Κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις. Το ίδιο συμβαίνει με την επιδότηση του λογαριασμού ρεύματος των πολιτών τον Αύγουστο, που προανήγγειλε χθες ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης.
Από τη μια πλευρά, υπάρχει η ανακούφιση που αισθάνονται πολλοί πολίτες καθώς η εκτίναξη των τιμών στη χονδρική προμήνυε μεγάλες αυξήσεις τιμών στο ρεύμα. Η χρηματοδότηση του μέτρου συνιστά δευτερεύων θέμα γι’ αυτούς καθώς αυτό που μετρά είναι το παρόν.
Από την άλλη πλευρά, μια σαφώς μικρότερη μερίδα του κόσμου προβληματίζεται. Γι’ αυτούς η επιδότηση είναι σαν την ασπιρίνη. Δεν λύνει το πρόβλημα, απλά ανακουφίζει τον ασθενή για λίγο.
Οι τελευταίοι δεν θα είχαν αντίρρηση, αν η επιδοματική πολιτική ήταν επικεντρωμένη στους συμπολίτες μας που την έχουν ανάγκη. Διαφορετικά, ο πολύς κόσμος θα περιμένει ανάλογες πρωτοβουλίες από την κυβέρνησή του κάθε φορά που δημιουργείται πρόβλημα.
Όμως, στοχευμένη πολιτική επιδότησης δεν μπορεί να υπάρξει στην Ελλάδα, όταν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας δηλώνουν ψευδώς ότι είναι φτωχοί. Αν πάει να εφαρμοσθεί μια τέτοια πολιτική με εισοδηματικά κριτήρια, πολλοί επιτήδειοι φοροφυγάδες θα επωφεληθούν, κοροϊδεύοντας το σύστημα, ενώ πολλοί ειλικρινείς θα πληρώσουν τη νύφη.
Όλα αυτά μας έφεραν στο νου τη φράση «Μια πτώχευση πήγε τζάμπα». Ήταν ατάκα στελέχους της αγοράς ο οποίος κατέκρινε την πολιτική των επιδομάτων, επιχορηγήσεων και ρυθμίσεων που εφάρμοσε η κυβέρνηση κατά την περίοδο της Covid.
Η επωδός ήταν ότι η ελληνική οικονομία έχει μάθει να ζει στη ΜΕΘ με τα σωληνάκια του φθηνού χρήματος, των επιδοτήσεων, των επιχορηγήσεων κ.λπ.
Πράγματι, στο αποκορύφωμα της επιδημικής κρίσης του κορωνοϊού, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ξεπέρασε το 205% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).
Σε οποιαδήποτε άλλη Δυτική χώρα, αυτό θα θεωρείτο μεγάλο πρόβλημα και η κυβέρνηση δεν θα έμενε στα λόγια αλλά θα λάμβανε μέτρα.
Δεν συνέβη το ίδιο ακριβώς στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε την έκτακτη κατάσταση που δημιούργησε η Covid για να ενισχύσει μεγάλο αριθμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων με επιπλέον δεκάδες δισ. ευρώ.
Δεν ήταν τυχαίο ότι οικονομικά εύρωστες εταιρείες που δεν είχαν ανάγκη νέα κεφάλαια «οικοδόμησαν αποθέματα ρευστότητας» όπως έλεγε η Κομισιόν, εξοφλώντας τραπεζικά δάνεια ή αντικαθιστώντας τα με κρατικά δάνεια. Αυτό συνήθως έκαναν οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Στο ερώτημα που απασχολούσε πολλούς εκείνη την περίοδο, δηλ. ποιος θα πληρώσει τις επιστρεπτέες προκαταβολές και άλλες υποχρεώσεις μελλοντικά, η απάντηση αποδείχθηκε ότι ήταν απλή.
Σε μεγάλο βαθμό, δεν τις αποπλήρωσαν όσοι τις πήραν -ανάμεσά τους αρκετοί φοροφυγάδες με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα-, αφού τους χαρίσθηκαν. Τα ανωτέρω δάνεια θα αποπληρωθούν μελλοντικά, όταν έλθει η ώρα, από τα γνωστά υποζύγια.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την αδιαφορία, την έλλειψη οργάνωσης και ενίοτε τη διαφθορά που χαρακτηρίζουν κομμάτια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης φέρνουν στο φως διάφορες ιστορίες. Έτσι, ολόκληροι κλάδοι φέρονται να έχουν εισπράξει παρανόμως κοινοτικές επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις τις οποίες καλούνται πλέον να επιστρέψουν εν μέσω αντιδράσεων.
Όπως όμως στρώσανε, θα κοιμηθούνε. Η πολιτική των επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων έχει όρια, κάτι που εμείς εδώ στην Ελλάδα αγνοούμε.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.