Ν. Χαβούτης: ”Συμβουλές” από... την κορυφή

Ποιοι είναι οι καταλληλότεροι να μιλούν για τα φλέγοντα θέματα της παγκόσμιας οικονομίας; Προφανώς εκείνοι που ξέρουν τα ”γρανάζια” της. Ενας Έλληνας με ιδιαίτερη ακτινοβολία στον παγκόσμιο τραπεζικό χώρο, ο κ. Νίκολας Χαβούτης, Senior Vice President της JP Morgan, μιλά αποκλειστικά στο euro2day.gr για τo ευρώ, το διεθνή τραπεζικό ανταγωνισμό, αλλά και για το σήμερα και το αύριο των ελληνικών ιδρυμάτων.

Ν. Χαβούτης: ”Συμβουλές” από... την κορυφή
H ελληνική τραπεζική αναδεικνύεται σταδιακά σε σημαντικό ”παίκτη” στο χώρο της ευρύτερης βαλκανικής, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και ο ανταγωνισμός εντός συνόρων, με την είσοδο και ξένων παικτών.

Στο πλαίσιο αυτό, τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας μας, ολοένα και περισσότερο αποπειρώνται να λειτουργήσουν με ”διεθνείς όρους”, να ενσωματώσουν δηλαδή στη δομή τους τεχνογνωσία αλλά και νοοτροπίες και συμπεριφορές ξένων πολυεθνικών ομίλων.

Σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας τραπεζικής, ο ”δικός μας” Νίκολας Χαβούτης, ο οποίος ως Senior Vice President, Global Liquidity & Investment Management, στον χρηματοοικονομικό κολοσσό της JP Morgan, διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους... 150 δισ. δολαρίων (διαβάστε το βιογραφικό στη δεξιά στήλη ”Συνοδευτικό Υλικό”), μιλά στο euro2day.

Ο κ. Χαβούτης εντοπίζει τις σύγχρονες ”τεχνολογικές ευκαιρίες” για τις τράπεζες, επεξηγεί μεταξύ άλλων τη λειτουργία των ασφαλιστικών δικλίδων στις χορηγήσεις δανείων και θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσαν οι ξένες τράπεζες να χτυπήσουν για τα καλά την πόρτα της ελληνικής αγοράς.

Συνέντευξη στον Γιώργο Παπανικολάου

-Σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, όπως αυτό στην ευρωζώνη, πόσο σημαντική μπορεί να είναι η ”διαφορά” από την εκμετάλλευση της διαθέσιμης ρευστότητας για μια επιχείρηση ή ακόμη και για μια τράπεζα; Τι ρόλο παίζει η εκμετάλλευση της τεχνολογίας σε αυτή τη διαδικασία;

Πράγματι, τα επιτόκια στην Ευρωζώνη, αλλά και αυτά στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ιαπωνία βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα σήμερα. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια του 2004 είδαμε τα χαμηλότερα αμερικανικά επιτόκια των τελευταίων 55 χρόνων!

Η αποτελεσματική διαχείριση της ρευστότητας όμως έχει λίγο να κάνει με το ύψος των επιτοκίων. Για παράδειγμα, όταν ένας treasurer δεν γνωρίζει ότι μία από τις θυγατρικές της εταιρίας του έχει πλεόνασμα ρευστότητας και καλύπτει την ελλειμματική θέση μιας άλλης θυγατρικής, μέσω δανεισμού από την αγορά, τότε σπαταλά πόρους, αφού το κόστος δανεισμού της μιας είναι μεγαλύτερο από το όφελος που προσφέρει η ρευστότητα της άλλης.

Στις ώριμες αγορές, τα επιτόκια και οι συντελεστές εσωτερικής απόδοσης των επενδύσεων κινούνται παράλληλα. Με αυτό εννοώ ότι εάν βρισκόμαστε σε περιβάλλον επιτοκίων -λόγου χάρη- της τάξης του 5%, ο εσωτερικός συντελεστής απόδοσης των επενδύσεων (IRR) είναι στο 9%-10% στις καθιερωμένες αγορές, ενώ η μεταξύ τους διαφορά αντιπροσωπεύει ουσιαστικά το risk premium.

