Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ανάπτυξη και το δις εξαμαρτείν

Μετά από 7 και πλέον χρόνια λιτότητας, η Ελλάδα έχει σχεδόν εξαλείψει τα δίδυμα ελλείμματα αλλά φαίνεται να επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος σε έναν άλλο τομέα, υπονομεύοντας τις προοπτικές για μια βιώσιμη αύξηση της απασχόλησης.  

Η ανάπτυξη και το δις εξαμαρτείν
Δεν το λες και επίτευγμα.

Εχοντας προχωρήσει σε αυξήσεις φόρων και περικοπές κρατικών δαπανών που υπερβαίνουν συνολικά το 30% του ΑΕΠ, δηλαδή τα 60 δισ. ευρώ από το 2010 μέχρι σήμερα, η χώρα κατόρθωσε να εξαλείψει σχεδόν τα δίδυμα ελλείμματα.

Το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατέγραψε πέρυσι μικρό πλεόνασμα της τάξης των 1-2 δισ. ευρώ ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε μικρό έλλειμμα.

Στην πορεία χάθηκε το ¼ του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας ενώ μειώθηκαν δραστικά τα περισσότερα εισοδήματα των νοικοκυριών.

Φυσικά, τα υπερβολικά δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας δεν ευθύνονται αποκλειστικά γι’ αυτή την κατάσταση.

Αλλωστε, δεν θα χρειάζονταν τόσα μέτρα, αν τα ελλείμματα δεν είχαν αυξηθεί τόσο πολύ και το συσσωρευμένο υψηλό δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ δεν υπονόμευε την εμπιστοσύνη των αγορών στην ικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας να εξυπηρετεί το χρέος της.

Η μη εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος έπαιξε επίσης ρόλο.

Όμως, η αποκατάσταση των ανισορροπιών στα δημόσια οικονομικά και στο εξωτερικό ισοζύγιο ήταν η μία πλευρά της ελληνικής οικονομικής εξυγίανσης.

Η άλλη αφορούσε τη δομή της ελληνικής οικονομίας και τις ατμομηχανές της ανάπτυξης.

Παρότι οι επενδύσεις είχαν θετικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας πριν τη μεγάλη διεθνή κρίση του 2008, φθάνοντας το 27% του ΑΕΠ,  πιο καθοριστικός παράγοντας ήταν η κατανάλωση.

Η συνολική καταναλωτική δαπάνη ανήλθε σε 213,2 δισ. ευρώ ή το 88% του ΑΕΠ το 2008 και 217,2 δισ. ή 91,4% του ΑΕΠ το 2009.

Παρά τα μέτρα λιτότητας και τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας, η συνολική κατανάλωση παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα ως προς το ΑΕΠ, αν και έχει υποχωρήσει αισθητά ως απόλυτο νούμερο.

Πιο συγκεκριμένα, η συνολική καταναλωτική δαπάνη ανήλθε σε 158,2 δισ. ευρώ ή 90% του ΑΕΠ το 2015 και 158,6 δισ. ή 90,2% το 2016, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Δηλαδή στα επίπεδα της προ κρίσης εποχής ως προς το ΑΕΠ.

Η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης μεταξύ 2009 και 2016 εκτιμάται σε 58,2 δισ. ευρώ και η πτώση του ΑΕΠ σε 61,6 δισ. ευρώ.

Είναι δηλαδή περίπου ίδια.

Όμως, η ελληνική οικονομία δεν έχει την παραγωγική βάση για να υποστηρίξει μια αύξηση της κατανάλωσης που θα συμβαδίζει με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Επομένως, ένα μέρος θα κατευθυνθεί στις εισαγωγές, υπονομεύοντας το εξωτερικό ισοζύγιο.

Θεωρητικά, η απάντηση θα πρέπει να είναι οι άμεσες επενδύσεις σε εξωστρεφείς κλάδους και προϊόντα, για να ενισχυθούν επίσης οι εξαγωγές και ο ρυθμός ανάπτυξης.   

Όμως, οι άμεσες επενδύσεις χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν και τις κατάλληλες συνθήκες για να  ενεργοποιηθούν.

Συμπέρασμα;

Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να βασιστεί σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση της κατανάλωσης για να αναπτυχθεί φέτος και τα επόμενα χρόνια, παρά τις όποιες  βοήθειες από τις εξαγωγές, π.χ. τουρισμός, και σε πολύ μικρότερο βαθμό, ίσως, τις επενδύσεις.

Αυτό σημαίνει ότι ο βασικός πυλώνας του ελληνικού οικονομικού υποδείγματος είναι άθικτος.

Όμως, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v