Η κρίση, οι Χρυσαυγίτες και η νεοελληνική "ταυτότητα"

Ήρθε για να μείνει το κόμμα της Χρυσής Αυγής; Τα εντυπωσιακά ευρήματα για το προφίλ των ψηφοφόρων, τα χαρακτηριστικά τους και ο ρόλος της μεσαίας τάξης. Οι συνθήκες που ευνόησαν την άνοδό της και πώς μπορεί να αποδομηθεί το οικοδόμημα. Γράφει ο Γ. Σταμάτης.

  • Του Γιώργου Σταμάτη
Η κρίση, οι Χρυσαυγίτες και η νεοελληνική ταυτότητα

Η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση ανέδειξε δύο πολύ σοβαρά «εθνικής» σημασίας θέματα: τα υψηλά εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής και τα πλειοψηφικά εκλογικά ποσοστά του κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας στη Θράκη. Αν και δεν έχει περάσει ένας μήνας καλά-καλά από τις εκλογές, πιστοί στο εθνικό μας συνήθειο, αρχίζουμε να τα ξεχνάμε, για να τα θυμηθούμε όταν εμφανιστούν ξανά, με μεγαλύτερη «σφοδρότητα» ίσως...

Η ευκαιριακή, αποσπασματική ενασχόλησή μας με τα πράγματα, σε συνδυασμό με την έλλειψη μεθοδικού και συνεπούς σχεδιασμού, αποτελεί εθνικό μας χαρακτηριστικό, με σημαντικότερο εκφραστή του το πολιτικό μας σύστημα. Κι επειδή το θέμα της Χρυσής Αυγής είναι πολύ σοβαρό για να το ξεχάσουμε, θα προσπαθήσω να το επαναφέρω, θέτοντας σχετικά πέντε κυρίαρχα ερωτήματα:

Το πρώτο ερώτημα αφορά το ποιοι είναι τελικά οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής.

Αυτό που προκάλεσε στους περισσότερους έκπληξη ήταν το υψηλό ποσοστό του κόμματος σε όλη την επικράτεια και όχι μόνο σε περιοχές «ειδικού» ενδιαφέροντος (π.χ. μετανάστευση ή ανεργία).

Μπορεί ως κατάλοιπα του εμφυλίου ή και της χούντας τα προπύργια της φιλομοναρχικής ψήφου το 1974 και της Εθνικής Παράταξης (6% το 1977) να φέρνουν ως ιστορικά - πολιτισμικά στοιχεία πολιτικής συμπεριφοράς υψηλά ποσοστά στη Χρυσή Αυγή. Σίγουρα, όμως, ούτε η ανεργία, ούτε η μετανάστευση, ούτε η θυμωμένη νεανική ψήφος δείχνει να αποτελεί τον κυρίαρχο παράγοντα ερμηνείας της σχετικής ψήφου.

Τα στατιστικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους:

α) φύλλο: Άνδρες 11,4% - Γυναίκες: 5,5%,

β) ηλικία : 18-14 ετών: 11,3%, 25-34 ετών: 10,7%, 35-44 ετών: 9,5%, 45-54 ετών: 9,3%, 55-64 ετών: 7,6%, 65 ετών και πάνω: 5,6%

γ) Εντυπωσιακά, όμως, είναι και τα αποτελέσματα με βάση το επάγγελμα: Δημόσιοι υπάλληλοι 7,9%, ιδιωτικοί υπάλληλοι 9,5%, ελεύθεροι επαγγελματίες 9,4%, επιχειρηματίες 8,6%, αγρότες 16,5%, οικιακά 6,5%, συνταξιούχοι 7%, άνεργοι 7,3%, σπουδαστές 7,3%, δεν έδωσαν επάγγελμα 10,1%.

Συμπέρασμα: Αντίστοιχου ύψους σχεδόν διαστρωμάτωση σε όλο το εύρος της κοινωνίας.

