Μια συνέντευξη με τον κ. Σταύρο Ευαγόρου παρουσιάζει πάντοτε σημαντικό ενδιαφέρον, λόγω της μεγάλης εμπειρίας και της βαθειάς του γνώσης για τα οικονομικά της Κύπρου (και όχι μόνο).
Στο τεύχος αυτό λοιπόν, ο αναπληρωτής κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ απαντά στις ερωτήσεις μας, σχολιάζοντας την τρέχουσα οικονομική πορεία της Κύπρου και προτείνοντας το μίγμα της πολιτικής που θεωρεί καταλληλότερο για το παρόν και το μέλλον.
ΕΡ: Κύριε Ευαγόρου, τον τελευταίο καιρό ανακοινώνονται καλά νούμερα σχετικά με την κυπριακή οικονομία, η χώρα βγήκε στις αγορές και κάποιοι εκτιμούν πως μπαίνουμε σταδιακά σε μια φάση ανάπτυξης. Πώς τα σχολιάζετε όλα αυτά;
Αναμφίβολα, η έξοδος της χώρας στις αγορές αποτελεί θετικό γεγονός. Την ίδια στιγμή ωστόσο, έχει σημασία το πώς κάποιος διαβάζει, ερμηνεύει και αξιολογεί τα νούμερα. Και αυτό γιατί υπάρχουν τα στοιχεία που σχετίζονται με την ανθρώπινη διάσταση -πχ απασχόληση, κοινωνική πολιτική- και επίσης υπάρχουν τα νούμερα της οικονομίας.
Έτσι, μπορούμε να πούμε για παράδειγμα ότι ναι, από 2,3% ύφεση πέρυσι θα πάμε φέτος σε μηδενική περίπου ανάπτυξη, άρα είναι ένα θετικό βήμα. Ή ακόμη ότι επίσης προσβλέπουμε σε ανάπτυξη και το 2016. Την ίδια στιγμή όμως, έχουμε εβδομήντα χιλιάδες ανέργους (16,3%), έχουμε τα πιο υψηλά επιτόκια στην Ευρώπη, έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στον κόσμο. Αυτά τα νούμερα είναι αρνητικά.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να βρεθεί εκείνη η χρυσή τομή, ούτως ώστε να συμβαδίζουν ο οικονομικός και ο κοινωνικός τομέας και το μυστικό είναι ένα: η ανάπτυξη.
Στον τομέα της ανάπτυξης συμφωνεί και η κυβέρνηση, η οποία όμως υποστηρίζει πως η δημοσιονομική σταθεροποίηση αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης και ότι χρειάζεται κάποιος χρόνος προκειμένου το ΑΕΠ να εισέλθει σε ανοδική τροχιά.
Όσοι πίστεψαν ότι η πολιτική της λιτότητας και των περικοπών μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη, διαψεύσθηκαν. Ο ίδιος ο κ. Πισσαρίδης -νομπελίστας και Πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου που διόρισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας- δήλωσε ξεκάθαρα πως η πολιτική της λιτότητας δεν φέρνει ανάπτυξη, αλλά στασιμότητα. Δεν βγαίνεις από το τούνελ, αλλά μένεις μέσα σ' αυτό.
Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ήταν εκείνο το οποίο η κυβέρνηση θα έπρεπε να προωθήσει μαζί με μέτρα εξοικονόμησης. Γιατί άλλο λιτότητα και άλλο νοικοκύρεμα. Βεβαίως λοιπόν και χρειαζόταν η Κύπρος νοικοκύρεμα, βεβαίως και υπήρχαν υπερβολές που έπρεπε να διορθωθούν, θα πρέπει όμως να δούμε σε ποιους τομείς θα πρέπει να κάνουμε περικοπές και ποιους άλλους να ενθαρρύνουμε ώστε να αναπτυχθούν.
Είναι απλά οικονομικά: Όταν περικόπτεις περίπου κατά 30% τις δαπάνες για την ανάπτυξη και όταν ψαλιδίζεις κατά 127 εκατ. ευρώ (δηλαδή κατά 20%) τις δαπάνες για κοινωνική πολιτική, εκείνο το οποίο πλήττεις είναι η ζήτηση. Και όταν πλήττεται σε μια χώρα η ζήτηση, τότε είναι προφανές ότι μπαίνει σε περίοδο στασιμότητας, αν όχι ύφεσης.
Ας δούμε τι έκαναν οι Αμερικανοί σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους. Το κράτος λοιπόν επένδυσε στην οικονομία την περίοδο της κρίσης, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να βγουν πρώτοι από την ύφεση, αν και η κρίση ξεκίνησε από αυτούς. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι ακόμη πελαγοδρομούν, γιατί ακολουθήθηκε διαφορετική συνταγή.
Η Κύπρος ωστόσο, ως μέλος της Ευρωζώνης, δεν έχει τη δυνατότητα να υιοθετήσει αυτόνομη νομισματική πολιτική.
