Θα ξεκινήσουμε σήμερα με μια σύντομη ματιά στο παρελθόν. Η Μεγάλη Δευτέρα στις αρχές Απριλίου του 2010 θα μείνει στην ιστορία ως η μέρα που άνοιξε τον δρόμο για να καταθέσει η Ελλάδα αίτημα βοήθειας προς την ΕΕ και το ΔΝΤ, κάτι που έγινε στις 23 του ίδιου μήνα. Η χώρα κατάφερε να πουλήσει 7ετή ομόλογα με απόδοση 6% χάρη στη συμβολή των ελληνικών τραπεζών και κυρίως της Alpha Bank, αλλά η αγορά πήρε το μήνυμα ότι η επενδυτική ζήτηση για ελληνικά χρεόγραφα ήταν αδύνατη. Με δεδομένο ότι οι ανάγκες χρηματοδότησης του κρατικού ελλείμματος ήταν μεγάλες, οι αγορές έστειλαν άμεσα το κόστος δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας σε απαγορευτικά επίπεδα και τη χώρα στα Μνημόνια από τον Μάιο του 2010.
Όμως, μερικοί θεωρούν εξίσου σημαντική εξέλιξη εκείνο που συνέβη λίγους μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 2010. Η κατάσταση στην ελληνική οικονομία επιδεινωνόταν και ο ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους) καιγόταν να μαζέψει λεφτά, εκδίδοντας ομόλογα για να κλείσουν οι τρύπες του προϋπολογισμού. Πούλησε λοιπόν 5ετή ομόλογα με στόχο να συγκεντρώσει 5 δισ. ευρώ (αν θυμόμαστε καλά). Όμως, οι προσφορές ήταν πολλαπλάσιες σε σχέση με το ζητούμενο ποσό και μερικοί σκέφθηκαν πως ήταν ευκαιρία να πουλήσουν περισσότερα ομόλογα, σηκώνοντας όλα τα λεφτά, άνω των 20 δισ., που είχαν στρωθεί στο τραπέζι. Μ’ αυτό τον τρόπο θα είχαν καλύψει τις δανειακές ανάγκες του 1ου εξαμήνου, αγοράζοντας χρόνο. Τελικά, πουλήθηκαν 5ετή ομόλογα αξίας 8 δισ. ευρώ (αν θυμόμαστε καλά). Το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Η Ελλάδα έδειξε πως ήταν πανικόβλητη γιατί σήκωσε μεγαλύτερο ποσό απ’ αυτό που ζητούσε, χωρίς να καλύψει σημαντικό μέρος των δανειακών αναγκών της. Ήταν επόμενο γιατί πολλές προσφορές από ενδιαφερόμενους μπαίνουν σε δημοπρασίες, για να πάρουν οι συμμετέχοντες περισσότερα ομόλογα στο τέλος. Δεν είναι δηλαδή πραγματική ζήτηση.
Ας έλθουμε στη χθεσινή πώληση του νέου 10ετούς ομολόγου. Με τις προσφορές να υπερβαίνουν τα 21,9 δισ. ευρώ και το ζητηθέν ποσό να ανέρχεται σε 3,5 δισ. ευρώ, ο ΟΔΔΗΧ θα μπορούσε να «σηκώσει» 7 δισ. ευρώ για την Ελληνική Δημοκρατία, όσες δηλαδή είναι οι δανειακές ανάγκες της χώρας το 2023. Υπενθυμίζουμε ότι οι ετήσιες δανειακές ανάγκες θα ήταν 11 δισ. ευρώ, αλλά οι πρόωρες αποπληρωμές του δανείου από το ΔΝΤ κατέβασαν το ποσό στα 7 δισ. ευρώ.
Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια κίνηση, από τη στιγμή που η χώρα δεν πιέζεται. Το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 είναι μικρότερο απ’ ό,τι αναμενόταν, η χώρα περιμένει 644 εκατ. ευρώ από τις επιστροφές ομολόγων (ANFAs), αναμένονται 3,6 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης ενώ το μαξιλάρι ρευστότητας υπερβαίνει τα 30 δισ. ευρώ.
Προφανώς, οι σημερινές συνθήκες δεν είναι τόσο πιεστικές όπως τον Φεβρουάριο του 2010. Φυσικά, δεν ξέρουμε πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα για τη χώρα, αν η τότε κυβέρνηση αποφάσιζε να ικανοποιήσει όλες τις προσφορές των επενδυτών, μαζεύοντας πάνω από 20 δισ. ευρώ. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες θα βρίσκονταν τότε σε ακόμη δυσκολότερη θέση, αν έπαιρναν περισσότερα ομόλογα. Αντίθετα, σήμερα, στελέχη τους υποστηρίζουν ότι θα ήταν σε καλύτερη θέση αν είχαν λάβει παραπάνω ομόλογα, γιατί θα αυξανόταν το καθαρό εισόδημα από τόκους (ΝΝΙ).
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.