Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

”Η αγορά οφείλει να γίνει πιο ευέλικτη”

Συγκρατημένη αισιοδοξία, τόσο για την πορεία των διεθνών εξελίξεων, όσο και για το -εσχάτως έντονα αμφισβητούμενο- ”μέλλον” του Χρηματιστηρίου Αξιών διατυπώνει ο Α. Θεοδωρίδης, πρόεδρος της Alpha Finance, θίγοντας ταυτόχρονα το βάθος μιας σειράς από κρίσιμα θέματα που απασχολούν έντονα τη Σοφοκλέους.

”Η αγορά οφείλει να γίνει πιο ευέλικτη”
Συνέντευξη του εντεταλμένου συμβούλου της Alpha Bank και προέδρου της Alpha Finance κ. Αρτέμη Θεοδωρίδη.

To ”βάθος” μιας σειράς από κρίσιμα θέματα που συζητώνται έντονα αυτή την περίοδο θίγει με την ”εφ’ όλης της ύλης” συνέντευξη που παραχώρησε στον ”ΜΕΤΟΧΟ” ο εντεταλμένος σύμβουλος της Alpha Bank και πρόεδρος της Alpha Finance, Αρτέμης Θεοδωρίδης. *

Οι δηλώσεις του αποκαλύπτουν συγκρατημένη αισιοδοξία, τόσο για την πορεία των διεθνών εξελίξεων, όσο και για το -εσχάτως έντονα αμφισβητούμενο- ”μέλλον” του Χρηματιστηρίου Αξιών.

Μιλώντας ανοικτά, ο κ. Θεοδωρίδης δεν διστάζει να κάνει λόγο για την ”αχίλλειο πτέρνα” της Σοφοκλέους, την έλλειψη ροής μακροπρόθεσμων κεφαλαίων από τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ παραδέχεται ότι υπό τις τρέχουσες συνθήκες μειωμένης ρευστότητας, ενδεχομένως, παρουσιάζονται ευκαιρίες επηρεασμού της υποκείμενης αγοράς από τα Παράγωγα, τονίζοντας όμως ότι δεν πρέπει να κυνηγάμε ”μάγισσες” στο ΧΠΑ.

Κατηγορηματικά αρνητική είναι η απάντησή του όσον αφορά στην ύπαρξη ”συστημικού” κινδύνου, παρά την πτώση των αποτιμήσεων και τα οικονομικά προβλήματα ορισμένων εταιρειών, ενώ πιστεύει ότι τα αποτελέσματα του τραπεζικού κλάδου στο τρέχον έτος θα είναι καλύτερα από αυτά του 2002.

”Ασπίδα” για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι, όπως αναφέρει, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, η οποία πάντως μετά το 2004 μάλλον δεν θα συνεχίσει να καλύπτει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, που δημιουργεί, μεταξύ άλλων, ο υψηλός πληθωρισμός.

Ο τελευταίος, άλλωστε, δυσχεραίνει ήδη τη θέση των αποταμιευτών, οι οποίοι καλούνται πλέον, όπως τονίζει, είτε να αναλάβουν ”κίνδυνο” είτε να επιμηκύνουν αισθητά τον χρονικό ορίζοντα των τοποθετήσεών τους.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης στον Γιώργο Παπανικολάου:

* Το τελευταίο διάστημα υπάρχουν φωνές που κάνουν λόγο για περιθωριοποίηση της Σοφοκλέους, σε σημείο που να απειλείται η επιβίωσή της, αλλά και για το ενδεχόμενο λειτουργίας άλλων ”ιδιωτικών” αγορών στην Ελλάδα με πρωτοβουλία μεγάλων τραπεζών. Ποια είναι ή άποψή σας;