Για το λόγο αυτό, σε καθιερωμένες εταιρίες με κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης η χρηματοοικονομική επίδραση της αποτελεσματικής διαχείρισης της ρευστότητας είναι ουσιώδης και ανάλογη με τον συντελεστή εσωτερικής απόδοσης (IRR).

Οι τεχνικές χρηματοοικονομικής αποτελεσματικότητας και η τεχνολογία μπορούν σε μεγάλο βαθμό να επηρεάσουν τη διαδικασία της διαχείρισης ρευστότητας. Η χρήση της τεχνολογίας αφορά δύο διαφορετικούς ”άξονες”: Πρώτον σχετίζεται με την ταχεία ροή πληροφοριών και δεύτερον με την αυτοματοποιημένη διεκπεραίωση των συναλλαγών.

Τεχνικές διαχείρισης ρευστότητας όπως το sweeping, που είναι η αυτοματοποιημένη φυσική κίνηση της ρευστότητας για σκοπούς χρηματοδότησης, δεύτερον, το pooling, που είναι η νοητή διακίνηση κεφαλαίων για σκοπούς βελτιστοποίησης της επιτοκιακής απόδοσης και, τρίτον, η ενδοεταιρική αντιστάθμιση στις νομισματικές θέσεις της εταιρίας είναι τρεις διαφορετικές εφαρμογές που ενισχύουν τις δυνατότητες διαχείρισης του κινδύνου και της ρευστότητας, τόσο σε μεγάλες επιχειρήσεις, όσο και σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς.

-Στην Ελλάδα έχει αρχίσει να παρουσιάζεται έντονο πρόβλημα σε ό,τι αφορά την ”ποιότητα” του δανειακού χαρτοφυλακίου προς επιχειρήσεις αλλά και σε ορισμένες κατηγορίες του retail, όπως τα καταναλωτικά δάνεια. Ποιες είναι οι τελευταίες τάσεις στο risk management στις ΗΠΑ και πώς θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στα ελληνικά –μικρά- μεγέθη;

Οι βασικές ”αρχές” του δανεισμού είναι η πιστωτική πολιτική και η πιστωτική ανάλυση. Η πιστωτική πολιτική είναι στενά συνδεδεμένη με μακροοικονομικούς, δημογραφικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, η πιστωτική πολιτική έχει να κάνει με την απόφαση του συμβουλίου μιας τράπεζας να καθιερώσει χρηματοοικονομικές ”γραμμές” για τη χρηματοδότηση μιας χώρας, όπως για παράδειγμα η Ινδονησία, ή ενός κλάδου όπως η ναυτιλία. Η πιστωτική ανάλυση σχετίζεται με τα κριτήρια μέσω των οποίων αξιολογείται κάθε πρόταση χρηματοδότησης. Αυτά είναι το ήθος, τα κεφάλαια, η ικανότητα, οι όροι και οι εγγυήσεις που διαθέτει ο οφειλέτης. Η συνισταμένη των παραγόντων αυτών καθορίζει μια απόφαση για χορήγηση δανείου. Για παράδειγμα, αν όλες οι παράμετροι δεν ”ταιριάζουν” με το προαποφασισμένο ”σκορ”, τότε η απόφαση για τη χορήγηση του δανείου θα πρέπει να τροποποιηθεί αντίστοιχα.

Κατά την άποψή μου, τόσο η πιστωτική πολιτική, όσο και η πιστωτική ανάλυση πρέπει να παρακολουθούνται διαρκώς από αρμόδια ειδική επιτροπή. Ας μην ξεχνάμε ότι το θέμα της ”εταιρικής διακυβέρνησης” είναι ”καυτό” και επηρεάζει σήμερα όλους τους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς ανά τον κόσμο.

