Οι πιστοί αναγνώστες της στήλης ίσως θυμούνται ότι σε κάποιο σημείο μέσα στο καλοκαίρι είχαμε αναφέρει ότι τα φορολογικά έσοδα πήγαιναν τόσο καλά, ώστε κυβερνητικά στελέχη εκτιμούσαν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης θα φθάσει τα 3 δισ. ευρώ περίπου φέτος. Κι αυτό μετά την ικανοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων και άλλων δαπανών για έκτακτες ανάγκες.
Κοινώς, θα ξεπερνούσε τον στόχο του προϋπολογισμού για 0,7% του ΑΕΠ και 1,1% με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Μετά ήλθε η κακοκαιρία «Daniel», η οποία επιβάρυνε τα δημόσια οικονομικά και οι κυβερνητικές προβλέψεις γειώθηκαν κάπως. Ομως, η συνεχιζόμενη υπεραπόδοση των εσόδων τοποθέτησε τον πήχη στο 1,1% του ΑΕΠ εκ νέου και όλα δείχνουν ότι ενδεχομένως θα το ξεπεράσει.
Χθες, πληροφορηθήκαμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού άγγιξε τα 6 δισ. έναντι στόχου 2,4 δισ. ευρώ στο φετινό 9μηνο. Ακόμη κι αν αναπροσαρμόσουμε τον στόχο ψηλότερα, με κριτήριο το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,1% του ΑΕΠ, η υπέρβαση δεν είναι μικρή.
Ολα αυτά βασίζονται στην υπεραπόδοση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους όπως το 2022, παρά το γεγονός ότι δεν αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές.
Αναμφισβήτητα, η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε συνδυασμό με τις αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις έχουν παίξει ρόλο. Το ίδιο ισχύει για την αύξηση των τουριστικών εισπράξεων. Ομως, σημαντικό κομμάτι της αύξησης των εσόδων από τον ΦΠΑ και τους άμεσους φόρους οφείλεται στον πληθωρισμό.
Η ακρίβεια ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων παρά την αισθητή υποχώρηση του πληθωρισμού το 2023 σε σύγκριση με το 2022. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυξάνει τα έσοδα του προϋπολογισμού, μειώνοντας το έλλειμμα και διογκώνοντας το ονομαστικό ΑΕΠ. Μ’ αυτό τον τρόπο μειώνεται ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ ταχύτερα.
Το καλό για την Ελλάδα είναι ότι ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ είναι υψηλότερος από το μέσο επιτόκιο που πληρώνουμε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, λόγω της αναδιάρθρωσης τα προηγούμενα χρόνια. Η ανωτέρω διαφορά του ρυθμού ανάπτυξης από το μέσο επιτόκιο δανεισμού εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί για μερικά χρόνια ακόμη. Αν συνδυασθεί με πρωτογενή πλεονάσματα, θα επιτρέψει την ακόμη ταχύτερη μείωση τους δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Χώρες της ευρωζώνης όπως οι Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία μπορούν επίσης να σταθεροποιήσουν τον λόγο χρέους προς το ΑΕΠ, χωρίς καν να παράγουν πρωτογενή πλεονάσματα. Η Γερμανία και η Ισπανία είναι οι πιο ωφελημένες καθώς η διαφορά του ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης από το μέσο επιτόκιο εκτιμάται στο 2% ή παραπάνω, σύμφωνα με τη Scope.
Ας καλωσορίσουμε λοιπόν τη θετική επίπτωση του πληθωρισμού στα δημόσια έσοδα και στο χρέος, αλλά θα πρέπει να κατανοηθεί ότι δεν είναι μόνιμη. Είτε γιατί θα μειωθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός, είτε γιατί η ελληνική οικονομία μπορεί να μπει σε φάση στασιμότητας, λόγω του επιμένοντος πληθωρισμού.
Ας είμαστε λοιπόν πιο συγκρατημένοι όταν αναφερόμαστε στα αυξημένα φοροέσοδα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.