Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Δεν θα ξεμπλέξουμε εύκολα με το χρέος

Οι Ευρωπαίοι δανειστές θέλουν να κλείσουν το κεφάλαιο μνημόνια χωρίς να δώσουν πολλά στο θέμα του χρέους. Όμως, οι πιστωτές ίσως πέσουν και οι ίδιοι θύματα των πολιτικών τους.

Δεν θα ξεμπλέξουμε εύκολα με το χρέος
Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία εμφάνισε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης την προηγούμενη δεκαετία μέχρι τη μεγάλη ύφεση του 2008.

Σε σημαντικό βαθμό, η υπεραπόδοση στηρίχθηκε στον υψηλό βαθμό πιστωτικής επέκτασης.

Η υιοθέτηση του ευρώ και τα χαμηλά επιτόκια σε συνδυασμό με τη μεγάλη ρευστότητα των τραπεζών αποδείχθηκαν καταλύτες.

Τα τραπεζικά δάνεια προς τα νοικοκυριά τροφοδότησαν την κατανάλωση και τις εισαγωγές, συμβάλλοντας στη διόγκωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έφθασε το 14% του ΑΕΠ περίπου στην κορύφωσή του.

Όμως, εκείνο που οδήγησε την Ελλάδα στα μνημόνια ήταν το δημόσιο χρέος, που ήταν απόρροια των μεγάλων, χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Μετά από μια επταετία μνημονίων, η χώρα εμφανίζεται να πετυχαίνει μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα σε σχέση με τους στόχους του προγράμματος το 2016 και το 2017.

Αυτό προκαλεί ικανοποίηση στους πιστωτές, των οποίων πρωταρχικός στόχος είναι να πάρουν τα λεφτά τους πίσω ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος σε βάθος χρόνου, χωρίς να παρέχουν σημαντική, επιπρόσθετη ελάφρυνση χρέους το επόμενο καλοκαίρι.

Πολλοί αμφιβάλλουν και δικαίως κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορέσει να παράγει ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ την επόμενη πενταετία και 2%-2,5% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060.

Όμως, αυτή η συζήτηση βασίζεται στην υπόθεση ότι η διεθνής κοινότητα και κυρίως οι θεσμικοί δανειστές της χώρας δεν θα βρεθούν εκ νέου αντιμέτωποι τα επόμενα χρόνια με μια νέα μεγάλη οικονομική κρίση και κυρίως το φάσμα του αποπληθωρισμού.

Αυτή τη στιγμή, οι προβλέψεις δεν δείχνουν κάτι τέτοιο καθώς παραπέμπουν σε επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και μικρή άνοδο του πληθωρισμού.

Η ΕΚΤ δείχνει επίσης διατεθειμένη να επεκτείνει τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, συνεχίζοντας τις αγορές ομολόγων μετά τον Σεπτέμβριο του 2018, σε αντίθεση με τη Fed, που ξεκινά την αντίστροφη μέτρηση για το QE.

Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και του προγράμματος αγοράς ομολόγων από τον Μάρτιο του 2015 δεν έχουν αποδώσει αυτά που περίμεναν πολλοί δυόμισι χρόνια μετά.

Το φάσμα του αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη έχει μεν απομακρυνθεί για την ώρα, όμως όχι τόσο ώστε να μπορεί κάποιος να αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός υποτροπιασμού.

Ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι το μέσο συνολικό χρέος -δημόσιο και ιδιωτικό- της Ευρωζώνης ανέρχεται στο 450% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι αρκετά υψηλό, βάζοντας εμπόδια στον ρυθμό ανάπτυξης.     

Στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο νούμερο είναι 360% του ΑΕΠ και πλέον, δηλαδή σε ιστορικά υψηλά επίπεδα χωρίς τα χρέη εκτός ισολογισμού.

Η δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωζώνη ευνοεί τον περιορισμό ή τουλάχιστον τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Όμως, η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, που είναι απόρροια σε σημαντικό βαθμό του QE, ευνοεί την αύξηση του ιδιωτικού χρέους.

Αν λοιπόν η αναπόφευκτη αντιστροφή των πολιτικών της ΕΚΤ και της Fed οδηγήσουν σε άνοδο των επιτοκίων χωρίς η ανάπτυξη να έχει εδραιωθεί καλά, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι άσχημο.

Κοινώς, επάνοδος του φάσματος του αποπληθωρισμού, με υψηλότερο συνολικό χρέος και χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το πρόβλημα της Ελλάδας θα επανέλθει στο προσκήνιο δριμύτερο, με τους δανειστές της να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από σήμερα.

Γι’ αυτό λέμε ότι μπορεί να μην ξεμπερδέψουμε εύκολα με το χρέος.

Ακόμη κι αν αγνοήσουμε ότι η εποπτεία τελειώνει όταν αποπληρωθεί το 75% του χρέους της χώρας προς το ESM, διμερή δάνεια.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v