Μαζί με το θέμα της διακυβέρνησης, τίθεται και αυτό της ”υπευθυνότητας”. Ο Νόμος Sarbanes Oxley έφερε μια διαφορετική διάσταση στο χειρισμό του κινδύνου που εμπεριέχουν τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια. Η ουσία είναι ότι η συμμόρφωση με τα όσα ορίζουν οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να παρακολουθείται κατά τρόπο ορατό, καθώς και ότι τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών έχουν και προσωπική -εκτός από εταιρική- ευθύνη. Οι πρόσφατες αποτυχίες στις περιπτώσεις της Enron, της Worldcom, της Tyco, της Adelphia και άλλων υπογράμμισαν το θέμα της υπευθυνότητας σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κινδύνων σε χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς οργανισμούς.

Τέλος θα ήθελα να θέσω το θέμα της καταλληλότητας ή, αν θέλετε, της σύγκρουσης συμφερόντων. Υπήρξαν πρόσφατα φήμες για αποσύνδεση του ρόλου του επιθετικού από τον αμυντικό σύμβουλο σε περιπτώσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων. Αναφέρομαι στις επισημάνσεις που έγιναν στον Τύπο για την Goldman Sachs και τον συμβουλευτικό της ρόλο προς το NYSE και την εταιρία Archipelago, τις δύο εταιρίες που βρίσκονταν σε συζητήσεις για συγχώνευση. Πολλοί θα μπορούσαν να πουν ότι υπάρχει ασυμβίβαστο όταν η Goldman Sachs συμβουλεύει ταυτόχρονα τον αγοραστή αλλά και τον στόχο της εξαγοράς.

Άλλο παράδειγμα θα μπορούσαν να είναι τα πρόσφατα δημοσιεύματα που αφορούσαν τη Citigroup και σχετίζονται με την αποσύνδεση της διανομής των προϊόντων διαχείρισης κεφαλαίου από την ίδια τη διαχείριση κεφαλαίου. Ότι υπήρξαν δηλαδή συζητήσεις προκειμένου η Legg Mason να γίνει ο διαχειριστής (κατασκευαστής) των Αμοιβαίων Κεφαλαίων τους, ενώ η Citigroup να είναι ο διανομέας. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, έχουμε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων που ενδεχομένως να έχουν αρνητική επίδραση στον μεμονωμένο επενδυτή.

Η πιστωτική πολιτική και ανάλυση, η εταιρική διακυβέρνηση, η υπευθυνότητα και η καταλληλότητα θα ωφεληθούν περαιτέρω από τα κοινά λογιστικά πρότυπα και τη σύγκλιση των φορολογικών συστημάτων.

Τώρα, ερχόμενος στο θέμα της πιστοδότησης ιδιωτών στην ελληνική αγορά, θα ήθελα να τονίσω ορισμένα σημεία. Έχω την αίσθηση ότι οι ελληνικές τράπεζες συγκρίνονται μεταξύ τους και υπολογίζουν τα μερίδια αγοράς με βάση το μέγεθος του δανειακού τους χαρτοφυλακίου. Τα καταναλωτικά δάνεια είναι αναμφίβολα ένας κερδοφόρος τομέας. Αυτό μπορεί να το αντιληφθεί ο οποιοσδήποτε απλώς κοιτάζοντας τη διαφορά του spread ανάμεσα στα επιτόκια της ευρωπαϊκής διατραπεζικής αγοράς και στα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, των δανείων για αγορά αυτοκινήτου, των πιστωτικών καρτών και των στεγαστικών δανείων.

Ωστόσο, είναι αυτά τα δάνεια δομημένα στη βάση μιας ισχυρής πιστωτικής πολιτικής και ανάλυσης; Συμμορφώνονται αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις με συγκεκριμένα στάνταρτ που θέτουν οι ρυθμιστικές αρχές; Παρακολουθούνται οι διαδικασίες αυτές από τις κατάλληλες επιτροπές;

Είναι πλάνη να πιστεύει κανείς ότι μια τράπεζα παγκοσμίου εμβέλειας είναι περισσότερο οργανωμένη από μια μικρή τράπεζα στα θέματα αυτά. Θυμάμαι ότι η ίδια η JP Morgan, στην οποία και βρίσκομαι, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε σημαντικό άνοιγμα προς τηλεπικοινωνιακές εταιρίες και προς τα venture capital με αντικείμενο το internet. Όταν έσκασε η ”φούσκα”, η τράπεζα αντιμετώπισε σοβαρή ανισορροπία στο δανειακό της χαρτοφυλάκιο, που επέφερε πλήγμα στα αποτελέσματά της.

