Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι αριθμοί δεν βγαίνουν!

Η οικονομία είναι όπως το σώμα του ανθρώπου. Θα πρέπει όλα τα όργανα να λειτουργούν σωστά, γιατί διαφορετικά προκύπτουν περιπλοκές. Το ίδιο ισχύει για την ελληνική οικονομία και τους σχεδιασμούς για πλεονάσματα, ανάπτυξη, χρέος και τράπεζες.

Οι αριθμοί δεν βγαίνουν!
Η Ελλάδα θα πρέπει να καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για τέσσερα ή πέντε χρόνια μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, στο πλαίσιο του σχεδιασμού για την ελάφρυνση του χρέους, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες πληροφορίες εκ Βρυξελλών.

Ακόμη και τρία χρόνια να ήταν η υποχρέωση, ώστε να ενεργοποιηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μετά τον Αύγουστο του 2018 που περιγράφονται στη δήλωση του Eurogroup του Μαίου του 2016, θα ήταν πολλά.

Οι υπέρμαχοι της πολιτικής των υψηλών πλεονασμάτων ανάμεσα στους δανειστές, π.χ. κ. Σόιμπλε, μπορεί να επικαλεστούν την υπέρβαση του ορίου του 3,5% του ΑΕΠ το 2016, για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους και να αποφύγουν τη λήψη γενναιότερων μέτρων ανακούφισης στο μέλλον.

Όμως, η ιστορία δεν είναι με το μέρος τους.

Την δεκαετία του 1990, η Ελλάδα μπόρεσε να παράξει πρωτογενή πλεονάσματα 1,75% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο επί 8 χρόνια, αλλά αυτό είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.

Η χώρα δεν μπορεί να το κάνει για παρατεταμένες χρονικές περιόδους.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι καμία χώρα που προερχόταν από ύφεση 5ετίας ή μεγαλύτερης διάρκειας τα τελευταία 200 χρόνια κατάφερε να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο από 2% του ΑΕΠ.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση από το 2008, με εξαίρεση το 2014, δηλαδή 8 χρόνια.      

Όμως, δεν είναι μόνο η ιστορία που δείχνει πως τέτοιες προβλέψεις είναι ανέφικτες.

Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, που κατευθύνονται στην αποπληρωμή των τόκων του χρέους, απορροφούν πόρους από τον ιδιωτικό τομέα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι τόκοι κατευθύνονται στο εξωτερικό αφού οι κάτοχοι του χρέους είναι ξένοι, με αποτέλεσμα να φεύγει ρευστότητα από τη χώρα και να πλήττεται η οικονομική δραστηριότητα.

Είναι ίσως ο σημαντικότερος λόγος που τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έχουν αρνητική επίδραση στην οικονομία, με αποτέλεσμα όσο μεγαλύτερο το πλεόνασμα από ένα επίπεδο και μετά, τόσο πιο αποδυναμωμένο το ΑΕΠ.

Δεν θα μας εξέπληττε αν η ελληνική οικονομία κατέγραφε μικρό προς ήπιο θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2016, με το μισό πρωτογενές πλεόνασμα από αυτό που καταγράφτηκε.

Όμως, το γαϊτανάκι δεν σταματάει εδώ.

Αν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι υψηλά και οι ρυθμοί ανάπτυξης υπολείπονται των προβλεπομένων τα επόμενα χρόνια, θα καταστεί πιο δύσκολη η επίτευξη των στόχων για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) τη διετία 2018-2019.

Οι συνέπειες θα είναι δυσάρεστες για τις τράπεζες και την εθνική οικονομία όπως εξυπακούεται.

Επανερχόμενοι λοιπόν στον αρχικό συλλογισμό μας, η απαίτηση για εμφάνιση υψηλών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ επί χρόνια υπονομεύει την αξιοπιστία άλλων στόχων, αφού δεν μπορεί κανείς να επιτύχει ταυτόχρονα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μεγάλη μείωση των προβληματικών δανείων.   

Υπό αυτή την έννοια, οι αριθμοί δεν βγαίνουν, για να θυμηθούμε την προσφιλή έκφραση των στελεχών του ΔΝΤ.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v