Βαρύ είναι το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις τράπεζες, καθώς τις επιβαρύνει με υψηλό κόστος συμμόρφωσης αλλά και με κόστη εποπτείας που μετακυλίονται από την ΕΚΤ, δηλώνει στο Euro2day.gr ο Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Χρ. Γκόρτσος.
Αναλύει τα μυστικά του ELA και ειδικότερα τα κριτήρια με τα οποία παρέχεται ή περικόπτεται η ρευστότητα βάσει του καταστατικού της ΕΚΤ και της συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε.
Εκτιμά ότι ο μεγάλος βαθμός συγκέντρωσης στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό, τονίζοντας ότι αν και η αναδιάρθρωση επιτεύχθηκε μέσω βίαιης προσαρμογής εξαιτίας του PSI αποδείχθηκε επιτυχής.
Μιλάει επίσης για την ιδέα ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων (αν και ακόμη παραμένει... ιδέα), για την πρωτοβουλία του χρηματοπιστωτικού εγγραμματισμού, που απευθύνεται σε.... μαθητές και επισημαίνει ότι δημιουργεί θέμα η άσκηση από την ίδια αρχή νομισματικής πολιτικής και εποπτείας.
Ερ.: Κύριε Γκόρτσο, πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τον ELA, τον Εκτακτο Μηχανισμό Στήριξης των ελληνικών τραπεζών. Θα θέλατε να εξηγήσετε με απλά λόγια τη λειτουργία του;
Απ.: Ο μηχανισμός έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance, γνωστός ως ELA) αφορά τη χορήγηση εκ μέρους μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας-μέλους του ευρωσυστήματος προς φερέγγυες τράπεζες που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή και κάθε άλλης μορφής στήριξης, η οποία ενδέχεται να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, πάντοτε έναντι ιδιαίτερα υψηλών επιτοκίων, εξασφαλίσεων ή και εγγυήσεων.
Συνεπώς, η έκτακτη αυτή ενίσχυση χορηγείται εφόσον συντρέχουν τουλάχιστον δύο προϋποθέσεις: να πρόκειται για φερέγγυα τράπεζα και το πρόβλημα ρευστότητας αυτής ή του ομίλου να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Η αξιολόγηση της φερεγγυότητας γίνεται από τον φορέα άσκησης μικροπροληπτικής εποπτείας, ο οποίος από τις 4 Νοεμβρίου 2014 είναι:
• Είτε η ίδια η ΕΚΤ (κατά κύριο λόγο) για τις αποκαλούμενες συστημικώς σημαντικές τράπεζες,
• είτε οι εθνικές αρμόδιες αρχές, δηλαδή η Τράπεζα της Ελλάδος στη χώρα μας, για τις αποκαλούμενες λιγότερο σημαντικές τράπεζες.
Η έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα παρέχεται με ευθύνη της ενδιαφερόμενης εθνικής κεντρικής τράπεζας, η οποία και αναλαμβάνει το κόστος και τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από τη χορήγησή της, υπό τον όρο, βέβαια ότι η ΕΚΤ δεν προβαίνει σε απαγόρευση, βάσει του καταστατικού της. Η τυχόν απαγόρευση προκύπτει με απόφαση αυξημένης πλειοψηφίας δύο τρίτων (2/3) του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, εφόσον αποφανθεί ότι η χορήγηση έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας παρακωλύει τους στόχους και τα καθήκοντα του ευρωσυστήματος.
Επιπλέον, η χορήγηση δανεισμού σε τράπεζες δεν επιτρέπεται να προσκρούει στις διατάξεις της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης του Δημοσίου, άμεσα ή έμμεσα.
Συμπερασματικά, η χορήγηση ELA είναι προσωρινή, αφορά φερέγγυες τράπεζες, παρέχεται έναντι εξασφαλίσεων - εγγυήσεων και, συνεπώς, έχει αυξημένο κόστος για τους αποδέκτες της και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο όσων ορίζει η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καταστατικό της ΕΚΤ.
Έχετε εκφράσει την άποψη ότι αυτός καθεαυτόν ο μεγάλος βαθμός συγκέντρωσης στο εγχώριο πιστωτικό σύστημα δεν θέτει προβλήματα ανταγωνισμού. Θα σας παρακαλούσα να αναλύατε το σκεπτικό σας και να αναφέρετε αν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ισχύει κάτι αντίστοιχο.