-Ασχολείστε συστηματικά με επενδύσεις σε χρηματαγορές και προϊόντα σταθερού εισοδήματος σε παγκόσμια κλίμακα. Ποιες είναι οι προβλέψεις σας σε σχέση με το ευρώ και το δολάριο;

Παρακολουθώ τις αγορές συναλλάγματος πολύ στενά. Η προφητεία όμως είναι δύσκολο... άθλημα. Για παράδειγμα, με την είσοδο του ευρώ πολύ λίγοι πίστευαν ότι σύντομα θα καταστεί πραγματικός ανταγωνιστής του δολαρίου. Ωστόσο τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας των ΗΠΑ τα τελευταία έξι χρόνια ήταν τέτοια, ώστε δικαιολόγησαν την κατά 40% υποχώρηση του δολαρίου έναντι του ευρώ. Η πλειονότητα των προβλέψεων κάνει τώρα λόγο για σχέση ευρώ/δολαρίου μεταξύ του 1,20 και του 1,25.

Μπορώ όμως και να σας παραθέσω ορισμένους από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση ισοτιμιών δολαρίου:

Α) το αμερικανικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Όσο υψηλότερο είναι, τόσο μεγαλύτερη πίεση θα δέχεται το δολάριο, έτσι ώστε να αντισταθμίσει το συγκριτικό του μειονέκτημα στις χρηματαγορές.

Β) η σχέση του κινεζικού γουάν και του αμερικανικού νομίσματος. Πρόκειται για σταθερή ισοτιμία που σύμφωνα με τους Αμερικανούς δεν ακολουθεί την αντιστοιχία αγοραστικής δύναμης (Purchasing Power Parity) των δύο νομισμάτων. Αυτό κάνει την Κίνα πιο ανταγωνιστική αυξάνοντας έτσι το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα.

Γ) το επίπεδο των επιτοκίων. Αν και τα αμερικανικά επιτόκια εμφανίζουν ανοδική τάση, βρίσκονται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα (3% για το διατραπεζικό overnight). Το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων δεν βοηθά την ισοτιμία να ανατιμηθεί μεσοπρόθεσμα, παρά την τρέχουσα αύξηση της αξίας του δολαρίου.

Δ) οι αμερικανικές κεφαλαιαγορές. Σε όρους μετοχών, βλέπουμε τον Dow Jones να διακυμαίνεται στο επίπεδο των 10.500 μονάδων (+/- 5%) εδώ και περισσότερους από 6 μήνες, ενώ τα γραμμάτια του αμερικανικού δημοσίου και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εμφάνισαν σχετική σταθερότητα σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από την ημερομηνία λήξης τους.



-Εν μέσω της παγκοσμιοποίησης θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού θα αποκτήσουν ισχυρή –ίσως και κυρίαρχη- θέση στην ελληνική αγορά. Κατά την άποψή σας ποια είναι τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να έχουν οι ελληνικές τράπεζες και ειδικότερα πώς θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν το χαμηλότερο ”κόστος χρήματος” που φαίνεται να έχει ένας ξένος κολοσσός;

Αυτή είναι σύνθετη ερώτηση. Η υπόθεση ότι η παγκοσμιοποίηση θα ”σπρώξει” τις ξένες τράπεζες στην Ελλάδα δεν είναι απαραίτητα σωστή. Η ελληνική αγορά είναι αναμφισβήτητα λιγότερο ανεπτυγμένη, ειδικά σε προϊόντα αιχμής, όπως οι ασφάλειες, η διαχείριση ρευστών και κεφαλαίου, το Internet banking ”ανοικτής αρχιτεκτονικής” και τα ”συνδυαστικά” καταναλωτικά προϊόντα.

