Η συζήτηση για το μέλλον του τραπεζικού κλάδου στον διεθνή περίγυρο περιλαμβάνει το μερίδιο αγοράς που παίρνουν οι fintechs από τις τράπεζες στον τομέα των πληρωμών, τις πιστωτικές κάρτες κ.λπ.
Επικεντρώνεται επίσης στον ρόλο των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και στη στρατηγική των παραδοσιακών τραπεζών με τα παλιά (legacy) συστήματα, απέναντι στις νέες τεχνολογικές προκλήσεις που μεταβάλλουν τις καταναλωτικές συνήθειες.
Όμως, στην Ελλάδα, τα πράγματα κινούνται πιο αργά.
Πολλοί θεωρούν βάσιμα πως οι εξελίξεις θα καθυστερήσουν, επιτρέποντας στις τράπεζες να μειώσουν δραστικά το βουνό των προβληματικών δανείων που έχουν συσσωρεύσει στους ισολογισμούς τους.
Επομένως, οι τιτλοποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) ή/και οι απευθείας πωλήσεις χαρτοφυλακίων ΜΕΑ σε funds είναι σημαντικές.
Όμως, καθοριστικό ρόλο στο νέο τοπίο θα παίξουν οι servicers, δηλ. οι εταιρείες διαχείρισης των ΜΕΑ.
Οι αναμενόμενες αποδόσεις των funds που είναι οι αγοραστές των χαρτοφυλακίων θα κριθούν από την ικανότητα των servicers να πετύχουν τους κύριους στόχους (KPIs) που τους τέθηκαν.
Υπενθυμίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έχει πιστοποιήσει και αδειοδοτήσει 21 τέτοιες εταιρείες (servicers).
Αναμφίβολα, όλες οι εταιρείες του είδους δεν είναι ίδιες αφού δεν έχουν την ίδια εμπειρία, στελέχωση, τεχνολογικό εξοπλισμό και δεν διαχειρίζονται τις ίδιες απαιτήσεις.
Οι τρεις συστημικές εταιρείες διαχείρισης, δηλ. η FPS των Eurobank-Pimco, η CEPAL Hellas των Centerbridge-Αlpha Βank και η Intrum των Intrum-Πειραιώς, ξεχωρίζουν καθώς τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία (AUM) εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν συνολικά τα 62 δισ. ευρώ.
Η Quant που ανήκει στην Qualco ακολουθεί με περίπου 5,8 δισ. ευρώ και η μοναδική της οποίας η πλατφόρμα έχει πουληθεί σε άλλους servicers.
Έπονται η SFS της Bain Capital, η B2Capital της B2Holding, η APS, η Pillarstone της KKR και η Dovalue, με κάπου 11 δισ. ευρώ συνολικά.
Αν προσθέσουμε τα ανωτέρω νούμερα, θα μας βγάλει κάπου 78 δισ. ευρώ. Αν αφαιρεθούν από τους ισολογισμούς των τραπεζών, οι τελευταίες θα βρεθούν με δάνεια ύψους 120 δισ. ευρώ περίπου. Επομένως, οι παραπάνω servicers θα διαχειρίζονται δάνεια των οποίων η ονομαστική αξία είναι αρκετά μεγάλη, αν και η πραγματική είναι πολύ μικρότερη. Υπό αυτή την έννοια, τα «νέα μαγαζιά», όπως κάποιοι τα αποκαλούν, θα είναι κάτι σαν μικρότερες τράπεζες.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι servicers δεν θα έχουν λόγο. Η αναμενόμενη ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς των ΜΕΑ θα δημιουργήσει νέες ανάγκες, που θα καλύψουν πιθανόν οι υπόλοιποι παίκτες. Με τόσο υψηλό όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπάρχει ψωμί για όλους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.