έκαναν μία πρόταση που δεν μπορούσαν να αρνηθούν: πληρωμή φόρων ή τα χειρότερα, που (μεταφράζω από τα γερμανικά) ήταν έλεγχος και εφαρμογή του νόμου. Αυτό δεν έχει μεγάλο κόστος και αποζημιώνει πλουσιοπάροχα εξαργυρώνοντας φήμη (στην περίπτωσή μας της κρατικής), που πάντα και παντού προηγείται. Τα κράτη διαχρονικά και οι φορολογικές αρχές τους είναι από τα καλύτερα παραδείγματα επιπτώσεων της φήμης.

Αν ξεχάσουμε για λίγο τις πονηρές κωλυσιεργίες και τα παιχνίδια του στυλ «που να 'ναι τάχα το cd», έχει κάποιο δίκιο η κυβέρνηση όταν αναφέρει ότι είναι χρονοβόρο να ολοκληρώσεις χιλιάδες ελέγχους σε λίστες όταν πρέπει να αναζητήσεις αποδεικτικά στοιχεία στο εξωτερικό. Καμία σοβαρή φορολογική αρχή δεν έχει στόχο τους ελέγχους όλων των φορολογούμενων και όλων των φορολογικών δηλώσεων. Σε ένα σύγχρονο κράτος, η καταδίκη μέσω της δικαστικής οδού είναι χρονοβόρος, εκτός αν επιθυμούμε πιο «ανατολίτικες» μεθόδους δικαιοσύνης, ή και ακόμα πιο ανατολικές (στην Κίνα η μεγάλη φοροδιαφυγή τιμωρείται με θάνατο).

Τα χαμένα τεκμήρια

Ο επαναπατρισμός κεφαλαίων κουρελιάζει κάθε έννοια τεκμηρίων. Πάντα τέτοιοι νόμοι ασυλίας προβλέπουν απαλλαγή από πόθεν έσχες για έναν πολύ απλό λόγο. Κανείς δεν θα φέρει καταθέσεις από το εξωτερικό πληρώνοντας και εφάπαξ φόρο για να πρέπει σε δεύτερο χρόνο να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Βέβαια, τα τεκμήρια έτσι όπως εφαρμόζονται κατά καιρούς στην Ελλάδα έπρεπε να είχαν καταργηθεί από καιρό.

Σε τεκμαρτό προσδιορισμό συνήθως παγιδεύονται οι λάθος άνθρωποι, τις περισσότερες φορές μισθωτοί και συνταξιούχοι που έχουν ένα σπίτι λίγο μεγαλύτερο, ή ένα αυτοκίνητο με περισσότερα κυβικά από όσο προέβλεψε κάποιος γραφειοκράτης νομοθέτης. Οι κυβερνήσεις δέχονται πιέσεις απο συντεχνίες που ζητούν κατάργηση του πόθεν έσχες «για να τονωθεί η αγορά», νομοθετούν εξαιρέσεις όπως η αγορά των (πάλαι ποτέ) ομολόγων του ελληνικού δημοσίου ή παραθυράκια όπως οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των Ανωνύμων Εταιρειών. Οι πλούσιοι είχαν (και θα έχουν) πολλές δυνατότητες αποφυγής των τεκμηρίων, διαθέτουν έμπειρους λογιστές και δικηγόρους που πάντα βρίσκουν τρόπους για να μην πέφτουν σε παγίδες.

Αντιθέτως οι φτωχότερες τάξεις πιάνονται σε δόκανα που δεν έχουν προϋπολογίσει, παρότι η ακριβής τοποθεσία τους είναι γνωστή, γιατί δεν έχουν διαθέσιμο έναν φοροτεχνικό στο σαλόνι τους. Αντίθετα με τη διαδεδομένη εντύπωση, οι φτωχότερες τάξεις έχουν μεγαλύτερο ποσοστό της περιουσίας τους σε ακίνητα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο πόθου για έκτακτες φορολογίες και τεκμήρια διαδοχικών ανίκανων ελληνικών κυβερνήσεων. Οι έμμεσοι μέθοδοι προσδιορισμού των εισοδημάτων, τις οποίες επιτέλους προβλέπει η φορολογική νομοθεσία (άρθρο 27 Ν. 4174/13 και ΠΟΛ.1270/24.12.2013), έχουν δοκιμαστεί παγκόσμια και έχουν τις προδιαγραφές για ανακάλυψη εισοδημάτων που εντοπίζονται ευκολότερα εκ του αποτελέσματος. Όλη αυτή η προσπάθεια που είναι σε σωστή κατεύθυνση υπονομεύεται από ρυθμίσεις για επαναπατρισμούς.

Ο επαναπατρισμός και το περιουσιολόγιο

Οι έμμεσοι προσδιορισμοί των εισοδημάτων σε συνδυασμό με το περιουσιολόγιο αποτελούν τομές για τη μείωση της φοροδιαφυγής. Προφανώς, η αρχική καθιέρωση του περιουσιολογίου θα διευκολυνθεί αν δεν μάθουμε πώς αποκτήθηκε ο πλούτος σε ένα παρελθόν που δεν μπορούμε να αλλάξουμε, και καταγράψει επιτέλους η εφορία το ύψος της περιουσίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όλων των φορολογούμενων.