Ωστόσο, η ελληνική αγορά είναι σχετικά μικρή, με επαρκή κανονιστική ρύθμιση, ενώ αντιμετωπίζει προκλήσεις που σχετίζονται με το δημογραφικό ζήτημα. Για το λόγο αυτό, εκτιμώ ότι ξένες τράπεζες που δεν διαθέτουν ιστορικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και καθιερωμένη πελατεία στην ελληνική αγορά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με ορισμένες ξένες τράπεζες στον κλάδο της ναυτιλίας, θα είναι δύσκολο να προσελκυσθούν. Λέγοντας αυτό όμως πρέπει να σημειώσω ότι για όσους ”πιστέψουν” πραγματικά σε αυτή, η ελληνική αγορά έχει ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στο χώρο της καταναλωτικής πίστης.

Προσωπική μου αίσθηση είναι ότι οι ξένοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί θα θελήσουν περισσότερο να εξαγοράσουν ελληνικές τράπεζες με καθιερωμένη παρουσία και διείσδυση στην αγορά, παρά να ξεκινήσουν αυτόνομη παρουσία στη χώρα. Οι λόγοι που με οδηγούν στη σκέψη αυτή έχουν να κάνουν με τα ακόλουθα: Πρώτον, με ό,τι ανέφερα παραπάνω: Η ελληνική αγορά σήμερα υστερεί και κατά συνέπεια προσφέρει περισσότερα ”περιθώρια” ανάπτυξης στην καταναλωτική πίστη και σε συναφή προϊόντα, όπως οι ασφάλειες και η διαχείριση χαρτοφυλακίου, έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Δεύτερον, το ασφαλιστικό ζήτημα των τραπεζών ενδέχεται να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αγορά από ξένους επενδυτές σημαντικών ποσοστών σε καθιερωμένους ελληνικούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και σε ανταγωνιστικές τιμές.

Όσον αφορά στο θέμα της ανταγωνιστικότητας του κόστους κεφαλαίου, ζητώ την άδεια να αποστασιοποιηθώ από τη συμβατική σκέψη. Προσωπικά πιστεύω ότι πολύ λίγοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί γνωρίζουν επακριβώς το κόστος κεφαλαίου τους.

Ακόμα όμως και εάν το ξέρουν, δεν έχουν κάποιον ιδιαίτερα επεξεργασμένο και αναλυτικό τρόπο σύνδεσης του κόστους χρηματοδότησης με τα προϊόντα που προσφέρουν στην αγορά. Με βάση αυτή τη συλλογιστική, άλλωστε, συμμετείχα προσωπικά στη δόμηση ενός από τα ισχυρότερα επιχειρηματικά μοντέλα που διαθέτει σήμερα η JP Morgan.

Τα μεγάλα ιδρύματα έχουν όντως πλεονέκτημα έναντι των μικρότερων στο ότι διαθέτουν μεγάλη και διαφοροποιημένη βάση καταθετών. Έχουν επίσης περισσότερο άμεση πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση.

Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι πολύ λίγα ελληνικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα έχουν ακολουθήσει τον δρόμο της βελτιστοποίησης των ισολογισμών τους με συστηματικό τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, ένα ελληνικό χρηματοοικονομικό ίδρυμα που θέλει να βρίσκεται στην αιχμή της ανταγωνιστικότητας, θα πρέπει να είναι ενεργό σε όλα τα παρακάτω: Στην εξειδίκευση σε τεχνικές πωλήσεων προς καταναλωτές και επιχειρήσεις, με την προσφορά μοντέρνων λύσεων καθημερινών χρηματοοικονομικών προβλημάτων και όχι απλώς με το ”σπρώξιμο” ήδη υφισταμένων προϊόντων που πιθανόν να μην έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, στην τιτλοποίηση επιχειρηματικών δανείων, οφειλών από πιστωτικές κάρτες και στεγαστικών δανείων, στην εισαγωγή ανταγωνιστικών και καινοτόμων προϊόντων που προσελκύουν καταθέσεις, στην άντληση κεφαλαίων, τόσο από την εγχώρια όσο και από τη διεθνή κεφαλαιαγορά, αλλά και στην εξαγορά ξένων ιδρυμάτων. Αν ακολουθηθούν συγχρονισμένα όλες οι παραπάνω μεθοδολογίες, πιστεύω ότι η ”ψαλίδα” στο κόστος χρήματος θα εμφανίσει απρόσμενη σύγκλιση.

