Καλό θα ήταν να φρεσκάρουμε λίγο την μνήμη μας καθώς δεν φημιζόμαστε, ως λαός, ότι έχουμε μνήμη ελέφαντα.
Το 1980, η Ελλάδα είχε ένα από τα μικρότερα δημόσια χρέη ανάμεσα στις χώρες της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Για την ακρίβεια, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αντιστοιχούσε στο 29% περίπου του ΑΕΠ και η χώρα πλήρωνε μόλις το 2% του ΑΕΠ σε τόκους.
Το 1985, δηλαδή εντός μιας πενταετίας, το δημόσιο χρέος σκαρφάλωσε στο 55% του ΑΕΠ περίπου και οι τόκοι εκσφενδονίσθηκαν στο 5% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών φούσκωσε στα 3,3 δισ. δολάρια και τα συναλλαγματικά αποθέματα έπεσαν στα 350 εκατ. δολάρια στις αρχές του 1986.
Αν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν έδινε την πρώτη δόση του δανείου και το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που το συνόδευσε, η χώρα δεν θα μπορούσε να κάνει εισαγωγές. Παρ’ όλα αυτά, το δημόσιο χρέος σκαρφάλωσε στο 81% περίπου του ΑΕΠ το 1990. Δηλαδή, τη δεκαετία του 1980, το χρέος της χώρας κόντευε να τριπλασιασθεί.
Πίσω από τη διόγκωση του χρέους τη δεκαετία του 1980 βρίσκονταν τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Το μέσο κρατικό έλλειμμα του προϋπολογισμού διαμορφώθηκε λίγο πάνω από 8% του ΑΕΠ την περίοδο 1980-1989, έναντι 1,2% την περίοδο 1970-1979 και μόλις 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 1960-1969.
Οι περισσότεροι παρατηρητές, αν όχι άλλοι, συμφωνούν ότι η δεκαετία του 1980 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Είναι κάτι που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα. Φυσικά, το έλλειμμα του προϋπολογισμού παρέμεινε υψηλό και τις επόμενες δεκαετίες, π.χ. γύρω στο 5,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2000-2009, συνεισφέροντας επίσης στην αύξηση του δημόσιου χρέους.
Η χρεοκοπία του 2012 και κυρίως το μεγαλύτερο «κούρεμα» ομολογιούχων στη σύγχρονη εποχή από ανεπτυγμένη χώρα δεν κατόρθωσε να μειώσει δραστικά το ελληνικό χρέος. Κι ενώ ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ έδειχνε τάσεις αποκλιμάκωσης μετά την πανδημία, ξεκινώντας από ένα πολύ υψηλό επίπεδο, έρχεται η Eurostat να αλλάξει το τοπίο.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα πρέπει να ενσωματώσει τους αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια του EFSF (2o μνημόνιο). Aυτό ανεβάζει το δημόσιο χρέος κατά 12 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2023 και 23-24 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2032.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ελπίζει πως θα αντισταθμίσει εν μέρει αυτό το βάρος με την ανοδική αναπροσαρμογή του ΑΕΠ. Αν το ΑΕΠ αυξηθεί κατά 4-5 δισ. ευρώ όπως μερικοί εικάζουν, η καθαρή επίπτωση στο χρέος από την ενσωμάτωση των τόκων μπορεί να είναι μικρότερη.
Όμως, απομακρύνεται η ευκαιρία να μην είμαστε η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ευρωζώνη, ξεπερνώντας την Ιταλία στο ορατό μέλλον. Το ΑΕΠ της Ιταλίας αναθεωρήθηκε ανοδικά κατά 40 δισ. ευρώ και άνω από τη Eurostat πρόσφατα, μειώνοντας τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ κάτω από το 140%.
Ο ΥΠΕΘΟ κ. Χατζηδάκης ανέφερε πρόσφατα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μειώσει το δημόσιο χρέος στο 130% του ΑΕΠ το 2028. Ο στόχος είναι μεν δύσκολος, αλλά όχι ανέφικτος. Γι’ αυτό η χώρα θα πρέπει να παράγει μίνιμουμ ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα (έσοδα μείον έξοδα χωρίς τους τόκους) ύψους 6 δισ. ευρώ περίπου μέχρι το 2033, ώστε να καλύπτονται οι τόκοι.
Αυτό σε συνδυασμό με τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, ο οποίος πρέπει να υπερβαίνει το μέσο επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου και τις πολιτικές διαχείρισης του χρέους, π.χ. πρόωρες αγορές χρέους από τα δανεικά (μαξιλάρι ρευστότητας), θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά.
Ίσως κανείς άλλος από τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να συνοψίσει καλύτερα την κατάσταση: «Aν η χώρα δεν κατορθώσει να αφανίσει το χρέος, το χρέος θα αφανίσει τη χώρα». Είναι πάντως ειρωνικό ότι η ατάκα ανήκει στον ίδιο άνθρωπο ο οποίος προήδρευσε ως πρωθυπουργός της μεγάλης αύξησης του χρέους κατά τη δεκαετία του 1980.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.