Οι συνθήκες ανταγωνισμού σε μια τραπεζική αγορά επηρεάζονται από τον αριθμό και το βαθμό συγκέντρωσης των τραπεζών, αλλά όχι μόνο. Στο βαθμό που οι τράπεζες επιδιώκουν να είναι κερδοφόρες, θα συνεχίσει να υφίσταται ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, ακόμα και αν έχει μειωθεί ο αριθμός τους. Συνεπώς, δεν εκτιμώ ότι ο μικρός αριθμός των τραπεζών περιορίζει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να ισχυριστεί ότι το τραπεζικό σύστημα της Φινλανδίας ή της Ολλανδίας, για να αναφερθώ σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, δεν είναι ανταγωνιστικό εξαιτίας του παραδοσιακά υψηλού ποσοστού συγκέντρωσής του (άνω του 80%);
Αντίθετα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η μείωση του αριθμού των τραπεζών έχει συμβάλει και στον εξορθολογισμό της τραπεζικής αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους στη χώρα μας ως αυτονόητη συνέπεια της απουσίας των κριθεισών ως μη βιώσιμων τραπεζών που προσέφεραν ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του μέσου κόστους άντλησης καταθετικών κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η συγκέντρωση αυτή στην Ελλάδα έγινε υπό κατάσταση βίαιης προσαρμογής και όχι σε ένα περιβάλλον αναδιάρθρωσης υπό φυσιολογικές συνθήκες. Πρόκειται δηλαδή για μια αναδιάρθρωση η οποία έλαβε χώρα ως αποτέλεσμα του ότι οι ελληνικές τράπεζες επλήγησαν από τη δημοσιονομική κρίση, και κυρίως από το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και τη γενικότερη δυσμενή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμώ δε ότι έγινε επιτυχώς.
Σε ποιο στάδιο βρισκόμαστε όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση;
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης είναι μια πολύ σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, η οποία αποφασίστηκε το 2012 μεσούσης της δημοσιονομικής κρίσης στην ευρωζώνη. Στην πλήρη της μορφή η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση έχει τρεις πυλώνες:
(α) Ο πρώτος πυλώνας αφορά τη δημιουργία ενός Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού αποκλειστικά και μόνο για τον τραπεζικό τομέα, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή ήδη από τις 4 Νοεμβρίου 2014, με την εγκαθίδρυση της ΕΚΤ ως υπερεθνικής εποπτικής αρχής των συστημικά σημαντικών τραπεζών. Πρόκειται συγκεκριμένα για 123 τράπεζες και τραπεζικούς ομίλους που αποτελούν περίπου το 82% του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης σε όρους ενεργητικού. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός αποτελείται από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες ή τις ανεξάρτητες εποπτικές αρχές. Επίσης, από την 1η.1.2014 ισχύουν οι νέοι κανόνες, βάσει των οποίων ρυθμίζεται η αδειοδότηση, η εποπτεία και η προληπτική ρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των τραπεζών, δηλαδή κανόνες, μεταξύ άλλων, για την κεφαλαιακή επάρκεια, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τη ρευστότητα, τη μόχλευση και την εταιρική διακυβέρνησή τους.
(β) Στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα, ο οποίος αφορά την εξυγίανση (resolution) μη βιώσιμων τραπεζών, έχει επίσης δημιουργηθεί ένας υπερεθνικός φορέας, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, το οποίο από την 1η Ιανουαρίου 2016 θα επιλαμβάνεται της εξυγίανσης μη βιώσιμων τραπεζών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Επίσης, σταδιακά και σε βάθος οκταετίας θα δημιουργηθεί ένα Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, το οποίο θα χρηματοδοτείται με εισφορές των τραπεζών και όχι με κρατικούς πόρους και το οποίο θα καλύπτει το χρηματοδοτικό κενό που δημιουργείται, κυρίως κατά τη διάρκεια μεταφοράς πόρων από μία τράπεζα σε μία άλλη, διαδικασία που είναι γνωστή ως μεταφορά στοιχείων του ενεργητικού (asset transfer). Στη θεματική αυτή έχουν επίσης υιοθετηθεί ενιαίοι κανόνες ουσιαστικού δικαίου για τη διαδικασία και τα εργαλεία εξυγίανσης.