-Ποια είναι τα σημεία στα οποία επικεντρώνεται τώρα ο ”ανταγωνισμός” μεταξύ των μεγάλων παικτών του διεθνούς τραπεζικού συστήματος; Τι προηγείται, η αύξηση του μεγέθους (μέσω και εξαγορών) ή η βελτιστοποίηση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας;

Πολύ καλή ερώτηση. Εξαρτάται από ποια οπτική απαντά κανείς. Στη διεθνή αγορά προς το παρόν κυριαρχεί το θέμα της προσφοράς ”μετοχικής αξίας” (shareholder value). Απαιτείται, με λίγα λόγια, συστηματική παραγωγή καθαρής κερδοφορίας προσαρμοσμένης στο επίπεδο κινδύνου.

Οι μέτοχοι θέλουν να βλέπουν ότι η διαχείριση της επένδυσής τους είναι συνετή και κερδοφόρος με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό. Υπό αυτό το πρίσμα, θα παρακολουθούν τους ρυθμούς ανάπτυξης των εσόδων, σε συνδυασμό με τα σχετικά έξοδα. Επιτυχημένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αυξάνουν σήμερα τα έσοδά τους με ετήσιο ρυθμό 10%, ενώ τα έξοδά τους τείνουν να διαμορφωθούν περίπου στο 50%-55% των εσόδων. Είναι σημαντικό όμως να υπογραμμίσουμε τη διαφορά μεταξύ οργανικής και μη οργανικής ανάπτυξης. Τα έσοδα από διάθεση στοιχείων ενεργητικού και η ανατίμηση των περιουσιακών στοιχείων δεν συνυπολογίζονται πλέον στα στοιχεία αύξησης των εσόδων. Τα μη οργανικά έσοδα είναι σημαντικά, μόνον εάν οι αποεπενδύσεις αποτελούν μέρος μιας ορθής στρατηγικής και επιτρέπουν στις εταιρίες να εστιάσουν στα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα.

Κατά τα 10 τελευταία χρόνι, παρατηρήσαμε την ύπαρξη μιας σημαντικής τάσης συγχωνεύσεων και εξαγορών που σκοπό είχαν την υποστήριξη της οργανικής κερδοφορίας. Οι ενέργειες αυτές, όμως, είναι επιτυχημένες μόνο όταν υπάρχουν συνέργειες και δημιουργούνται οικονομίες κλίμακας και φάσματος. Για παράδειγμα, όταν μια τράπεζα έχει ευδιάκριτη διείσδυση σε κάποια κατηγορία πελατών -ας πούμε σε αυτή των μεσαίων εισοδημάτων- και συγχωνεύεται με μια άλλη που έχει ανταγωνιστικά διαφοροποιημένες σειρές προϊόντων. Αν στην παραπάνω περίπτωση η συγχώνευση πραγματοποιηθεί σωστά, οι μέτοχοι θα επωφεληθούν από ουσιώδη αύξηση της αξίας, καθώς οι καταναλωτές του ενός από τους συμβαλλόμενους οργανισμούς θα απολαύσουν τα προϊόντα του άλλου.

Ωστόσο, εκτιμώ πως η δημιουργία μεγαλύτερων ιδρυμάτων αυξάνει ακόμη περισσότερο τη σημασία της συμμόρφωσης με τους ρυθμιστικούς κανόνες και της διαχείρισης κινδύνου. Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω συνοπτικά ορισμένες χρηματοοικονομικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν έναν επιτυχημένο οργανισμό.

Χαμηλός λόγος εξόδων προς έσοδα: Εγγυάται ανταγωνιστικό λειτουργικό κόστος για το συγκεκριμένο επίπεδο δραστηριότητας.

Υψηλά καθαρά κέρδη μετά από φόρους: Σημαντική προσοχή δίνεται στην ποσόστωση των λειτουργικών κερδών, επί του συνόλου.

Υψηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων: Τα πιο αποτελεσματικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα λειτουργούν με διψήφιο ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 15%.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v