ΕΛΙΧΘ: Έτσι θα πετύχει το φιλόδοξο business plan

Βασισμένες στην οργανική ανάπτυξη και χωρίς βαρύγδουπες εξαγορές, οι Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες έχουν χαράξει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους για την προσεχή πενταετία. Ποια είναι τα βασικά συστατικά της στρατηγικής όπως τα καθορίζει ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας κ. Ιωάννης Κατσιβέλης, γιατί υποχώρησε η τιμή της μετοχής της εταιρίας.

ΕΛΙΧΘ: Έτσι θα πετύχει το φιλόδοξο business plan
Βασισμένες στην οργανική ανάπτυξη και χωρίς βαρύγδουπες εξαγορές, οι Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες έχουν χαράξει ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους για την προσεχή πενταετία.

Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας κ. Ιωάννης Κατσιβέλης μιλά στον ”Μ” και αναλύει τη στρατηγική που έχει χαραχτεί, δηλώνει ότι δεν τον φοβίζει η μεγάλη αύξηση της προσφοράς που αναμένεται και ”ρίχνει φως” στη μεγάλη πτώση της μετοχής που σημειώθηκε προς το τέλος του 2006.

Συνέντευξη στον Στέφανο Κοτζαμάνη

Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας είχε καλλιεργηθεί κλίμα υπερβολικής αισιοδοξίας για τις προοπτικές του κλάδου, ωστόσο στη συνέχεια ακολούθησαν δυσμενείς εξελίξεις στα αποτελέσματα των εταιρειών. Σήμερα, ένα ανάλογο κλίμα αισιοδοξίας επικρατεί και πάλι.

Κατ’ αρχάς διαφωνώ με τη φράση ”υπερβολική αισιοδοξία”. Απλώς υπήρχε κλίμα εμπιστοσύνης στις προοπτικές των ιχθυοκαλλιεργειών από όσους είχαν ασχοληθεί και είχαν αναλύσει τον κλάδο. Σύμφωνα με αυτούς, τα χαρακτηριστικά του κλάδου δικαιολογούσαν, αλλά φυσικά εξακολουθούν να δικαιολογούν και σήμερα, ένα κλίμα αισιοδοξίας.

Ο κλάδος ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια από το μηδέν και σήμερα η ελληνική παραγωγή έχει φτάσει στις 110 - 120 χιλιάδες τόνους τσιπούρας και λαβρακίου.

Η ποσότητα αυτή αποτελεί το 50% της μεσογειακής παραγωγής, η οποία όμως είναι ταυτόχρονα και πανευρωπαϊκή παραγωγή και ασιατική και αφρικανική. Αυτό το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία σε ό,τι αφορά τις προοπτικές, γιατί η κατανάλωση σήμερα προέρχεται κυρίως από σχετικά μικρό αριθμό χωρών.

Σε πολλές από τις υπόλοιπες χώρες η ζήτηση είναι σαφώς χαμηλότερη, αλλά αυξάνεται ταχύτατα. Ραγδαία αναπτύσσεται όλη η αγορά της κεντρικής και της βορείου Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η δική μας εταιρεία έκανε κάτι που δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε πριν από έναν χρόνο: ίδρυσε πρόσφατα υποκατάστημα στην Τσεχία για να κάνει μεταποίηση και διανομή του προϊόντος στην κεντρική και στη βόρειο Ευρώπη.

Η αύξηση της ζήτησης είναι όλη αυτή την περίοδο παραπάνω από εντυπωσιακή, με τον κόσμο να δείχνει ολοένα και εντονότερη προτίμηση στην καλής ποιότητας πρωτεΐνη που προέρχεται από το ψάρι.

Η αισιοδοξία, λοιπόν, ήταν δικαιολογημένη, ωστόσο ως νέα βιομηχανία αντιμετώπισε αυτό που λέμε ”παιδικές ασθένειες”. Υπήρξε λοιπόν ραγδαία ανάπτυξη που δεν βασίστηκε σε γερά θεμέλια για πάρα πολλές από τις επιχειρήσεις του κλάδου και έτσι οι εταιρείες αυτές αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την αγορά.