(γ) Ο τρίτος πυλώνας σχετίζεται με την ενδεχόμενη δημιουργία στο απώτερο μέλλον ενός ενιαίου συστήματος εγγύησης καταθέσεων αν και επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία πρόταση προς αυτήν την κατεύθυνση. Υιοθετήθηκαν ωστόσο ενιαίοι κανόνες για την επίτευξη μεγαλύτερης εναρμόνισης των όρων λειτουργίας των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η δημιουργία τόσο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού όσο και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης είναι αναμφίβολα πολύ σημαντική τομή σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο για τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος στην ευρωζώνη, και μάλιστα έγινε χωρίς να τροποποιηθεί η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα απαιτούσε μακρόχρονες και ενδεχομένως επίπονες διαδικασίες.
Αν και είναι πολύ νωρίς για οποιουδήποτε είδους αξιολόγηση, εκτιμώ ότι η δημιουργία και των δύο προαναφερθέντων ευρωπαϊκών φορέων έχει πολλά θετικά στοιχεία. Χωρίς αμφιβολία, η ΕΚΤ διαθέτει την αναγκαία τεχνογνωσία για την άσκηση των νέων της καθηκόντων αν λάβουμε υπόψη την επιτυχή και ουσιαστική συμβολή της στη διαχείριση της πρόσφατης διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-2009) και της τρέχουσας δημοσιονομικής κρίσης στην ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, οι προκλήσεις είναι πολλές και η άσκηση από την ίδια αρχή νομισματικής πολιτικής και εποπτείας είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει απασχολήσει έντονα σε θεωρητικό επίπεδο ως προς τις δυσκολίες που ενέχει.
Ταυτόχρονα, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι στο σύνολό του ιδιαίτερα απαιτητικό και το κόστος συμμόρφωσης για τις τράπεζες πολύ μεγάλο, ενώ ταυτόχρονα και το κόστος της ΕΚΤ για την άσκηση της εποπτείας της μετακυλίεται στις τράπεζες.
Ως γενική παρατήρηση θα ήθελα να επισημάνω ότι το ζητούμενο δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα και η στόχευση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων, η αποτελεσματική μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών (και των λοιπών φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών), η ύπαρξη αξιόπιστων κυρωτικών μηχανισμών, καθώς και η ύπαρξη επαρκών μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων και η έγκαιρη ενεργοποίησή τους. Τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και κυρίως μακροπρόθεσμα, αυτά ενισχύουν τελικά την εμπιστοσύνη του αποταμιευτικού και επενδυτικού κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που είναι και ο βασικός στόχος. Η δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού και του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης εκτιμώ ότι θα συμβάλει θετικά στη μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών και στην αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων, αντίστοιχα.
Βρισκόμαστε προ της δημιουργίας και μιας Capital Markets Union. Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει αυτός ο θεσμός και ποιες οι διαφορές που διαπιστώνονται σε σχέση με τα ισχύοντα πλαίσια;
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών είναι μια πολύ πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απώτερος σκοπός της οποίας είναι να διαμορφωθεί, με χρονικό ορίζοντα το 2019, μία Ενιαία Αγορά Κεφαλαίων για τα 28 κράτη μέλη. Ενώ είναι σαφές ότι η «Ευρωπαϊκή Ένωση Κεφαλαιαγορών» υπολαμβάνεται ως ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, στο οποίο περιλαμβάνονται μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως το πτωχευτικό ή φορολογικό δίκαιο, για τις οποίες όμως απαιτείται εύλογος χρόνος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης προσδιορίσει μια σειρά στοχευμένων δράσεων για τις οποίες μπορεί να υπάρξει άμεση πρόοδος, όπως η ενίσχυση της αγοράς των τιτλοποιήσεων, η διευκόλυνση της πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην κεφαλαιαγορά, και η ενίσχυση των ευρωπαϊκών μακροπρόθεσμων επενδυτικών κεφαλαίων (European Long – Term Investment Funds – ELTIFs) ώστε να διοχετευτούν επενδυτικά κεφάλαια σε έργα υποδομών.