Συνεπώς, η εικόνα που είχε δημιουργηθεί, ότι η Χρυσή Αυγή ψηφίζεται, εκτός από τους «ακτιβιστές» του χώρου, από άτομα μάλλον χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και ανέργους ή εξαιρετικά πληγέντες από την κρίση, είναι λάθος!

Το δεύτερο ερώτημα αφορά το ποιοι είναι οι λόγοι της δημιουργίας υψηλού ποσοστού εκλογικής προτίμησης προς τη Χρυσή Αυγή

Ας δούμε λοιπόν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το εποικοδόμημα της Χρυσής Αυγής, που «ψήλωσε» σημαντικά όταν εμφανίστηκαν οι κατάλληλες αφορμές.

Στο τελευταίο μου βιβλίο, με τίτλο «Ελληνοπάθεια», έχοντας συγκεντρώσει τις θέσεις αρκετών από τους σημαντικότερους επιστήμονες και διανοητές, σχετικά με τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, παρατήρησα ότι εμφανίζεται μία εντυπωσιακή σύγκλιση ως προς τις διαπιστώσεις τους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εκφράζουν διαφορετικές θεωρητικές ή ιδεολογικές προσεγγίσεις.

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:

Ο Διχασμός - Διπολισμός, το ατομικό που προηγείται του συλλογικού, το «ανορίωτο» (η κακή σχέση δηλαδή με τα όρια, όπως αυτά εκφράζονται μέσα από κανόνες και θεσμούς), η κυριαρχία του συναισθήματος επί της λογικής και η αδυναμία διαλόγου (σεβασμός στο «διαφορετικό»).

Πέραν αυτών, διακρίνουμε επίσης:

Πρώτον, μια διάχυτη εθνική ανασφάλεια.

Δεύτερον, την έλλειψη αυτοπεποίθησης, κάτι που γίνεται εμφανές όταν εκφράσεις μικρομεγαλισμού και υποτίμησης των ξένων (π.χ. «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες...») διαδέχονται ακριβώς αντιθέτου τύπου εκφράσεις εθνικής υποτίμησης («Δεν αξίζουμε τίποτε...», «Αυτή είναι η Ελλάδα...»), για να καταλήξουν συνήθως στο συμπέρασμα ότι για τα δεινά της χώρας μας φταίνε τα καταχθόνια σχέδια των πάσης φύσεως εχθρών μας...

Τρίτον, μια εναγώνια αναζήτηση εθνικής ταυτότητας.

Ας προσθέσουμε, τέλος, την ατελή αστική ανάπτυξη, από την απουσία τόσο του Διαφωτισμού, όσο και τη χαλαρή κοινωνικά, «συνομάδωση», που ονομάστηκε αστική τάξη, η οποία δεν κατόρθωσε ως σήμερα να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή εν πολλοίς αστικό πολιτισμό, σύμφωνα με τον Π. Κονδύλη.

Γι' αυτό και από το κυρίαρχο εθνικό μας «αφήγημα» ήταν απούσες (και συνεχίζουν να είναι) οι ισχυρές «φιλελεύθερες» αξίες, που χαρακτηρίζουν την Ευρωπαϊκή Αστική Τάξη. Σε αυτή δηλαδή, ανεξάρτητα αν κάποιος αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός, σοσιαλιστής, φιλελεύθερος, η δεξιός, δέχεται ως κυρίαρχες αξίες την ανοικτή κοινωνία, τα ατομικά δικαιώματα, την ευθύνη, τη συνέπεια, τη δέσμευση σε κανόνες, τον ελεύθερο αυτοπροσδιορισμό, την ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και την κοινωνική δικαιοσύνη ως προς την προστασία των πραγματικά αδύναμων.