* Kατά την άποψή μου το πιο σημαντικό στοιχείο στις διαμορφούμενες εξελίξεις είναι η τεχνολογική πρόοδος, η οποία είναι ταχύτατη και τελικά υπαγορεύει τις εξελίξεις. Η φυσική ύπαρξη ενός χρηματιστηρίου αποκτά όλο και πιο περιορισμένη σημασία. Να θυμίσω ότι σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Αυστρία, ακόμη και το Βέλγιο, παρότι οι οικονομίες τους δεν έχουν πάει άσχημα, τα χρηματιστήριά τους έχουν περιθωριοποιηθεί προς όφελος των μεγαλύτερων αγορών. Οι επενδυτές αποκτούν σταδιακά ευρύτερη εικόνα και όχι απλώς την εικόνα της εντόπιας αγοράς, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Αυτό, λοιπόν, που θα έχει σημασία στο μέλλον είναι να υπάρχει ένα χρηματιστηριακό σύστημα το οποίο να είναι ευέλικτο και με χαμηλό κόστος, να μην χρειάζεται μεγάλα και ακριβά κτίρια, ούτε πολυπρόσωπο ανθρώπινο δυναμικό.

Έχει σημασία να γίνει πιο ευέλικτη η λειτουργία του χρηματιστηρίου, να πραγματοποιηθεί αυτό που έχει εξαγγελθεί, ότι δηλαδή το χρηματιστήριο θα λειτουργεί καθαρά ως οργανισμός marketing, ενώ όλες οι ελεγκτικές λειτουργίες θα περάσουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Θεωρητικά, με το νέο θεσμικό πλαίσιο, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και άλλα χρηματιστήρια και ο ανταγωνισμός να έχει θετικά αποτελέσματα.

Προσέξτε, δεν υποστηρίζω ότι υπάρχει χώρος και για άλλο χρηματιστήριο στην Ελλάδα. Όμως, ακόμη και ο... φόβος του δυνητικού ανταγωνισμού δρα ευεργετικά!

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε το δικό μας χρηματιστήριο να προσελκύσει κάποιο ενδιαφέρον από εταιρείες της ευρύτερης περιοχής. Δεν νομίζω, όμως, ότι μπορεί κανείς να έχει πολύ μεγάλες βλέψεις. Όσο οι οικονομίες της ευρωζώνης, αλλά και παγκοσμίως, έρχονται πιο κοντά και όσο η ροή της πληροφορίας γίνεται ολοένα ταχύτερη, δημιουργούνται τάσεις συγκέντρωσης που δεν αντιστρέφονται.

Από την άλλη, οι επενδυτές μιας χώρας, και εννοώ όχι μόνον τους ιδιώτες, αλλά και τους θεσμικούς, τις τράπεζες, τα Αμοιβαία Κεφάλαια και τα ασφαλιστικά ταμεία, εκδηλώνουν προτίμηση προς τις εταιρείες στις οποίες έχουν πιο άμεση πρόσβαση. Σε εταιρείες των οποίων γνωρίζουν τη διοίκηση, γνωρίζουν πού βρίσκονται τα κεντρικά τους γραφεία, μπορούν να συντρώγουν το μεσημέρι με τους γενικούς διευθυντές αυτών των επιχειρήσεων, και κατά συνέπεια αισθάνονται πολύ πιο οικείοι και πιο ασφαλείς να επενδύουν σ’ αυτές τις εταιρείες.

Άρα, για τις ελληνικές εταιρείες και για τις εταιρείες της περιοχής θα υπάρχει πάντοτε μια τοπική αγορά. Όμως, αυτή η τοπική αγορά δεν θα είναι πλέον περιχαρακωμένη. Κάποιες εταιρείες οι οποίες θα ξεπερνούν σε μέγεθος τα τοπικά σύνορα, θα μπορούν συγχρόνως να εισάγονται και σε ξένα χρηματιστήρια, οπότε ένα μεγάλο κομμάτι του ενδιαφέροντος θα μεταφέρεται.

Για να ενδυναμώσω το προηγούμενο επιχείρημα, σημειώνω ότι μετοχές, όπως της Εθνικής Τραπέζης και του ΟΤΕ, που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, συνεχίζουν να πραγματοποιούν την πλειονότητα του όγκου των συναλλαγών τους στο ελληνικό χρηματιστήριο. Γιατί εδώ τις ”γνωρίζει” ο επενδυτής.