Πριν από πέντε χρόνια είχαμε 300 εταιρείες για 330 μονάδες και σήμερα έχουμε 370 μονάδες και οι εταιρείες είναι 105 - 110. Αυτό σημαίνει συγκέντρωση.

Ωστόσο στην επόμενη πενταετία προβλέπεται αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής 50%. Είναι εφικτό να απορροφηθεί όλη αυτή η παραγωγή και μάλιστα χωρίς να επηρεαστούν πτωτικά οι τιμές πώλησης;

Είναι. Οι Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες για παράδειγμα έχουν ως στρατηγική να διεισδύσουν περαιτέρω σε αγορές όπου δεν έχουμε έντονη παρουσία. Η αγγλική και η γερμανική αγορά, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να γίνουν όσο μεγάλες είναι σήμερα η ιταλική, η ισπανική και η γαλλική αγορά. Η Ιταλία εισάγει κάθε χρόνο 35 με 40 χιλιάδες τόνους καλλιεργούμενου ψαριού (τσιπούρα και λαβράκι), ενώ αντίθετα η Αγγλία εισάγει μόνο 10 χιλιάδες τόνους.

Αλλάζουν, όμως, τόσο σύντομα οι καταναλωτικές προτιμήσεις;

Θα σας πω τούτο. Πρώτα απ’ όλα πείσαμε σε κάποιο βαθμό τους Άγγλους να φάνε το ψάρι των 400 και 500 γραμμαρίων και μπορούμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα προς την κατεύθυνση αυτή. Από την πλευρά μας όμως προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τη δική μας παραγωγή προκειμένου να προσομοιάσει στις προτιμήσεις των Άγγλων. Στόχος είναι να αυξήσουμε το βάρος του μέσου ψαριού που φεύγει από τα κλουβιά μας μέσα στην επόμενη πενταετία.

Από τα 400 γραμμάρια που είναι σήμερα και παράγουμε 10.000 τόνους, θέλουμε σε πέντε χρόνια να παράγουμε 15 χιλιάδες τόνους με μέσο βάρος ψαριού τα 550 ή τα 600 γραμμάρια. Για να το πετύχουμε αυτό θα επιμηκύνουμε την περίοδο πάχυνσης, θα βελτιώσουμε τις τροφές, θα αναβαθμίσουμε τους όρους διαβίωσης των ψαριών, θα προχωρήσουμε σε επιλογή γεννητόρων κ.λπ.

Ποια άλλα είναι τα βασικά συστατικά της στρατηγικής σας και πώς θα πετύχετε τα τόσο υψηλά κέρδη που θέτετε ως στόχο σας για το μέλλον;

Κατ’ αρχάς θα θέλαμε να καθετοποιηθούμε με την παραγωγή δικών μας τροφών που θα αναλώνουμε ως όμιλος και δικών μας τροφών που θα μπορούμε να πουλάμε σε τρίτους, κατά τον ίδιο τρόπο που λειτουργούμε και με τον γόνο. Αυτό ελπίζουμε ότι θα το κάνουμε από το 2008. Το δεύτερο βήμα μας είναι να διαφοροποιήσουμε το μέγεθος του ψαριού από τα 400 γραμμάρια στα 550 - 600.

Αυτό δεν σημαίνει μόνο αύξηση του όγκου παραγωγής, αλλά και ευνοϊκή αλλαγή στην κλίμακα τιμολόγησης (υψηλότερη τιμή ανά κιλό πώλησης). Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι μεγάλες, αλλά μπορούν να καλυφθούν από ίδιους πόρους.