Περίπου σαράντα χρόνια τώρα, στην Ελλάδα, μέσα από μία απίστευτη «κρατικογραφειοκρατικοσυνδικαλιστή» λαίλαπα, η διαφθορά έφτασε σε απίστευτα ύψη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης ως προϊόντος πελατειακών σχέσεων, αρπαγής, διαπλοκής, κρατικοδίαιτου πλουτισμού και άκρατου δανεισμού. Μιας μεσαίας τάξης χωρίς παιδεία, χωρίς αξίες, χωρίς ούτε καν μία πεπαλαιωμένη συντηρητική ηθική. Κατά συνέπεια, μεγάλο μέρος αυτής δεν είχε ούτε το πνευματικό, ούτε το επαγγελματικά αυτάρκες, ούτε το ηθικό ανάστημα να αντιμετωπίσει την κρίση, αλλά και αντιδημοκρατικά φαινόμενα, όπως αυτό της Χρυσής Αυγής.

Εδώ, πιθανόν να ρωτήσετε, μα είναι δυνατόν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής να έχουν την ίδια ιδεολογική αφετηρία με αυτήν; Φυσικά και όχι. Παράλληλα όμως, συμφωνούν, αν όχι σε όλες, σίγουρα στις περισσότερες θέσεις που εκφράζει!

Έχω μιλήσει με αρκετούς ανθρώπους, με όχι ευκαταφρόνητο μορφωτικό, επαγγελματικό ή οικονομικό επίπεδο, που ψήφισαν Χρυσή Αυγή. Δεν τους θεωρώ απελπισμένους, παραπλανημένους ή παρασυρμένους. Ούτε καν συμπαθούντες μία ολοκληρωτική ιδεολογία. Μόνον θυμωμένους! Κι αυτός ο θυμός τους δεν συνάντησε τελικά κάποια ισχυρή αξιακή αναστολή.

Υπάρχει και μια άλλη άποψη, που πολύ λίγο έχει συζητηθεί στη χώρα μας:

Ο σπουδαίος νομπελίστας οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ υποστηρίζει στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία» ότι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκαν μέσα από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας! Η οικονομική ελευθερία κατά τον Χάγιεκ είναι το προαπαιτούμενο κάθε άλλης ελευθερίας. Κατά συνέπεια, προεκτείνοντας τη σκέψη του, θα λέγαμε ότι σε χώρες με μεγάλη παράδοση κρατικής παρεμβατικότητας, ο εθισμός των πολιτών στον προστατευτισμό τους οδηγεί συχνά σε εκδικητική συμπεριφορά εναντίον των εκπροσώπων του πρώην κράτους προστάτη-εργοδότη, που δεν μπορεί πια να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο!

Δεν πρέπει να ξεχνάμε δύο πολύ σημαντικούς επίσης παράγοντες: Ο πρώτος αφορά την ακροδεξιά παράδοση. Αυτήν την υιοθετεί μια κρίσιμη μάζα, αν όχι εν δυνάμει οπαδών, αλλά σίγουρα θετικά διακείμενων ακροατών.
Ο ελληνικός εμφύλιος, και όχι μόνο, έχει ακόμα βαθεές ρίζες...

Ο δεύτερος, αφορά τον εξαιρετικά μεγάλο αντισημιτισμό που υπάρχει στη χώρα μας. Δυστυχώς, η Εκκλησία έχει βάλει σε μεγάλο βαθμό το χεράκι της... Σε όλες τις χώρες υπάρχει αντισημιτισμός. Αποτελεί όμως τη μειοψηφία. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, είναι η πλειοψηφία και έτσι μπορεί να αποτελέσει τη δεξαμενή της Χρυσής Αυγής. Τα νούμερα είναι συγκλονιστικά: το 68% των Ελλήνων υιοθετεί αντισημιτικά στερεότυπα. Συγκρίνονται, δυστυχώς, μόνο με το 74% της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Θα ήταν, τέλος, μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ και στο ψυχολογικό υπόβαθρο του θέματος. Ο φιλόσοφος Σ. Ράμμος, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», απαντά στο ερώτημα ποιοι πυκνώνουν τις τάξεις της Χρυσής Αυγής: «Θέλω, πράγματι, να υπογραμμίσω το ψυχολογικό υπόστρωμα της ανασφάλειας, που βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, πίσω από τη λεγόμενη "αντισυστημική" της επιθετικότητα. Θεωρώ πως η ιδεολογία της Χρυσής Αυγής δίνει την ευκαιρία στις αρνητικές επιθυμίες ικανού αριθμού τσαλακωμένων ανθρώπων και οργισμένων από αγωνία για τον εαυτό τους νέων, να εξωτερικεύσουν επιθετικά τις φοβίες τους και να δώσουν στην αντίδρασή τους μια μορφή πολιτικής επιλογής. Γοητεύονται από τη δύναμη της βίας με τη συνδρομή, βέβαια, χαμηλών ιδεών».