* Επί μήνες συνεχίζονται οι αντεγκλήσεις, ακόμη και μεταξύ παραγόντων της αγοράς, για τη λειτουργία των Παραγώγων. Τελικά τα Παράγωγα προσφέρουν στην ελληνική αγορά ή μήπως η λειτουργία τους ήταν ένα ακόμη κτύπημα για τη Σοφοκλέους;

* Πιστεύω ότι τα Παράγωγα έχουν προσφέρει στην αγορά. Είναι, βέβαια, ατυχές το γεγονός ότι έχει πέσει τόσο πολύ ο τζίρος της spot αγοράς και αυτό πράγματι δημιουργεί ευκαιρίες, κατά κάποιο τρόπο, ”χειραγωγήσεως”, έστω και σε ήπια μορφή, μέσω των Παραγώγων.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επειδή δεν μας βολεύει ο τρόπος που λειτουργούν τα Παράγωγα σήμερα, θα έπρεπε να τα καταργήσουμε.

Το ζητούμενο, γενικότερα, είναι η αύξηση της ρευστότητας στην υποκείμενη αγορά. Οπότε καλό είναι να μην ψάχνουμε για ”μάγισσες” στον χώρο των Παραγώγων. Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε και ένα ”τεχνικό” θέμα. Όπως αυτή τη στιγμή τα Παράγωγα λειτουργούν αρνητικά επειδή το κλίμα είναι πτωτικό, με τον ίδιο τρόπο κάποια στιγμή θα λειτουργήσουν ενισχυτικά μιας ανοδικής πορείας.

Ειδικά για το short selling, πρέπει να πω ότι, σε αντίθεση με όσα λέγονται, αυτός ο οποίος έχει δώσει τις μετοχές του για το short selling, έχει δικαίωμα να τις ζητήσει πίσω σε διάστημα πέντε ημερών. Αυτή τη στιγμή η τάση της αγοράς είναι προς τα κάτω και όλοι ”ποντάρουν” με κάποια σχετική ασφάλεια προς τα κάτω.

Εάν αντιστραφεί η τάση, αυτό μπορεί να προκαλέσει πανικό σε εκείνους που έχουν πουλήσει ανοιχτά και να τους οδηγήσει σε γρήγορο κλείσιμο των θέσεών τους με αγορές μετοχών. Άρα, θα έχουμε τότε ενίσχυση της ανοδικής κίνησης.

Να επανέλθουμε όμως στο πρόβλημα της ρευστότητας, το οποίο δεν αφορά μόνον την ελληνική αγορά. Μεγάλη πτώση του τζίρου έχει παρατηρηθεί σε όλα σχεδόν τα χρηματιστήρια, με εξαίρεση τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, όπου τον τελευταίο χρόνο -και αυτό είναι εντυπωσιακό- ο όγκος σε αριθμό μετοχών έχει ανεβεί.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα χρηματιστήρια έχουν τη μεγαλύτερη παράδοση, τη μεγαλύτερη ”κουλτούρα”, αν θέλετε, χρηματιστηριακής συμμετοχής, τη μεγαλύτερη διαφάνεια και γενικώς τα καλύτερα συστήματα. Παντού έχει πέσει ο τζίρος στα χρηματιστήρια, διότι ακριβώς έχει απογοητευθεί μεγάλη μερίδα των, ιδιωτών κυρίως, επενδυτών.

Παρ’ όλα αυτά, αν έπρεπε να διαλέξω τον κυριότερο λόγο για τον οποίο είναι χειρότερη η κατάσταση στην Ελλάδα, θα σημείωνα ότι δεν υπάρχει η συνεχής και ομαλή ροή από τα ασφαλιστικά ταμεία προς τη χρηματιστηριακή αγορά.

Έτσι, η Σοφοκλέους εξαρτάται περισσότερο από τους ιδιώτες και σε μεγάλο βαθμό από τα Αμοιβαία Κεφάλαια, τα οποία με τη σειρά τους δεν είναι παρά ”συνάθροιση” ιδιωτικών κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά ευάλωτα στις δυσμενείς μεταβολές της επενδυτικής ψυχολογίας.