Τι πιστεύετε για το θέμα των εξαγορών άλλων εταιρειών;

Είμαστε μια εταιρεία με χαμηλό προφίλ. Θέλουμε να κάνουμε κινήσεις ουσίας, τις οποίες βέβαια θα είμαστε σε θέση και να ελέγχουμε. Όχι λοιπόν, δεν προμηνύονται μεγάλες εξαγορές από την πλευρά μας. Εμείς επιδιώκουμε να βρούμε μικρές μονάδες, χαμηλού τιμήματος, προκειμένου να τις διαμορφώσουμε με τον τρόπο που θέλουμε και με την τεχνογνωσία την οποία έχουμε αποκτήσει. Τώρα, αν προκύψει κάτι πολύ ελκυστικό, θα το σκεφτούμε.

Η αγορά συζητά το ερευνητικό σας πρόγραμμα για τη μεσογειακή γλώσσα. Σε ποιο στάδιο βρίσκεται αυτό;

Έχουμε αρχίσει εδώ και χρόνια πολλά πειράματα με τον κ. Λιούις, τον συνεταίρο μου (από κοινού ελέγχουμε το 54% της εταιρείας) σε πάρα πολλά είδη ψαριών. Και αναφέρομαι στον κ. Λιούις επειδή είναι ιχθυολόγος - βιολόγος, Ουαλοσκοτσέζος, με πάνω από 30 χρόνια εμπειρίας.

Συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους στην έρευνα και στην εξέλιξη της τεχνογνωσίας για τα μεσογειακά είδη ψαριών. Ειδικότερα, εδώ και επτά χρόνια ασχολούμαστε έντονα με τη μεσογειακή γλώσσα, ένα είδος που έχει παγκόσμια αποδοχή. Το επίτευγμά μας είναι ότι σε επτά χρόνια έχουμε κάνει 15 τόνους παραγωγή, όταν ο δεύτερος έχουμε μάθει ότι βρίσκεται στα 400 κιλά παραγωγή.

Αυτό θα μπορούσε μελλοντικά να ”μεταφραστεί” σε κέρδη;

Επί του παρόντος είναι λογικό ότι ”μπαίνουμε μέσα” και στο business plan δεν έχουμε ενσωματώσει κέρδη από αυτόν τον τομέα. Αν τώρα κάποιος συνεκτιμήσει ότι η έρευνα στην τσιπούρα χρειάστηκε γύρω στα δέκα χρόνια για να αποδώσει, κάτι ανάλογο θα χρειάζεται και για τη γλώσσα. Εμείς έχουμε ήδη διανύσει τα επτά. Αν τελικά η έρευνά μας στεφθεί με επιτυχία, τότε τα οφέλη μας θα είναι τεράστια, δεδομένου ότι η μεσοσταθμική τιμή πώλησης της γλώσσας είναι γύρω στα 16 - 17 ευρώ, όταν το κόστος θα κυμαίνεται μεταξύ 5 και 7 ευρώ.

Στα τέλη του 2006 παρατηρήθηκε πολύ σημαντική υποχώρηση στην τιμή της μετοχής και κάποιοι μέτοχοι που διέθεταν σημαντικά ποσοστά αποχώρησαν. Τι ακριβώς συνέβη;

Τέσσερις ήταν οι μεγαλύτεροι μέτοχοι των Ελληνικών Ιχθυοκαλλιεργειών: ο υποφαινόμενος και ο κ. Λιούις, που από κοινού διαθέταμε πάντοτε την πλειοψηφία, ο τρίτος ήταν ο κ. Δενδρινός, ο ιδρυτής της εταιρείας, που όμως αποχώρησε αρκετά νωρίς (ενδεχομένως και λόγω της ηλικίας του), ενώ υπήρχε και ένας τέταρτος μέτοχος, ο οποίος είχε αποκτήσει ένα ποσοστό που σταδιακά το ρευστοποίησε. Σήμερα, το 54% των μετοχών ελέγχεται από τον κ. Λιούις και εμένα, 2% - 3% κατέχουν οι θεσμικοί επενδυτές και το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει στο ευρύ επενδυτικό κοινό (7.500 επενδυτές).

* Αναδημοσίευση από το φύλλο 479 της εφημερίδας ”ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ”, 25-29/5/2007

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v