Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τo λάθος που γίνεται επικίνδυνη συνήθεια

Τo τέλος του 3ου μνημονίου προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να διορθωθεί ένα σημαντικό λάθος των προγραμμάτων διάσωσης. Όμως, δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει.

Τo λάθος που γίνεται επικίνδυνη συνήθεια
Η ανακοίνωση του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2016 από την ΕΛΣΤΑΤ προκάλεσε ευφορία στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά έντονες αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που το απέδωσαν στην υπερφορολόγηση και στην αθέτηση των υποχρεώσεων του κράτους.

Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία θα είχε αναπτυχθεί την προηγούμενη χρονιά, αν το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης χωρίς τους τόκους  ήταν μικρότερο από 3,9%-4,2% του ΑΕΠ που κατέληξε.

Τα δημόσια οικονομικά επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα αλλά επηρεάζονται επίσης από την οικονομία.

Είναι επίσης σαφές ότι αρκετά μέτρα παίρνουν χρόνο να «ωριμάσουν» και επομένως η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει σε εκείνα που είχαν ληφθεί δύο χρόνια πριν.

Πάντως, το πολύ υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα είναι απόρροια της πολιτικής λιτότητας  που εφαρμόζεται.

Αυτό γίνεται πιο ορατό όταν ρίξει κανείς μια ματιά στο δομικό πρωτογενές πλεόνασμα, που υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις διακυμάνσεις του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ).

Η Κομισιόν υπολόγιζε το δομικό πρωτογενές πλεόνασμα στο 4,9% του ΑΕΠ με τη μια μέθοδο (trend ΑΕΠ) και 7% με την άλλη μέθοδο (δυνητικό ΑΕΠ) το 2016.

Για τη χρονιά που διανύουμε, η Κομισιόν εκτιμούσε το δομικό πρωτογενές πλεόνασμα στο 5,5% του ΑΕΠ με την πρώτη μέθοδο και 3,7% του ΑΕΠ με την άλλη.

Κι όλα αυτά χωρίς να έχουν ενσωματωθεί τα νέα στοιχεία με το υψηλό πλεόνασμα του 2016.

Τα αναφέρουμε για να δείξουμε ότι η δημοσιονομική πολιτική είναι ακόμη πιο αυστηρή απ’ όσο φαίνεται εκ πρώτης ματιάς και αντιπαραγωγική.

Η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών που συνολικά ξεπερνούν το 33% του ΑΕΠ μεταξύ 2010 και 2016.

Κι όλα αυτά για να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4,2% του ΑΕΠ το 2016 έναντι πρωτογενούς ελλείμματος 10,4% του ΑΕΠ το 2009.

Δηλαδή, μια δημοσιονομική βελτίωση των 15 περίπου ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ την ίδια περίοδο.

Προφανώς, η δημοσιονομική πολιτική που ασκείται δεν είναι αποτελεσματική.

Αντίθετα, η συγκεκριμένη πολιτική έχει συμβάλει στη συρρίκνωση της οικονομίας  κατά 26 μονάδες του ΑΕΠ περίπου, στη διαιώνιση  της ύφεσης και στη διόγκωση της ανεργίας.

Εχει επίσης συμβολή στην επιδείνωση ή τουλάχιστον τη μη βελτίωση της δυναμικής του χρέους όπως απεικονίζεται στην πορεία του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Κατόπιν όλων αυτών, θα περίμενε κάποιος ότι οι σχεδιαστές της επόμενης μέρας μετά τον Αύγουστο του 2018 θα λάμβαναν υπόψη τα μειονεκτήματα της εφαρμοσθείσας δημοσιονομικής πολιτικής.

Θα απέφευγαν λοιπόν τα ίδια λάθη, βάζοντας στόχους για τα δομικά πρωτογενή πλεονάσματα που δεν είναι ευαίσθητα στις διακυμάνσεις της οικονομίας.

Μ’ αυτό τον τρόπο, η χώρα θα απέφευγε να λάβει π.χ. μόνιμα μέτρα για την αύξηση των φόρων, ώστε να περιορισθεί το έλλειμμα που είχε διογκωθεί επειδή η οικονομία διολίσθησε στην ύφεση.

Ως εκ τούτου θα περιόριζε τις απώλειες του ΑΕΠ, συμβάλλοντας στη βελτίωση του προφίλ του χρέους.

Σημειώνεται ότι οι στόχοι που έχει βάλει η ΕΕ στο δημοσιονομικό σύμφωνο (Fiscal Compact) αναφέρονται στο δομικό πρωτογενές αποτέλεσμα.

Αν λοιπόν το δομικό πρωτογενές πλεόνασμα χρησιμοποιείται ως μπούσουλας από την ΕΕ για τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής στο Fiscal Compact, γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει το ίδιο στην Ελλάδα μετά τα μέσα του 2018;

Το σκέφτηκε κανείς; Αμφιβάλλουμε.   

Ακόμη κι αν απορριπτόταν, θα έπρεπε να μπει στο τραπέζι, κατά την ταπεινή μας άποψη.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v