Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η επικοινωνία είναι ένα από τα ισχυρά σύμβολα του 21ου αιώνα, όπως βεβαίως υπήρξε σημαντικό ιδεώδες προσεγγίσεως των ανθρώπων, των αξιών και των πολιτισμών στον 20ο αιώνα. Η δε φιλοδοξία της ήταν να αποτελέσει την καρδιά του δημοκρατικού μοντέλου του περασμένου αιώνα, με την βοήθεια γοητευτικών και υψηλών αποδόσεων τεχνικών.
Ωστόσο, η επικοινωνία απειλείται σήμερα από σοβαρούς κινδύνους και γι αυτό πρέπει να προστατευθεί μέσα από μία προσπάθεια να την καταλάβουμε.
Στον 20ο αιώνα, το ιδεώδες της πληροφόρησης «όλα να γίνονται γνωστά αμέσως και σε όλο τον κόσμο», στις δημοκρατικές χώρες έγινε πραγματικότητα σε λιγότερο από τριάντα χρόνια. Βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να μαθαίνουμε τα πάντα, για όλα, αμέσως –πλην όμως, η αρχή είναι κεκτημένη. Όμως, την στιγμή που το ιδεώδες γίνεται πραγματικότητα, το όνειρο θρυμματίζεται για δύο λόγους: πρώτον, η λογική της πληροφορίας απλοποιείται σε σχέση με την πολυπλοκότητα της ιστορίας και, δεύτερον, οι αναταράξεις που δημιουργούνται από την πληροφορία αυξάνονται με την ίδια ταχύτητα των επιδόσεων.
Η διαπίστωση αυτή έχει πικρή γεύση. Συνεπώς, παρά τις τεχνικές διευκολύνσεις και την ταχύτητα μετάδοσής της, η πληροφορία σήμερα είναι τόσο εύθραυστη όσο και χθες, αλλά για διαφορετικούς λόγους.
Η φαινομενική της επιτυχία δεν πρέπει να μάς κάνει να ξεχνάμε ότι παραμένει σπάνια και εύθραυστη.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, η πολιτική νίκη της πληροφορίας μετετράπη σε πραγματικό βομβαρδισμό πληροφοριών, διότι η τεχνική επέτρεψε, προοδευτικά, να μαθαίνουμε –ή, μάλλον, να πληροφορούμεθα– πολλά πράγματα ταχύτατα.
Έτσι, η πληροφορία γίνεται πανταχού παρούσα και καταλήγει να είναι μία τυραννία της στιγμής.
Μαθαίνουμε τα πάντα από κάθε γωνιά της γης, χωρίς να έχουμε τον χρόνο να καταλάβουμε ή να ξαποστάσουμε, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε, τελικά, ποιος κερδίζει μεταξύ του καθήκοντος του πληροφορείν, του ανταγωνισμού και των εργαλείων –ή και των τριών ταυτοχρόνως.
Πέρα από την τυραννία του στιγμιαίου, ένας δεύτερος παράγοντας ο οποίος ερμηνεύει τη πίεση πάνω στην πληροφορία είναι οι πόλεμοι. Στο μέτρο που δεν είναι περίοδοι ελευθερίας για την πληροφορία, οι πόλεμοι συχνά αποτελούν εφαλτήριο για τεχνικούς νεωτερισμούς και δημογραφικά τεχνάσματα. Σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων, η επεξεργασία της πληροφορίας παρουσιάζει πολλά προβλήματα και οδηγεί τους φορείς της μετάδοσής της στο ψέμμα, ή στην σιωπή, ή στην αυτολογοκρισία.
Ένας τρίτος παράγοντας πιέσεων είναι οι καταστάσεις κοινωνικών ή πολιτικών κρίσεων. Αποκαλύπτουν τις αντιφάσεις της πληροφορίας, η οποία, επειδή μεταδίδεται live, δεν επιτρέπει ούτε στους δημοσιογράφους ούτε στο κοινό να εκτιμήσουν σωστά μία κατάσταση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η πληροφόρηση είναι άμεση όταν ξεσπά κάποια κρίση, εντούτοις δεν συμβάλλει καθόλου στην κατανόηση της κρίσης. Τα γεγονότα συνθλίβουν τα πάντα.
Συνεπώς, οι πρωταγωνιστές των κρίσεων επιβάλλουν την αταξία στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία, όχι λίγες φορές, δραματοποιούν τα γεγονότα ερήμην της πραγματικότητας. Υπό αυτή την έννοια, η άμεση μετάδοση γεγονότων συνήθως δεν είναι συνώνυμη της αλήθειας, διότι η πραγματική πληροφόρηση απαιτεί απόσταση –για την απόκτηση της οποίας οι δημοσιογράφοι έδωσαν μάχες παλαιότερα, προκειμένου το κοινό να μάθει τί συμβαίνει ή συνέβη.
Σήμερα, οι απευθείας μεταδόσεις καταργούν την απόσταση αυτή, με άμεση συνέπεια το κοινό που παρακολουθεί να μην καταλαβαίνει τί τελικώς συμβαίνει.
Κατ’ επέκτασιν, στις σημερινές συνθήκες ο άθλος δεν έγκειται στην πρόσβαση στην πληροφορία, αλλά στην κατανόηση και την ερμηνεία της. Βλέπω δεν σημαίνει καταλαβαίνω. Και αυτή είναι μία επικίνδυνη εξέλιξη, διότι υπονομεύει την κριτική σκέψη και, σε τελευταία ανάλυση, εξουδετερώνει την προσωπική ελευθερία, που είναι η ελευθερία της κριτικής σκέψης.