Σωστό, καμιά χώρα της Ευρωζώνης δεν μπορεί να εκδώσει χρήμα. Όταν όμως δεν μπορείς να εκδώσεις χρήμα, εκείνο το οποίο κάνεις πέραν των πολιτικών για ανάπτυξη που άρχισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι να εξοικονομείς όπου μπορείς -και υπάρχει πάρα πολύ «λίπος» σε συγκεκριμένους τομείς- αλλά να μην περικόπτεις σε άλλους τομείς που τροφοδοτούν τη ζήτηση. Έτσι, διατηρείς τα κονδύλια για την ανάπτυξη και παράλληλα δίνεις κίνητρα στους ιδιώτες.
Τι κίνητρα εννοώ; Για παράδειγμα φορολογικά κίνητρα στην ξενοδοχειακή βιομηχανία, που είναι η βάση της οικονομίας μας. Μπορείς να μειώσεις τον ΦΠΑ, μπορείς να πεις πως για καινούρια ξενοδοχεία θεσπίζω δεκαετή απαλλαγή από τη φορολόγηση, μπορείς να πεις πως όποια επένδυση υπερβαίνει ένα ποσό απαλλάσσεται της φορολογίας για τόσα χρόνια, κ.λπ. Αναφέρομαι σε μια σειρά από τέτοια κίνητρα που μπορούν να δοθούν.
Η κυβέρνηση πώς απαντά σ' αυτά;
Ακούστε. Εξήγγειλε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας λίγους μήνες μετά το κούρεμα, σαράντα οκτώ συνολικά μέτρα, τα πλείστα εκ των οποίων ήταν προς τη θετική κατεύθυνση. Όμως, δεν εφαρμόστηκε σχεδόν κανένα. Έμειναν στις εξαγγελίες.
Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί πως το μνημόνιο εφαρμόστηκε και σε άλλες χώρες, (βλέπε Ιρλανδία και Πορτογαλία), οι οποίες κατάφεραν να βγουν από αυτό και να καταγράφουν πλέον θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, διαθέτοντας επιπρόσθετα και χαμηλά επιτόκια. Γιατί η Κύπρος να μην ακολουθήσει και αυτή τον ίδιο δρόμο;
Κάθε χώρα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Επίσης, διαφορετικά εκδηλώθηκε η κρίση στην Πορτογαλία, διαφορετικά στην Ιρλανδία, διαφορετικά στην Κύπρο. Οι άλλες χώρες δεν αντιμετώπισαν «κούρεμα», δηλαδή εκδικητική τιμωρία και τελικά κλοπή (κίνηση ενάντια στο Σύνταγμα, καθώς δεν προστατεύθηκε ο θεσμός της ιδιοκτησίας, δυστυχώς με τη σύμφωνη γνώμη της δικής μας Κυβέρνησης).
Το λάθος εντοπίζεται στο ότι στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου, η συνταγή που εφαρμόστηκε είναι η ίδια. Η συνταγή όμως δεν μπορεί να είναι η ίδια για όλες τις οικονομίες. Θα έπρεπε να εξεταστούν οι συνθήκες της Κύπρου και μετά να εφαρμοστεί ένα μνημόνιο συναντίληψης τέτοιο που να είναι στα μέτρα της κυπριακής οικονομίας και κοινωνίας. Αυτό δεν έγινε.
Η ενιαία λοιπόν συνταγή, αλλού έχει «πετύχει» και αλλού έχει αποτύχει. Στην Πορτογαλία για παράδειγμα (ήμουν πρόσφατα ομιλητής σε ένα συνέδριο που έγινε εκεί) είδα με τα μάτια μου, πώς διώχνουν κόσμο από τα σπίτια του. Τραγικό να το βλέπεις, αλλά αποτελεί καπιταλιστική πραγματικότητα. Ε λοιπόν, οι Πορτογάλοι δεν έχουν βγει από την κοινωνική και την ανθρωπιστική κρίση, η οποία ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα είναι ακόμη χειρότερη.
Έτσι, δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η Πορτογαλία βαδίζει προς την ανάπτυξη, όταν έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη, ή όταν έχει επέλθει φτωχοποίηση στο 35% του πορτογαλικού λαού. Διότι στο τέλος όταν μιλούμε για οικονομική ανάπτυξη, δεν θεωρώ ότι αναφερόμαστε σε κάτι το αόριστο. Στόχος όλων των οικονομιών είναι να παράγουν πλούτο και στη συνέχεια τίθεται το ερώτημα για το πώς κατανέμεται αυτός ο πλούτος.
Επανερχόμενοι τώρα στα δικά μας, διαπιστώθηκε πως πέρυσι οι κυπριακές επιχειρήσεις πήγαν πολύ καλά και αύξησαν τα κέρδη τους, όπως άλλωστε προκύπτει και από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία. Δεν έζησε όμως αντίστοιχη βελτίωση ο κυπριακός λαός. Κάθε άλλο θα έλεγα.