Συμπέρασμα: Δεν έχει οικοδομηθεί στην κοινωνία μας μια ισχυρή αξιακή βάση, ως παράγοντας ηθικής και πολιτικής αναστολής στην ψήφο υπέρ της Χρυσής Αυγής.

Το τρίτο ερώτημα αφορά τον πιθανό συσχετισμό της ανόδου της Χρυσής Αυγής με το πρόσφατο ακροδεξιό, αντισυστημικό ή ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα.

Απαιτείται μεγάλη ανάλυση για να αποτυπωθούν τα χαρακτηριστικά της ανόδου αυτής σε κάθε χώρα. Σίγουρα είναι και πολλά και διαφορετικά.

Η Χρυσή Αυγή, όμως, δεν βρίσκεται σε ποιοτική ή χρονική αντιστοιχία με τα παραπάνω ρεύματα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μέχρι τις εκλογές του 2012 δεν ανέφερε τίποτε για το μνημόνιο, ούτε για «ξένους κατακτητές». Η κυρίαρχη ατζέντα της αφορούσε τους μετανάστες. Στη συνέχεια, εμπλουτίστηκε με το διεφθαρμένο σύστημα.

Από τότε βέβαια, ίσως και καιροσκοπικά, μέσα στο εθνικό δίπολο «μνημόνιο - αντιμνημόνιο», έχει γίνει φανατικά αντιμνημονιακή. Αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι αρκετοί ψηφοφόροι που δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τα άλλα κόμματα ψήφισαν επικουρικά Χρυσή Αυγή. Την ψήφισαν όμως όχι επειδή τους εκφράζει, αλλά ως τους «αυθεντικότερους» εκφραστές της πολιτικής εναντίον του μνημονίου και του διεφθαρμένου συστήματος.

Και αυτό μας οδηγεί στο τέταρτο ερώτημα: ποιες είναι τελικά οι αφορμές, αλλά και οι συνθήκες που ευνόησαν την ανάπτυξη του εποικοδομήματος της ανόδου της Χρυσής Αυγής;

Έχουμε λοιπόν επτά κατηγορίες αφορμών-συνθηκών, που ευνόησαν τη δημιουργία αυτού του εποικοδομήματος.
Η πρώτη αφορά τον κυρίαρχο «αντιμνημονιακό» λόγο. Η κοινωνία εθίζεται σε έναν λόγο που σπέρνει φόβο, οργή, πόλωση, καχυποψία, ξενοφοβία, θεωρίες συνωμοσίας και συνεπώς εισπράττει μίσος.

Δεν υπήρξε, δυστυχώς, αντίβαρο σε αυτόν το λόγο, που αναπτύχθηκε λόγω της ταχείας, μη επαρκώς αιτιολογημένης και συχνά πολύ άδικης μείωσης του ατομικού και του εθνικού εισοδήματος, με αποτέλεσμα την απότομη χειροτέρευση των συνθηκών και του τρόπου διαβίωσης της κοινωνίας. Και αυτό το αντίβαρο θα ήταν ένας λόγος ειλικρίνειας, ευθύνης, λογικής, αναζήτησης των αιτίων και όχι μόνον ενόχων, αναζήτησης λύσεων, συγκλίσεων, συνεννόησης και τρόπων ανακούφισης των ασθενέστερων.