* Ειδικά στη Σοφοκλέους, όπου οι κύριοι δείκτες είναι ”τραπεζοβαρείς”, η πορεία της αγοράς εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την πορεία των μεγάλων τραπεζών. Ως γνωστόν, το 2002 ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Για το τρέχον έτος υπάρχει περισσότερη αισιοδοξία;

* Πιστεύω ότι αυτό που έγινε στις τράπεζες το 2002 ήταν κάτι που ουσιαστικά δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Οι τράπεζες είχαν σημαντικές απώλειες από τη μείωση των εργασιών που σχετίζονται με την κεφαλαιαγορά, άρα και με τις συνθήκες που επικρατούν σε αυτή.

Ταυτοχρόνως, οι τράπεζες προσαρμόστηκαν τους τελευταίους 12-15 μήνες σε χαμηλότερα επίπεδα περιθωρίων, σε όλες σχεδόν τις εργασίες τους. Έχασαν ένα μεγάλο κομμάτι των συναλλαγματικών εργασιών από την έλευση του ευρώ, ενώ η ίδια η είσοδός μας στο σύστημα της ευρωζώνης αυτομάτως σήμανε τη σμίκρυνση των περιθωρίων κέρδους σε όλες σχεδόν τις δραστηριότητες.

Στην ουσία ήταν κάτι ”νομοτελειακό” και αναμφισβήτητα επώδυνο από χρηματιστηριακής πλευράς. Πιστεύω όμως ότι έχουμε δει το χαμηλότερο σημείο αυτής της διαδικασίας και ότι στο εξής οι τράπεζες μπορούν να βελτιώσουν τη λειτουργική τους κυκλοφορία σε σχέση με το 2002.

Γενικότερα πρέπει να σημειώσω ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι υγιές και ισχυρό και πολύ περισσότερο αποτελεσματικό απ’ ό,τι ενδεχομένως πιστεύει κάποιο τμήμα της κοινής γνώμης. Παρ’ όλα ταύτα, και στην Ελλάδα υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεως στο κόστος, στην ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, που βέβαια στην Ελλάδα δεν είναι πρόβλημα μόνο του τραπεζικού συστήματος, αλλά γενικότερο, ή όσον αφορά στην τεχνολογική βελτίωση και στην παροχή πιο αποτελεσματικών και φθηνότερων υπηρεσιών.

* Με τις παρούσες συνθήκες, ο επενδυτής-αποταμιευτής φαίνεται να βρίσκεται σε αδιέξοδο, αφού οι άνευ κινδύνου αποδόσεις δεν καλύπτουν τον πληθωρισμό. Η κίνηση της κυβέρνησης να προσφέρει τα λεγόμενα ”λαϊκά ομόλογα” δημιούργησε αντιδράσεις στους τραπεζικούς κύκλους, αλλά και την αίσθηση ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν δίνουν τις αποδόσεις που θα μπορούσαν να δώσουν στην πελατεία τους. Απέχει αυτή η αίσθηση από την πραγματικότητα;

* Κατ’ αρχάς οι αποδόσεις που φτάνουν στην πελατεία, για παράδειγμα, με τη μορφή των repos, απέχουν ελάχιστα έως και... καθόλου από το κόστος του διατραπεζικού δανεισμού. Νομίζω ότι πράγματι οι τράπεζες έχουν εξαντλήσει τη δυνατότητά τους να μεταφέρουν αποδόσεις ”άνευ κινδύνου” στην πελατεία τους. Δυστυχώς, ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται.

Όταν έχουμε πληθωρισμό παλαιάς δραχμής και επιτόκια ευρώ, είναι προφανές ότι ο μόνος τρόπος να βελτιωθεί η κατάσταση για τον αποταμιευτή είναι να πέσει ο πληθωρισμός. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να ανεβάσει ο αποταμιευτής την απόδοσή του είναι η ανάληψη κινδύνου, είτε με τη μορφή μετοχικής τοποθετήσεως είτε με τη μορφή της δέσμευσης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.