Όλα αυτά όμως που προτείνετε, θα μπορούσατε να τα είχατε κάνει εσείς κατά την περίοδο της ανάπτυξης.
Για να είμαστε σωστοί, η Κύπρος το 2008, τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης Χριστόφια, είχε ανάπτυξη 3,6% με δημοσιονομικό πλεόνασμα. Το 2009 ζήσαμε για πρώτη φορά μια ισχνή ύφεση και καταφέραμε το 2010 να επανέλθουμε σε θετικούς ρυθμούς στο ΑΕΠ μέσα από αναπτυξιακά μέτρα που είχαμε τότε λάβει, προς την κατεύθυνση του τουρισμού, των κατασκευών και άλλων τομέων μέσα από κίνητρα. Και το 2011 παρά την έκρηξη στο Μαρί, είχαμε και πάλι θετικό ρυθμό ανάπτυξης.
Οι πολιτικοί σας αντίπαλοί υποστηρίζουν πως δεν προσέξατε τα δημόσια οικονομικά, ότι είχατε ακολουθήσει μια κοινωνική πολιτική χωρίς στόχευση και γενικότερα πως αργήσατε να αντιληφθείτε έγκαιρα το μέγεθος της κρίσης, προκειμένου να την αποτρέψετε.
Το 2012 όταν ψηφίστηκαν 22 συνολικά νομοσχέδια με μέτρα από την προηγούμενη κυβέρνηση για εξοικονομήσεις και περικοπές, (τα οποία σήμαιναν οφέλη στα δημόσια ταμεία γύρω στα 300 εκατ. ευρώ), όλα τα πολιτικά κόμματα τα χαιρέτησαν και από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε δηλώσει ότι η Κύπρος δεν πρόκειται να χρειαστεί άλλα, καθώς αυτά τα μέτρα θεωρούνταν υπεραρκετά.
Το ότι υπήρξε δισταγμός, αναβλητικότητα και καθυστέρηση, συμφωνώ απόλυτα. Είναι ένα από τα λάθη της προηγούμενης κυβέρνησης. Όμως, έστω και αργά -επί υπουργίας Κίκη Καζαμία- εκείνα τα μέτρα ελήφθησαν και όπως είπα μας ελέχθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι ήταν πλήρως ικανοποιητικά.
Έ, τι ήταν εκείνο που επέδρασε στη συνέχεια; Η μεγάλη «τρύπα» των τραπεζών. Πόσοι Κύπριοι -και δεν μιλώ μόνο για τον απλό κόσμο- είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο χαλαροί, ή εγκληματικά κακή ήταν η εποπτεία των τραπεζών και πόσο εγκληματικά εκτεθειμένες ήταν οι τράπεζές μας είτε σε ελληνικά ομόλογα, είτε σε δανεισμό που τον βλέπουμε σήμερα με τη μορφή των κόκκινων δανείων.
Σήμερα γράφουν τα μέσα ενημέρωσης ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τριάντα επιχειρηματιών ανέρχονται σε επτά δισεκατομμύρια ευρώ. Εμείς όλα αυτά δεν είμαστε τότε σε θέση να τα γνωρίζουμε.
Και κάτι τέλος που αφορά τις κοινωνικές δαπάνες. Η πρώτη κυβέρνηση -παραπέμπω στα μέτρα του 2012- που τόλμησε να προχωρήσει σε στόχευση αυτών των δαπανών ανάλογα με το εισόδημα, ήταν η κυβέρνηση Χριστόφια. Και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε να λέμε πως επειδή μοιράστηκαν κάποια ποσά σε άνεργους ή σε ορισμένες άλλες κατηγορίες μισό εκατομμύριο ή τριακόσιες χιλιάδες, ότι αυτά ήταν που επέφεραν την καταστροφή. Η όλη «τρύπα» ανερχόταν στα είκοσι δισεκατομμύρια ευρώ.
Προβλέπετε οικονομική στασιμότητα από εδώ και πέρα, ή μια ανάπτυξη που θα έρθει έστω και με χαλαρούς ρυθμούς;
Οποιαδήποτε πρόβλεψη, ενέχει ρίσκο. Θα πω πως αν ληφθούν εκείνα τα μέτρα που θα ενθαρρύνουν -έστω και τώρα, έστω και με καθυστέρηση- την ανάπτυξη, μπορούμε ξανά, (επειδή είναι μικρή και ευέλικτη η κυπριακή οικονομία), μέσα από κίνητρα και ανάληψη ενός μέρους της ανάπτυξης από το κράτος, να πάμε μπροστά.
Αν αντίθετα, συνεχίσουμε με την ίδια φιλοσοφία της αυστηρής λιτότητας, τότε θα την πάθουμε όπως ο Χότζας που ενώ δεν τάιζε το γάιδαρό του, εξεπλάγη όταν αυτός πέθανε από την πείνα. Δεν θέλουμε να γίνει το ίδιο και με την κυπριακή οικονομία.