Το πόθεν έσχες, έτσι όπως λειτουργεί σήμερα, φορολογεί αδύναμους ή αφελείς και όχι τους μεγαλοφοροδιαφεύγοντες που έχουν τρόπους να αλλάζουν την πηγή, τον χρόνο, τον τόπο και το υποκείμενο της φορολογίας με τη βοήθεια των καλύτερων συμβούλων. Για τους πλούσιους και τις μεγάλες ξένες εταιρείες και την καταπολέμηση του transfer pricing χρειάζεται ξεχωριστή οργάνωση, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα η νέα ΓΓΔΕ, και πρέπει να υποστηριχθεί και από ανθρώπους εκτός του Υπουργείου Οικονομικών. Οποιαδήποτε ρύθμιση επαναπατρισμού (ή η αναμονή της) υπονομεύει τη δημιουργία περιουσιολογίου και πριονίζει το κλαδί όπου κάθονται οι φορολογικές αρχές (αν και σήμερα κάθονται στο χώμα).

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες

Μεγάλο πρόβλημα θα αποτελέσει, όπως και το 2010, ο Ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα χρήματος ιδιαίτερα σήμερα όταν μετά από τροποποιήσεις του νόμου το 2011 η φοροδιαφυγή εντάσσεται ως ποινικό αδίκημα και εφαρμόζονται οι διατάξεις του. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος επαναπατρίσει χρήματα και αν ο νέος νόμος δεν τροποποιεί τον Ν. 3691/2008 ή με κάποιον τρόπο δεν αναστέλλει το ποινικό κομμάτι της φοροδιαφυγής, τότε μπορεί ο φορολογούμενος να αποδώσει τον φόρο στο κράτος για τα εισερχόμενα κεφάλαια, αλλά ταυτόχρονα και κατόπιν ελέγχου από την τράπεζα να κινδυνεύει ποινικά για ξέπλυμα μέσω φοροδιαφυγής ή άλλων αδικημάτων!

Ίσως υπάρξουν άγαρμπες «θεραπείες» όπως αυτές που προέβλεπε η τελευταία παράγραφος του προηγούμενου νόμου που ανέφερε: «Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3691/2008» (άρθρο 18 Ν. 3842/2010). Με τέτοιες νομικές ντρίπλες τα περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες καταντούν φληναφήματα.

Ποιοι μένουν να ενταχθούν στον επαναπατρισμό;

Αν εξαιρεθούν οι πολιτικοί, οι κατέχοντες κυβερνητικές θέσεις, οι εγκληματίες που ευχαρίστως θα νομιμοποιούσαν παράνομα κεφάλαια, το ερώτημα είναι ποιοι θα ενταχθούν σε ρύθμιση επαναπατρισμού. Αν κάποιος έχει τα χρήματά του στο εξωτερικό και έχουν φορολογηθεί γιατί να τα φέρει στην Ελλάδα και να πληρώσει και φόρο; Αν στοχεύονται τα χρήματα όσων από δραχμοφοβία ή άλλου τύπου ανασφάλεια τα έκρυψαν στα στρώματα, οποιοσδήποτε νόμος περί επαναπατρισμού είναι εκτός εμβέλειας και για ψυχολογικούς λόγους. Ο βασικός λόγος που έχει συσσωρευτεί άγνωστος αριθμός δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ελβετία και αλλού δεν είναι η φοροδιαφυγή αλλά η ανωνυμία η οποία εξαφανίζεται με την επιστροφή των κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες. Ποιος θα είναι βέβαιος ότι δεν θα γίνει αντικείμενο σχολιασμού σε μέσα ενημέρωσης και δικτύωσης, ενώ μπορεί να διατηρήσει στην ήσυχη ανωνυμία το παρελθόν του;

Συμπεράσματα

Οι παρενέργειες ενός νόμου περί επαναπατρισμού είναι οι εξής:

1. Η χαμένη αξιοπιστία του κράτους θα εξαφανιστεί και ως μελλοντική πιθανότητα. Οι απειλές περί αποκάλυψης φοροφυγάδων με νέα τεχνολογικά μέσα και ανακαλύψεις λογαριασμών στο εξωτερικό θα ακούγονται κούφιες.
2. Θα διατηρηθεί το (κυρίαρχο) αίσθημα αδικίας και ανισότητας στα βάρη, όταν το ζητούμενο είναι η αύξηση του ποσοστού της εθελοντικής φορολογικής συμμόρφωσης και θα ακυρωθούν κάποιες σωστές προσπάθειες εκσυγχρονισμού του φορολογικού μας συστήματος
3. Το οικονομικό αποτέλεσμα θα είναι φτωχό όπως και στο παρελθόν, ενώ οι ζημιές μεγάλες.

Όσοι σκέφτηκαν (καλύτερα ονειρεύτηκαν) επιστροφές κεφαλαίων 10 δισ. ψάχνουν εύκολες λύσεις εφάμιλλες του πλούτου του υπεδάφους μας ή διαγραφών χρεών από δανειστές που ευχαρίστως θα προτιμούσαν να μας πετάξουν έξω από την παρέα παρά να δεχθούν εκβιασμούς. Αν λείπουν καταθέσεις από τις ελληνικές τράπεζες, ας διορθώσουμε το άρρωστο θεσμικό μας πλαίσιο, ας δημιουργήσουμε επιχειρηματικά κίνητρα έστω αίροντας τα εμπόδια που υπάρχουν και ας στραφούμε στην κατεύθυνση της αύξησης της παραγωγής και των εξαγωγών που συρρικνώνονται μαζί με την υπόλοιπη οικονομία. Τότε δεν θα χρειάζονται νόμοι για να έρθουν τα απολωλότα κεφαλαία με πανάκριβο κόστος.

 

Ο κ. Κωνσταντίνος Μαρκάζος είναι οικονομολόγος.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v