Για να εξασφαλιστεί σήμερα απόδοση που να καλύπτει τον πληθωρισμό, απαιτείται χρονικό διάστημα της τάξεως των 4 ή 5 ετών, όπως, για παράδειγμα, με την αγορά ομόλογου πενταετίας. Κατά τη γνώμη μου, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για τον αποταμιευτή είναι η αγορά μακροπρόθεσμου ομολόγου, για ένα ποσοστό της τάξεως του 20% του συνολικού κεφαλαίου του...

* Ωστόσο, ο μέσος Έλληνας αποταμιευτής δεν φαίνεται διατεθειμένος να δεσμεύει μακροχρόνια τα κεφάλαιά του, ακόμη κι όταν πρόκειται για μετοχές. Πιστεύετε ότι θα υπάρξει κάποια αλλαγή νοοτροπίας μεταξύ των Ελλήνων επενδυτών, μια αποδοχή των προτύπων που είναι ήδη καθιερωμένα στο εξωτερικό, σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες τοποθετήσεις;

* Βεβαίως και θα συμβεί αυτό. Ωστόσο, πρόκειται για μια διαδικασία αργή, η οποία χρειάζεται πολλά χρόνια για να περάσει στο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι λόγω νοοτροπίας και ιστορίας η ανάληψη κινδύνου, ή καλύτερα η απόκτηση μακροχρόνιου ”ορίζοντα”, ήταν πάντοτε προβληματική.

Η κατάσταση του ελληνικού κράτους παρέπεμπε από της ιδρύσεώς του σε αστάθεια, πολέμους, πολιτικό ρίσκο, ρυθμίσεις κρατικών δανείων και όλων των ειδών τις αβεβαιότητες, που δεν ενεθάρρυναν τις μακροχρόνιες επενδυτικές τακτικές.

Η σταθερότητα που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι πρωτοφανής. Για να μεταφραστεί αυτή η σταθερότητα σε εμπιστοσύνη του κοινού στις μακροχρόνιες επενδύσεις, χρειάζονται χρόνια.

* Με αφορμή την κατάρρευση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων, την ύπαρξη σημαντικού ποσού μετοχοδανείων, αλλά και τις πληροφορίες για οικονομικά προβλήματα σε έναν αριθμό εισηγμένων, γίνεται πλέον λόγος για το ενδεχόμενο ύπαρξης ”συστημικού” κινδύνου. Υφίσταται κατά την άποψή σας τέτοιος γενικευμένος κίνδυνος;

* Για το θέμα του ”συστημικού” κινδύνου να θυμίσω κατ’ αρχάς ότι όταν είχαμε την περίοδο της μεγάλης χρηματιστηριακής ”φούσκας”, δεν υπήρχε θεσμοθετημένος δανεισμός μετοχών. Έτσι, το τραπεζικό σύστημα δεν έχει έκθεση σε τέτοιου είδους κίνδυνο, παρά μόνο για κάποιες συγκεκριμένες και απόλυτα ελεγχόμενες περιπτώσεις.

Δεν υπάρχει γενικό θέμα ”συστημικού” κινδύνου προερχομένου απ’ αυτό το φαινόμενο της ”φούσκας” του 1999. Υπάρχουν συγκεκριμένα θέματα τα οποία κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αλλά με κανένα τρόπο δεν απειλούν το σύστημα.

Την περίοδο του 1999-2000 δόθηκε η ευχέρεια σε πολλές επιχειρήσεις να αντλήσουν κεφάλαια. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ορισμένες προχώρησαν σε επενδύσεις, που ήταν ως ένα βαθμό αλόγιστες, ενώ δεν κατέστησαν τη λειτουργία τους τόσο αποτελεσματική όσο θα έπρεπε. Αυτό από μόνο του δεν δημιουργεί κίνδυνο επιβιώσεως.