Δυστυχώς, ο λόγος του μίσους δεν εκφράζεται μόνον από πρώην περιθωριακούς ρήτορες στα κανάλια, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού, του δημοσιογραφικού, ακόμη και του επιστημονικού κόσμου, δυστυχώς! Μπορεί να περισσεύουν και να είναι ορατές οι σκοπιμότητες, η κολακεία και ο λαϊκισμός. Το κακό, όμως, το έχουν κάνει!

Εδώ, φυσικά, κερδισμένος δεν είναι άλλος από τον αυθεντικό εκφραστή του μίσους, όχι μόνο λόγω, αλλά και έργω. Και αυτό τον κάνει ακόμα πιο πειστικό και ελκυστικό! Ας μην ξεχνάμε την «Πάνω Πλατεία», που τα συναισθήματα και τα συνθήματα των Αγανακτισμένων «κούμπωσαν» πολύ καλά με το επερχόμενο αφήγημα της Χρυσής Αυγής, επεκτείνοντας την κοινωνική ανοχή...

Η δεύτερη κατηγορία αφορά το μεταναστευτικό, κάτι που έχει αναλυθεί επί μακρόν.

Η τρίτη κατηγορία αφορά την οικονομική κρίση που ανέδειξε θέματα όπως το μνημόνιο ως αιτία όλων των κακών μας και (ιδιαίτερα για τη Χρυσή Αυγή) την ορατή και εύκολη λεία: το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.

Η τέταρτη αφορά την «έμμεση» νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής από τον πολιτικό κόσμο. Η γενικότερη ανοχή και η αμήχανη έως αδιάφορη αντιμετώπιση φαινομένων φραστικής βίας, και όχι μόνο, από το Προεδρείο της Βουλής, η υπόθεση Μπαλτάκου και τα πολλαπλά και πανταχόθεν «κλεισίματα» του ματιού μείωσαν ακόμη περισσότερο τις ηθικές αναστολές των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής.

Η περίπτωση του Γιώργου Καμίνη, απελπιστικά μόνου στη σταθερή του στάση απέναντι στη Χρυσή Αυγή, και μάλιστα από πολύ νωρίς, επιβεβαιώνει δυστυχώς τον κανόνα. Βέβαια, δεν θα πρέπει να αδικήσουμε και αρκετές άλλες φωνές, που ακολούθησαν, που δυστυχώς όμως αποτελούν μειοψηφία.

Η πέμπτη κατηγορία αφορά τον ακτιβισμό της βίας και τη συμβολική εκμετάλλευση της ισχύος και της σωματικής δύναμης. Η στρατιωτική οργάνωση, οι εντυπωσιακοί συμβολισμοί (στολές, σημαίες, παρελάσεις, πυρσοί, στρατιωτικού τύπου κατασκηνώσεις κ.λπ.) και η δύναμη του «ανήκειν» σε μία ισχυρή ομάδα ασκούν μεγάλη γοητεία σε αρκετούς νέους.

Γι' αυτό και η διείσδυση στα σχολεία και η μεθοδική και πληθωρική αξιοποίηση του διαδικτύου έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη δημιουργία υψηλού ποσοστού συμπαθούντων στους νέους. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με το εργαλείο alexa, η ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής είναι μακράν η πρώτη σε επισκεψιμότητα από όλα τα πολιτικά κόμματα.

Η έκτη κατηγορία αφορά την παρέμβαση στην πόλη και στη γειτονιά.

Η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης του κέντρου της Αθήνας, ιδιαίτερα μετά το δεύτερο κύκλο μετανάστευσης (2008), είχε ως αποτέλεσμα να κατοικεί στο 4ο και στο 6ο εκλογικό διαμέρισμα ιδιαίτερα το 80% του συνόλου των μεταναστών στην Αθήνα, που σημειωτέον αποτελούν το 27% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Αυτή ήταν μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία για τη Χρυσή Αυγή, την οποία δεν άφησε ανεκμετάλλευτη.

