Πόσο αυστηρή είναι η δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόζεται; Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να το κοιτάξει κάποιος. Ένας τρόπος είναι το συνολικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης ή/και το πρωτογενές αποτέλεσμα το οποίο δεν περιλαμβάνει τους χρεωστικούς τόκους για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Με βάση τον προϋπολογισμό του 2024, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι ανήλθε σε 2,1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα σε 1,1% του ΑΕΠ ή 2,55 δισ. ευρώ περίπου πέρυσι.
Όμως, το τελικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2023 θα είναι σαφώς καλύτερο -όπως επανειλημμένα είχαμε επισημάνει στο παρελθόν, επικαλούμενοι πηγές που είχαν εικόνα. Για την ακρίβεια, το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι αρκετά υψηλότερο και μπορεί να πλησιάσει τα 4 δισ. ευρώ, αν οι πληροφορίες μας είναι σωστές. Η διαφορά είναι το δημοσιονομικό «μαξιλάρι» του 2023 που αναφέρουμε στον τίτλο του άρθρου.
Αυτή η θετική εξέλιξη θα αντισταθμίσει τις συνέπειες από την υποβάθμιση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2% το 2023 που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, έναντι 2,4% που ήταν η εκτίμηση του προϋπολογισμού. Και πάλι όμως οι τόκοι που πληρώθηκαν και ανέρχονται σε 4,9 δισ. ευρώ περίπου μετά τα οφέλη από swaps θα ξεπερνούν το αυξημένο πρωτογενές πλεόνασμα. Κάποιος θα μπορούσε να το επικαλεσθεί για να ισχυρισθεί ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι τόσο αυστηρή μετά από 3 χρόνια ανάπτυξης για μια υπερχρεωμένη χώρα.
Ένας άλλος τρόπος για να εξετασθεί κατά πόσο η δημοσιονομική πολιτική είναι αυστηρή είναι να προσαρμοσθούν τα έσοδα και οι δαπάνες του προϋπολογισμού για τον οικονομικό κύκλο. Κοινώς, να ληφθεί υπόψη η επίπτωση από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας και του δυνητικού ΑΕΠ, δηλ. αυτού που θα επιτυγχάνεται όταν όλοι οι συντελεστές παραγωγής είναι πλήρως απασχολημένοι.
Από τα στοιχεία της ΕΕ προκύπτει ότι η Ελλάδα εφάρμοσε μια πολύ αυστηρή δημοσιονομική πολιτική με μεγάλα κυκλικά προσαρμοσμένα πλεονάσματα μέχρι και το 2019. Όμως, ακολουθεί μια πολύ πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική από τότε -εν μέρει δικαιολογείται από την πανδημία την περίοδο 2020-2021-, αν και είναι σαφώς πιο περιοριστική σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Πάντως, υπάρχουν χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία που είναι πολύ πιο χαλαρές στα δημοσιονομικά από την Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ακολουθούν πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική.
Ο οικονομικός ορθολογισμός υπαγορεύει τη συσσώρευση πλεονασμάτων την εποχή των παχέων αγελάδων, δηλ. την περίοδο των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί μια χώρα να δώσει ώθηση στην οικονομία της, εφαρμόζοντας χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, σε χαλεπούς καιρούς, όταν δηλαδή η οικονομία της είναι σε ύφεση ή στασιμότητα.
Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες και ιδιαίτερα για εκείνες που κουβαλάνε υψηλά χρέη όπως η Ελλάδα. Όμως, η χώρα μας δεν ακολούθησε τον ανωτέρω δημοσιονομικό κανόνα όταν θα μπορούσε όπως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα μέχρι και το 2007. Αντίθετα, συνέχισε την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική των αυξανόμενων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού παρά το διογκούμενο δημόσιο χρέος.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2010 για να δανείζεται από μόνη της και απευθύνθηκε στους εταίρους-δανειστές της και στο ΔΝΤ για φθηνά δανεικά. Τα τελευταία δόθηκαν αλλά συνοδεύθηκαν από δημοσιονομική λιτότητα που επιδείνωσε μια ήδη δύσκολη κατάσταση.
Θεωρητικά, θα έπρεπε να μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θα πρέπει να τους αξιοποιήσουμε περισσότερο δημοσιονομικά, για να μη βρεθούμε σε δύσκολη θέση όταν η ελληνική οικονομία πατήσει φρένο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.