Το παζλ των υψηλών τόκων για το δημόσιο χρέος 

Η ιστορία της 1ης δεκαετίας του 21ου αιώνα μάς δίδαξε ότι δεν αρκεί ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης για να μην πέσει η χώρα στην παγίδα του χρέους. Θα πρέπει να υπάρχει επίσης δημοσιονομική πειθαρχία. Γι’ αυτό τόκοι ύψους  8 δισ. ευρώ το 2024 δημιουργούν απορίες.  

Το παζλ των υψηλών τόκων για το δημόσιο χρέος

Η μείωση του υψηλού λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αποτελεί βασικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της χώρας και δικαιολογημένα. Με τον λόγο να εκτιμάται κοντά στο 162% του ΑΕΠ το 2023 και στο 154% φέτος, παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη με διαφορά.  

Κι αυτό παρότι αρκετοί πιστεύουν ότι πιο σημαντικό κριτήριο για τη φερεγγυότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα είναι οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες και όχι τόσο το στοκ τους χρέους προς το ΑΕΠ. 

Υπενθυμίζουμε ότι οι ετήσιες τοκοχρεολυτικές δόσεις είναι χαμηλές τα επόμενα χρόνια και η μέση διάρκεια λήξης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι τα 19 χρόνια και πλέον, έναντι μόλις 6-7 χρόνων της Ιταλίας.

Αναμφισβήτητα, η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ μειώνει το κλάσμα δημόσιου χρέος προς το ΑΕΠ. Αν όμως οι τόκοι είναι υψηλότεροι από το πρωτογενές πλεόνασμα, ο προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης θα εμφανίζει έλλειμμα και το δημόσιο χρέος θα αυξάνεται ως απόλυτο νούμερο.

Αν διαβάσετε προσεκτικά το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025, θα διαπιστώσετε ότι οι ενοποιημένοι τόκοι της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθούν λίγο κάτω από 8 δισ. ευρώ φέτος και να διαμορφωθούν στο 3,4% του ΑΕΠ έναντι 7,5 δισ. ευρώ ή 3,1% το 2025.

Από την άλλη πλευρά, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 5,7 δισ. ευρώ ή 2,4% του ΑΕΠ φέτος και 6 δισ.  περίπου ή 2,5% του ΑΕΠ το 2025, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025.

Όμως, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η Ελλάδα πληρώνει για τόκους λιγότερα από 5 δισ. ευρώ. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα πώς γίνεται να πληρώνει η χώρα για τόκους 4,8-4,9 δισ. ευρώ σε ταμειακή βάση και να εμφανίζει τόκους Γεν. Κυβέρνησης ύψους 8 δισ. και 7,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα σε δημοσιονομική βάση (δεδουλευμένα).  Η διαφορά είναι κάπου 2,5-3 δισ. ευρώ. Δεν είναι μικρή.

Φυσικά, για όλα ή τουλάχιστον σχεδόν όλα υπάρχει εξήγηση.

Πρώτον, κάπου 1 με 1,2 δισ. ευρώ είναι οι αναβαλλόμενοι τόκοι για το δάνειο του EFSF (2o μνημόνιο) που καταγράφεται στον προϋπολογισμό κάθε χρόνο, αλλά δεν καταβάλλονται. Αργά ή γρήγορα θα γίνει γνωστή η απόφαση της Eurostat αναφορικά με την εγγραφή των ανωτέρω ποσών στο δημόσιο χρέος. 

Δεύτερον, ο ΟΔΔΗΧ έχει αντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο στα διμερή δάνεια (GLF) που συνήψε η Ελλάδα με χώρες της ΕΕ κατά το 1ο μνημόνιο. Ως γνωστόν, αυτά τα δάνεια βασίζονται στο επιτόκιο euribor και τα προπληρώνει σταδιακά η χώρα τα τελευταία χρόνια. Δάνεια ύψους 8 δισ. ευρώ  αναμένεται ότι θα αποπληρώσει προς το τέλος του 2024. 

Η αντιστάθμιση κινδύνου (swaps) αποφέρει όφελος 1,5-2 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να μειώνονται περισσότερο οι τόκοι. Κάπως έτσι, η χώρα πληρώνει τελικά 4,75 με 5 δισ. ευρώ σε τόκους τον χρόνο ή 2,1% του ΑΕΠ για φέτος σε ταμειακή βάση. 

Είναι το παζλ των τόκων. Ίσως, όμως, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να ενσωματώνονται τουλάχιστον τα κέρδη από τις πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v