Μια άλλη, διαφορετικής φύσεως ευκαιρία, αφορά το Πέραμα. Εδώ, το ζητούμενο ήταν ο έλεγχος της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, όχι μόνο για πολιτικούς (αντίθεση ακροδεξιάς με αριστερά - κυρίως ΠΑΜΕ και ΚΚΕ) αλλά και για λόγους «επιχειρηματικών» συμφερόντων, τον έλεγχο των δουλειών δηλαδή. Εδώ, τα θύματα ήταν Έλληνες, όχι μετανάστες.

Η έβδομη κατηγορία τέλος έχει να κάνει με τη νομιμοποίηση της βίας στην ελληνική κοινωνία, και μάλιστα με κοινωνικό ή ιδεολογικό μανδύα.

Η ερμηνεία του φαινομένου της Χρυσής Αυγής από την αριστερά -και θα αναφερθώ εδώ σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Δ. Χριστόπουλου- στέκεται σε αιτίες, όπως το ιστορικό βάθος, η εθνικιστική ρητορική και ο ρατσισμός, που αποτέλεσαν μία στέρεη βάση, όταν οι θρυαλίδες του μεταναστευτικού, των βιοτικών αδιεξόδων και της ανυποληψίας του πολιτικού συστήματος άναψαν. Μέχρις εδώ, συμφωνούμε απόλυτα. Αυτό όμως που δεν αναφέρεται καθόλου σ' αυτήν την ανάλυση είναι η αριστερή ρητορική (που εκφράζεται από μέρος της αριστεράς) που σε συνδυασμό με τον αριστερό ακτιβισμό νομιμοποιεί τη βία στην κοινωνία.

Μπορεί ο αριστερός ακτιβισμός να έχει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά και ιδεολογική αφετηρία, σίγουρα όμως, πέραν της νομιμοποίησης της βίας, προκαλεί και την επιθυμία δυναμικής απάντησης από τα άκρα του ιδεολογικού εχθρού (εθνικισμός, ακροδεξιά).

Και το χειρότερο, απενοχοποιεί τη βία και την καταπάτηση στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Κλείσιμο δρόμων, λιμανιών, αρχαιολογικών χώρων, καταστημάτων, καταλήψεις σχολείων, πανεπιστημίων, δημοσίων κτιρίων, δημόσιου χώρου αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιωτικής περιουσίας, προσβολή του δικαιώματος της εργασίας και συχνά της αντίθετης άποψης, αλλά και σχετική (ευτυχώς όχι απ' όλους) επιείκεια προς τρομοκράτες και τρομοκρατικές ενέργειες αποτελούν έναν μικρό αριθμό στον σχετικό κατάλογο...

Τελικά, τα λόγια της καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης, Βασιλικής Γεωργιάδου, σε συνέντευξή της στο LIFO, πολύ θα πρέπει να μας προβληματίσουν: «Έχω νιώσει έκπληξη συζητώντας με ανθρώπους που είχαν πολύ καλές σπουδές πίσω τους, ένα καλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Το να είσαι τόσο πεπεισμένος για την ορθότητα των αυταρχικών ιδεών, αυτό ναι, με έχει σοκάρει».

Έτσι, φτάσαμε στο τελευταίο και πιο δύσκολο ερώτημα, το πέμπτο κατά σειρά, το «διά ταύτα»: τι κάνουμε λοιπόν;

Η Χρυσή Αυγή ήρθε για να μείνει. Εμείς θα την αφήσουμε; Κι αφού –υποτίθεται– δεν θέλουμε να μείνει, πώς θα το καταφέρουμε;

Η απάντηση ούτε εύκολη είναι, ούτε μπορεί κάποιος μόνος του, ακόμα κι αν είναι μια μεγάλη πολιτική παράταξη, να τα καταφέρει. Αυτό απαιτεί συνεννόηση, κοινή και σταθερή γραμμή και συλλογικότητα. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν μερικά αυτονόητα βήματα.

