Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

H Ελλάδα δεν είναι ούτε Ιρλανδία ούτε Βέλγιο

H πρόθεση των δανειστών να περιορίσουν τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είναι προφανής και κατανοητή. Όμως, δεν είναι λογικό να επικαλούνται παραδείγματα που δεν έχουν βάση.

H Ελλάδα δεν είναι ούτε Ιρλανδία ούτε Βέλγιο

Το χθεσινό Eurogroup επιβεβαίωσε ότι οι πιστωτές ζητούν να παραγάγει η Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022, δηλαδή για μια πενταετία, και από εκεί και πέρα βλέπουμε.

Ως γνωστόν, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι το αντίβαρο στην ελάφρυνση του χρέους.

Οσο πιο ψηλά είναι τα πλεονάσματα, τόσο πιο μικρή απομείωση χρειάζεται το χρέος σε ονομαστικούς ή καθαρούς πραγματικούς όρους, για να βγαίνει η εξίσωση βιωσιμότητας (DSA).

Οι δανειστές θεωρούν ότι το ελληνικό ζήτημα είναι διαχειρίσιμο και υπό έλεγχο αυτή τη στιγμή.

Δεν επιθυμούν λοιπόν -κυρίως οι Γερμανοί- να αναζωπυρωθεί καθώς πλησιάζουν οι γερμανικές εκλογές, επαναφέροντας το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.

Όμως, επιθυμούν τη συμμετοχή του ΔΝΤ καθώς θεωρούν ότι οι αποφάσεις της Κομισιόν, κυρίως, και άλλων ευρωπαϊκών θεσμών είναι πολιτικοποιημένες  σε μεγάλο βαθμό.

Από τη σκοπιά του, το ΔΝΤ βρίσκεται αντιμέτωπο με τις αντιδράσεις του προσωπικού του και των αναδυομένων χωρών-μελών, που θέλουν να τερματισθεί η εμπλοκή του στο ελληνικό πρόγραμμα.

Το Ταμείο έχει λοιπόν υιοθετήσει μια πιο σκληρή γραμμή αυτή τη φορά.

Ζητά να υπάρξει γενναία, ιδανικά εμπροσθοβαρής, ελάφρυνση του χρέους, ώστε να μη χρειασθεί να έχει η Ελλάδα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια και υπονομευθεί η αξιοπιστία του προγράμματος και του ΔΝΤ.   

Όμως, η Γερμανία δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο σ’ αυτή τη φάση και προτάσσει την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων επί χρόνια.

Για να στηρίξει την επιχειρηματολογία της, επικαλείται το παράδειγμα του Βελγίου και της Ιρλανδίας, που κατόρθωσαν να βγάζουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί πολλά χρόνια.

Η Ιρλανδία επί μια 20ετία έβγαζε πλεονάσματα 3,7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ενώ το Βέλγιο έκανε το ίδιο επί 19 χρόνια, με το μέσο πρωτογενές πλεόνασμα να διαμορφώνεται στο 4,1% του ΑΕΠ.

Αφού η Ιρλανδία και το Βέλγιο τα κατάφεραν, γιατί να μην μπορεί να το κάνει η Ελλάδα για μικρότερο χρονικό διάστημα, είναι το ερώτημα που διατυπώνουν.

Όμως, η Ελλάδα προέρχεται από μια μακρά περίοδο ύφεσης, έχει υψηλό διψήφιο ποσοστό ανεργίας ενώ έχει χάσει πάνω από 25% του ΑΕΠ της.

Επιπλέον, η χώρα επιβαρύνεται από ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, που ξεπερνά το 175% του ΑΕΠ και βρίσκεται σε ξένα χέρια.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τοκοχρεολύσια που πληρώνει η Ελλάδα στους δανειστές της δεν μένουν στη χώρα αλλά κατευθύνονται στο εξωτερικό.

Δυστυχώς, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη.

Κι αυτό γιατί η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα για να δώσει ώθηση στις εξαγωγές, όπως έκαναν Ιρλανδία και Βέλγιο επί χρόνια.

Ούτε έχει ένα τραπεζικό σύστημα που δουλεύει ρολόι για να χρηματοδοτηθούν επενδυτικές πρωτοβουλίες και να έλθει η ανάπτυξη.

Υπάρχουν λοιπόν αρκετά ανόμοια πράγματα σε σύγκριση με την περίοδο που η Ιρλανδία και το Βέλγιο κατάφερναν να παρουσιάζουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Υπό αυτή την έννοια, τα παραδείγματα της Ιρλανδίας και του Βελγίου δεν ταιριάζουν στο προφίλ της Ελλάδας.




Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v