Παρά την ταύτιση στους όρους, πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση Κεφαλαιαγορών δεν συγκεντρώνει τα ίδια χαρακτηριστικά με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, αφού οι δύο ενώσεις λειτουργούν μεν συμπληρωματικά στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην ανάκαμψη στη ζώνη του ενιαίου νομίσματος, ωστόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση Κεφαλαιαγορών εστιάζει περισσότερο στην ενίσχυση και ανάπτυξη των εναλλακτικών για τις τράπεζες πηγών άντλησης κεφαλαίων χωρίς την άμεση πρόβλεψη νομοθετικής παρέμβασης για τη δημιουργία ενιαίας εποπτικής αρχής για την κεφαλαιαγορά.
Θέλετε να μιλήσετε για τις πρωτοβουλίες της ΕΕΤ στη θεματική του αποκαλούμενου Financial Literacy;
Η ΕΕΤ αποδίδει μεγάλη έμφαση στην προώθηση της χρηματοπιστωτικής εκπαίδευσης στην ευρύτερη κοινωνία, με σκοπό την ενίσχυση του επιπέδου του αποκαλούμενου χρηματοπιστωτικού εγγραμματισμού (financial literacy).
Πρόκειται, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, για έναν συνδυασμό χρηματοπιστωτικής συνειδητοποίησης, γνώσης, δεξιοτήτων, στάσεων και συμπεριφορών απαραίτητων για τη λήψη ορθολογικών χρηματοπιστωτικών αποφάσεων και κατ' επέκταση για την επίτευξη προσωπικής ευημερίας. Ο χρηματοπιστωτικός εγγραμματισμός επιτυγχάνεται με την κατάλληλη εκπαίδευση.
Σε συνέχεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ζήτημα αυτό έχει αναδειχθεί κυρίαρχο αίτημα πολιτικής από διεθνείς και ευρωπαϊκούς φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και η ανάγκη προώθησής του καθιερώνεται πλέον και ρυθμιστικά ιδίως σε νομοθετήματα που αφορούν την προστασία των καταθετών, επενδυτών και δανειοληπτών. Κύριο ζητούμενο μέσα από τη διαδικασία αυτή είναι η παροχή της κατάλληλης τεκμηρίωσης στους αποδέκτες των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ώστε να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις και να προβαίνουν σε συνειδητές επιλογές κυρίως σε σχέση με τους κινδύνους που ενέχουν ορισμένες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό, η βελτίωση της ατομικής συμπεριφοράς περί τα χρηματοοικονομικά αποτελεί στόχο μακροπρόθεσμης πολιτικής σε πολλές χώρες.
Η ΕΕΤ, ενστερνιζόμενη την πολύ μεγάλη σημασία της χρηματοπιστωτικής εκπαίδευσης αφενός μεν ως ενός αποτελεσματικού εργαλείου προστασίας των ίδιων των αποδεκτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και αφετέρου ως ενός μέσου για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, προωθεί συστηματικά ποικίλες συναφείς δράσεις.
Ειδικότερα:
• Συμμετέχει στο Διεθνές Δίκτυο για τη Χρηματοπιστωτική Εκπαίδευση του ΟΟΣΑ (International Network on Financial Education) ως συνδεδεμένο μέλος.
• Συμμετέχει ενεργά στις σχετικές με τη θεματική αυτή εργασίες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας. Ενδεικτικά, θα ήθελα να αναφέρω την πραγματοποίηση την εβδομάδα από 9 έως 13 Μαρτίου 2015 της πρώτης ετήσιας Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Χρηματοπιστωτικής Εκπαίδευσης, στην οποία συμμετείχε η ΕΕΤ και είχε ως στόχο την ευαισθητοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, αλλά και των πολιτών ως προς τη χρηματοπιστωτική εκπαίδευση με έμφαση σε δράσεις για μαθητές 7-18 ετών.
• Είναι μέλος του Σωματείου Επιχειρηματικότητας Νέων/Junior Achievement Greece και υποστηρίζει το πρόγραμμα Τράπεζες σε Δράση, το οποίο απευθύνεται σε μαθητές Λυκείου και υλοποιείται από εθελοντές-στελέχη τραπεζών. Σκοπός του προγράμματος είναι να δώσει στους μαθητές την ευκαιρία να αποκτήσουν βασικές χρηματοπιστωτικές γνώσεις και δεξιότητες χρήσιμες για να διαχειρίζονται τα οικονομικά τους ως ενημερωμένοι καταναλωτές και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους ως μελλοντικοί επαγγελματίες. Το πρόγραμμα αυτό υλοποιείται φέτος σε περισσότερα από 25 σχολεία σε όλη την Ελλάδα με τη συμμετοχή περίπου 800 μαθητών.