Συνεπώς, παράδοξο αποτέλεσμα της νίκης του παραδείγματος της πληροφορίας είναι ο κορεσμός της τελευταίας από τα γεγονότα. Αντί η πληροφορία να είναι μία επιλογή μεταξύ πολλών γεγονότων, μετατρέπεται σε άθροισμά τους. Έτσι, το πιο δομημένο φαινόμενο που έχει σημασία για να καταλάβουμε την κρίση της πληροφορίας, είναι το βάρος του γεγονότος σε σχέση με την αντίληψη και την κατανόηση της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα γεγονότα υπάρχουν τόσο περισσότερο απομακρύνονται οι δυνατότητες από τους αποδέκτες πληροφοριών να μπορέσουν να τις ερμηνεύσουν.
Ένα άλλο φαινόμενο το οποίο χαρακτηρίζει την ροή των πληροφοριών στην εποχή μας είναι η αντεστραμμένη πυραμίδα. Περίπου 20.000 δημοσιογράφοι οι οποίοι απασχολούνται στα τρία μεγάλα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων –Associated Press, Reuters, AFP– δημιουργούν και διοχετεύουν την συντριπτική πλειοψηφία των πληροφοριών που αναμεταδίδουν τα ΜΜΕ του πλανήτη μας.
Έτσι, υπάρχουν τρία επίπεδα στην μετάδοση και αναμετάδοση των πληροφοριών: Αυτή του μικρού αριθμού των δημοσιογράφων πρακτορείων ειδήσεων, που είναι και οι παραγωγοί των πληροφοριών που κυκλοφορούν παγκοσμίως. Ακολουθεί ο πολύ μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων οι οποίοι αναπαράγουν και ενδεχομένως συμπληρώνουν ή σχολιάζουν τις πληροφορίες των πρακτορείων ειδήσεων.
Τέλος, υπάρχουν όλοι οι άλλοι παράγοντες που υπεισέρχονται και επηρεάζουν τις ροές πληροφοριών, όπως αυτές πραγματοποιούνται από τα δύο πρώτα επίπεδα. Με τον τρόπο αυτόν, η ροή πληροφοριών είναι μία γιγαντιαία αντεστραμμένη πυραμίδα, με την αρχική πηγή της πληροφορίας να είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό. Το αποτέλεσμα είναι η μετάδοση της πληροφορίας να δίνει μεγάλη αξία σε αυτόν που τελευταίος την παρουσιάζει. Έτσι, οι δημοσιογράφοι-παρουσιαστές είναι οι βεντέτες της εποχής μας, ενώ αγνοούνται πλήρως αυτοί που βρίσκονται στην πηγή των γεγονότων.
Σε κάθε χώρα έχει δημιουργηθεί μία νομενκλατούρα δημοσιογράφων, με πενήντα ή εκατό μέλη τα οποία διευθύνουν εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοπτικά δίκτυα και τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον κόσμο της πολιτικής, της διπλωματίας και της οικονομίας. Πρόκειται για ένα κλειστό κύκλωμα, το οποίο κάθε μέρα ανοίγει τα παράθυρα του κόσμο. Ένα κύκλωμα βαθύτατα κομφορμιστικό, το οποίο, για να επιβιώνει, όχι λίγες φορές παραποιεί την πληροφορία, μετατρέποντας γεγονότα σοβαρά και χρήζοντα ανάλυσης σε ευτελές θέαμα.
Η λογική των «αποκαλύψεων» και των «αποκλειστικοτήτων» κυριαρχεί στον κόσμο των ΜΜΕ, με άμεση συνέπεια να αποσιωπούνται μεγάλα κομμάτια της πραγματικότητας και να απουσιάζει όλο και περισσότερο από το δημοσιογραφικό χώρο μία επαγγελματική κουλτούρα, η οποία θα επέτρεπε την προοπτική ανάδειξη των γεγονότων και την εις βάθος ανάλυσή τους.
Από το σημείο αυτό και μετά, η δημοκρατία μεταλλάσσεται σε «μιντιοκρατία» και μία νέα μορφή πολιτικής ολιγαρχίας χειραγωγεί τις λαϊκές διεκδικήσεις και προσδοκίες, επιβάλλοντας τα δικά της πρότυπα ζωής βασισμένα στην απατηλή λάμψη μιας ματαιόδοξης δημοσιογραφικής εικονικής πραγματικότητας. Παράλληλα, με τον βομβαρδισμό των πολιτών με πλήθος πληροφοριών και, όπως είπαμε, χωρίς καμμία ιεράρχηση ή αξιολόγησή τους, τα ΜΜΕ, αντί να λειτουργούν παιδευτικά, τελικώς διευρύνουν την ψυχική απόσταση από τα πεπραγμένα, με συνέπεια ο πολίτης να μην γνωρίζει αν όλες αυτές οι πρακτικές έχουν κάποια σχέση με το δικαίωμά του να πληροφορείται.
Το ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολεί σήμερα κάθε δημοσιογράφο είναι αυτό το ελλείμματος νομιμοποιήσεώς του έναντι της δημοκρατικής κοινωνίας. Έλλειμμα το οποίο δεν καλύπτεται από τις επαφές και τις σχέσεις του με τους περισσότερο ή λιγότερο μεγάλους του κόσμου μας.
*Ο Dominique Wolton είναι Διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών της Γαλλίας, όπου διευθύνει το Εργαστήρι «Επικοινωνία και Πολιτική» και το περιοδικό Hermés, οι εργασίες του οποίου αφορούν στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ επικοινωνίας, κοινωνίας, κουλτούρας και πολιτικής.