Δημιουργεί βεβαίως ανάγκη για προσαρμογή, αφού, όταν τελειώσει το ”πάρτι”, πρέπει να πληρωθεί ο... λογαριασμός. Δημιουργεί, αν θέλετε, ανωμαλίες σε κάποιους κλάδους, όπου οι επενδύσεις είναι μεγαλύτερες από αυτές που θα δικαιολογούσε μια ψύχραιμη απόφαση με επιχειρηματικά κριτήρια, σε κλάδους όπου το ύψος των επενδύσεων που έγιναν αντανακλούσε περισσότερο την τότε ”ευκολία” στην ανεύρεση κεφαλαίων.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει στους κλάδους αυτούς να υπάρξει μείωση του μεγέθους των επιχειρήσεων, αποεπένδυση, όπου αυτό είναι δυνατόν, μείωση του κόστους. Να θυμίσω ότι το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον δεν είναι δυσάρεστο στην Ελλάδα. Έχουμε τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη.

Θα ανησυχούσα αν η Ελλάδα έπεφτε κάπου κοντά στον μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης. Τότε πράγματι θα ανησυχούσα!

* Με δεδομένο ότι αυτοί οι αναπτυξιακοί ρυθμοί συντηρούνται ως τώρα από τις ενισχύσεις των Κοινοτικών Πλαισίων και τα μεγάλα έργα για την Ολυμπιάδα, μήπως θα πρέπει να ανησυχούμε για τη μετά το 2004 εποχή;

* Πράγματι, υπάρχουν κάποιοι λόγοι ανησυχίας, με την έννοια ότι τότε θα έλθει στο προσκήνιο το θέμα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τότε θα φανεί καθαρά ότι δεν αποτελεί βιώσιμη λύση η διατήρηση ποσοστού πληθωρισμού συστηματικά υψηλότερου από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οπότε, οι προσαρμογές που ανέφερα προηγουμένως, η μείωση μεγέθους, η μείωση κόστους, θα καταστούν απόλυτες αναγκαιότητες. Αισιοδοξώ όμως ότι όταν καταστούν τόσο αναγκαίες, τότε θα πραγματοποιηθούν. Όπως πολλές φορές συμβαίνει στη χώρα μας, όπου οι προσαρμογές δεν γίνονται προληπτικά, αλλά όταν πια δεν υπάρχει άλλη λύση.

* Οι αγορές, παρά τη μεγάλη πτώση που έχει μεσολαβήσει, συνεχίζουν να ταλανίζονται, ενώ δεν λείπουν και οι δυσμενείς προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία. Ορισμένοι μάλιστα κάνουν λόγο για φαινόμενα όπως ο αποπληθωρισμός σε διεθνή κλίμακα, αλλά και για ”μακροχρόνιο bear market”. Συμμερίζεστε αυτούς τους φόβους;

Αυτό το διάστημα οι αγορές κυριαρχούνται από την αβεβαιότητα για τις εξελίξεις σε σχέση με το Ιράκ. Εάν το τοπίο ξεκαθαρίσει, πιστεύω ότι θα έχουμε μια σοβαρή ανάκαμψη των αγορών, η οποία όμως δεν γνωρίζω εάν θα έχει διάρκεια. Πιστεύω, πάντως, ότι ο κόσμος δεν θα μπει σε περίοδο μακράς και βαθιάς υφέσεως, χωρίς να αρνούμαι ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις περί του αντιθέτου.

Αισιοδοξώ για δύο λόγους: πρώτον γιατί οι ασκούντες οικονομική πολιτική έχουν γίνει σοφότεροι με την πάροδο των δεκαετιών, οπότε κάνουν γρήγορες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις και δεύτερον, διότι υπάρχουν πολύ μεγάλες χώρες, όπως η Ινδία και η Κίνα, που βρίσκονται σε θετική τροχιά, διατηρούν καλές προοπτικές και η ανάπτυξή τους μπορεί να λειτουργήσει ως ”μαξιλάρι” για την παγκόσμια οικονομία.

* Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο φύλλο του ”Μετόχου” που κυκλοφορεί στις 7 Φεβρουαρίου 2003.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v