Πρώτο και κυρίαρχο είναι η Δημοκρατία να κερδίσει αυτούς που ψήφισαν Χρυσή Αυγή. Και όπως σοφά αναφέρει ο Π. Μανδραβέλης: «όχι ως κοινωνία, αλλά ως πολίτες, ... να τους εξιστορήσει πώς ο κόσμος έφτασε να αποστρέφεται το ναζισμό, να τους εξηγήσει πως η χειρότερη Δημοκρατία είναι απείρως καλύτερη από την καλύτερη δικτατορία, να τους μιλήσει στην καρδιά τους τέλος, εξηγώντας πως η βία είναι το τελευταίο καταφύγιο των αποτυχημένων.... Όλα τα παραπάνω λέγονται δημοκρατική παιδεία κι αυτό θέλει χρόνο πολύ και δουλειά πολλή».

Μήπως θα έπρεπε η σπουδαία ταινία «Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας» να παίζεται μία φορά το μήνα σε όλα τα σχολεία μας;

Το δεύτερο είναι να συμφωνήσουν –τουλάχιστον σε αυτό– όλοι οι πολιτικοί χώροι, σε μια κοινή στάση, χωρίς σκοπιμότητες, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Το μήνυμα στην κοινωνία θα ήταν καθοριστικό!

Το τρίτο είναι η στρατηγική: Στόχος είναι να αποδομηθεί η Χρυσή Αυγή με πολιτικούς όρους (και όχι μόνο με δικαστικούς).

Σκεφτείτε τι θα γίνει αν η Χρυσή Αυγή μακιγιαριστεί κι αρχίσει να μιλάει πιο γλυκά, όπως πολλοί Ευρωπαίοι συγγενείς της. Πόσο εύκολο θα είναι να αντιμετωπίσεις κάτι που δεν θα είναι ορατό γι' αυτό που είναι;

Γι' αυτό πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε πολιτικά με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής. Θα τους κηρύξουμε αποσυνάγωγους; Αν φερθούμε έτσι, τους χαρίζουμε στη Χρυσή Αυγή διά παντός, καθώς έτσι δικαιώνουμε την επιλογή τους.

Εδώ λοιπόν, στο πιο λεπτό σημείο της στρατηγικής, απαιτείται ισορροπία:

Όχι στη ρητορική και στις μεθόδους της Χρυσής Αυγής. Ναι σε αυτούς που δεν τις ασπάζονται πια. Αν όμως πούμε ναι σε αυτούς, που εξακολουθούν να τις ασπάζονται, κάναμε το λάθος βήμα. Και όπως λέει ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος στο ΒΗΜΑ: «Θέλει σύστημα, εκπαίδευση, ίσες ευκαιρίες και όχι πανικό... Και δεν μπορούμε να τα εφαρμόσουμε όσο η Παιδεία είναι ένα παρεξηγημένο προϊόν».

Ευτυχώς, τα πράγματα είναι ανατρέψιμα. Το πιο εντυπωσιακό εύρημα των εκλογικών ερευνών είναι ότι το 47% των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής δεν την είχε ξαναψηφίσει το 2012. Επίσης ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων της το 2012 δεν την ξαναψήφισε το 2014! Δύο χρόνια, λοιπόν, είναι ένας ελάχιστος πολιτικός χρόνος για να δημιουργηθούν πιστοί και μόνιμοι ψηφοφόροι.

Κι ας μην ξεχνάμε τη δύναμη του παραδείγματος.

Ευτυχώς, όσο κι αν δεν προβάλλονται από τα ΜΜΕ, οι υγιείς και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας είναι πολύ περισσότερες απ' όσο νομίζουμε. Ας αφεθούν λοιπόν ελεύθερες να συμβάλουν στην κοινωνική αναβάθμιση και στον ριζοσπαστικό οικονομικό μετασχηματισμό της Ελλάδας!

Αυτή είναι η πιο υγιής τακτική και η πιο αποτελεσματική απάντηση στη Χρυσή Αυγή!

* Ο κ. Γιώργος Σταμάτης είναι Σύμβουλος Ανάπτυξης Επιχειρήσεων και Συγγραφέας. Διδάσκει στα Πανεπιστήμια N.Y.C. Τιράνων και Πράγας. Εξέδωσε τελευταία το βιβλίο «Ελληνοπάθεια».

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v