Τα γεγονότα δεν περιορίζονται απλώς στο τρέξιμο. Διαθέτουν και ποικίλες άλλες ιδιότητες, από τις οποίες η πιο σπουδαία είναι ότι δημιουργούν νέα πεδία μάθησης. Αυτό σημαίνει ότι όποιος θέλει να παραμένει μέσα στα πράγματα και να καταλαβαίνει τις νέες φάσεις και πτυχές της πραγματικότητας είναι απαραίτητο να ξαναμάθει να μαθαίνει.
Αυτό όμως εύκολα λέγεται, αλλά δύσκολα γίνεται. Να όμως που με αφορμή την πανδημία του Covid-19 αυτό κρίνεται απαραίτητο αν θέλει κανείς να αποφύγει την υποβάθμιση και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις. Από την άποψη αυτή, εξόχως ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική είναι μια τελευταία έρευνα της εταιρίας συμβούλων McKinsey, η οποία με απλά λόγια επισημαίνει ότι στην ταραγμένη εποχή που ζούμε η ανάγκη για μάθηση, προσαρμογή και αλλαγή, είναι προϋπόθεση για επαγγελματική ανέλιξη και επιτυχία.
Σύμφωνα με την έρευνα της McKinsey, η κρίση Covid-19 και η επακόλουθη μετάβαση σε υβριδικό μοντέλο εργασίας, επιτάχυναν την ανάγκη για νέες δεξιότητες του ανθρώπου, με αυτές τις τελευταίες να θέλουν νέες συναισθηματικές, κοινωνικές και γνωστικές ικανότητες, πράγμα που παραπέμπει σε αλλαγή της φύσης της εργασίας. Το 58% των ερωτηθέντων σε πρόσφατη παγκόσμια έρευνα της εταιρίας, είπαν ότι το κλείσιμο των κενών δεξιοτήτων, από την έναρξη της πανδημίας αποτελεί υψηλή προτεραιότητα.
Είναι κατάδηλο έτσι ότι αυτή η στατιστική υποδηλώνει μόνο την ανάγκη για επανεκπαίδευση: έρευνα από το Παγκόσμιο Ινστιτούτο McKinsey διαπιστώνει ότι περισσότεροι από 100 εκατομμύρια εργαζόμενοι σε οκτώ μεγάλες οικονομίες ίσως χρειαστεί να αλλάξουν επάγγελμα έως το 2030. Οι εταιρείες θα πρέπει να κάνουν μια ολοκληρωμένη απογραφή των δεξιοτήτων στους οργανισμούς τους, να δημιουργήσουν «κόμβους δεξιοτήτων» για συνεχή μάθηση και να οικοδομήσουν οικοσυστήματα μάθησης μέσω συνεργασιών με κοινότητες και εκπαιδευτικούς.
Με αφορμή την πανδημία και τις επιδράσεις της, για τις επιχειρήσεις προκύπτουν και νέοι κίνδυνοι, τόσο στον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στις ήδη διαταραγμένες αλυσίδες εφοδιασμού. Όλο και περισσότερο επίσης υπάρχουν δείγματα και μακροοικονομικές νευρικότητες η οποία από μόνη της παράγει αβεβαιότητα.
Υπό παρόμοιες συνθήκες, το συνολικό εργασιακό περιβάλλον μπαίνει με τη σειρά του σε νέες φάσεις λειτουργίας στο πλαίσιο της οποίας εργοδότες και εργαζόμενοι είναι ζωτική ανάγκη να βρουν κοινό έδαφος συνενόησης ως προς τη συμμετοχή και το ρόλο της εργασίας στην παραγωγή πλούτου.
Σημαντικό είναι επίσης το θέμα του χώρου της εργασίας. Όταν σύμφωνα με την έρευνα τηςMcKinsey, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 40% των εργαζομένων προκρίνει την εργασία από το σπίτι, «αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας επίπονης αλλαγής με τεράστιες κοινωνικές προεκτάσεις», τονίζει η Κάθυ Μακλόφλιν, συνεργάτις της McKinsey στη Νότια Καλιφόρνια. Και αφήνει να υπονοήσουμε οτι μύρια έπονται στη σημερινή υψηλής ρευστότητας εποχή μας.
Με αφετηρία την πανδημία, συνεπώς, ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται σε φάση ανατροπής και αν θέλουμε να τον αλλάξουμε προς όφελος των εργαζομένων, θα πρέπει πρώτα να τον καταλάβουμε.
«Μόνον έτσι θα αποφευχθούν σοβαρά λάθη του παρελθόντος. Είναι επείγον και κρίσιμο έτσι να αξιολογήσουμε στο σημερινό εργασιακό περιβάλλον την προσφορά εργασίας και να αναβαθμίσουμε τις κατώτερες βαθμίδες της. Δεν μπορεί για παράδειγμα ένας CEO μεγάλης εταιρίας να έχει ετήσιες αποδοχές 200 φορές παραπάνω από έναν νοσηλευτή Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ)». Αυτά τονίζει ο κοινωνιολόγος Ερικ Σαβιανέ και κάπου έχει δίκιο…