Η σημαντική αύξηση της φορολογίας σε μια αδύναμη οικονομία με διαρθρωτικές ανισορροπίες, όπως η ελληνική, συνέβαλε αποφασιστικά στην παρατεταμένη ύφεση.
Δεν ήταν μόνο ο περιορισμός της συνολικής ζήτησης. Ηταν επίσης η μεταφορά πόρων από τον κατά τεκμήριο πιο παραγωγικό ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο.
Το γεγονός ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν παίζει τον διαμεσολαβητικό ρόλο του, παρέχοντας χορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα, εμβάθυνε την ύφεση.
Ο ΟΟΣΑ δημοσιοποίησε χθες στοιχεία για την πορεία των φορολογικών εσόδων των χωρών-μελών του σε σύγκριση με το μέγεθος της οικονομίας τους.
H Ελλάδα είναι από τις χώρες που ξεχωρίζουν -και δικαιολογημένα.
Τα φορολογικά έσοδα ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκαν στο 36,8% το 2015 από 35,77% το 2014 και είναι πιθανόν να συνέχισαν την ανοδική τους πορεία το 2016.
Για να αντιληφθεί κανείς τι έχει συμβεί, θα πρέπει να πάει ακόμη πιο πίσω στον χρόνο.
Τα φορολογικά έσοδα αντιστοιχούσαν στο 32,23% το 2010 και στο 30,87% του ΑΕΠ το 2009.
Κάπου 10 χρόνια πιο πίσω, το 2001, τη χρονιά που η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ, τα έσοδα αντιστοιχούσαν στο 32% περίπου του ΑΕΠ.
Το 1995, ο λόγος φόρων προς ΑΕΠ βρισκόταν στο 27,78% και το 1990 στο 25,19%.
Με άλλα λόγια, από το 1990 μέχρι το 2009 έχουμε μια αύξηση των φόρων ως προς το ΑΕΠ λίγο πάνω από πέντε ποσοστιαίες μονάδες.
Η Ελλάδα ξεπερνά πλέον τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Οση αύξηση καταγράφηκε την τελευταία 20ετία, άλλη τόση και μεγαλύτερη, 6 μονάδες, καταγράφηκε την τελευταία εξαετία.
Η διαπίστωση και καταγραφή της αύξησης των φορολογικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ είναι η μία όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη είναι οι κρατικές δαπάνες ως προς το ΑΕΠ, τις οποίες τα φορολογικά έσοδα χρηματοδοτούν μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές και άλλα μη φορολογικά έσοδα.
Μια ματιά στα νούμερα δείχνει ότι οι πρωτογενείς δαπάνες που δεν περιλαμβάνουν τους τόκους για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους έχουν σημειώσει κατακόρυφη άνοδο, το ίδιο χρονικό διάστημα.
Οι πρωτογενείς δαπάνες ανέρχονταν στο 35,3% του ΑΕΠ το 1995 και σκαρφάλωσαν στο 39,7% το 2001, που η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ.
Οι δαπάνες διατηρήθηκαν κοντά στο 40,5%-41% του ΑΕΠ μέχρι και το 2006, που φθάνει το 49% το 2009 και ξανανεβαίνει στο 50,3% το 2012.
Είναι αλήθεια πως τα νούμερα εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις τα τελευταία χρόνια, λόγω κάποιων εφάπαξ δαπανών, π.χ. η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Ετσι, οι πρωτογενείς δαπάνες διαμορφώθηκαν στο 58,3% του ΑΕΠ το 2013, έπεσαν στο 46,6% το 2014 και ξανανέβηκαν στο 51,8% το 2015.
Οι υποστηρικτές της αύξησης των φορολογικών εσόδων επικαλούνται συχνά το γεγονός ότι υπολείπονται ακόμη του μέσου όρου της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Αυτό μπορεί να είναι σωστό, αν και η ψαλίδα έχει πλέον κλείσει. Ιδίως αν συνυπολογίσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές που επίσης αφαιρούνται από το εισόδημα.
Ισως πιο σημαντική είναι η διαπίστωση ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων ως προς το ΑΕΠ διαχρονικά δεν έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού.
Κι αυτό γιατί συνήθως τείνουν να αυξάνονται οι δαπάνες το ίδιο διάστημα.
Αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί αντανακλά τη δομή του πολιτικού μας συστήματος και τις πελατειακές σχέσεις.
Σ' ένα τέτοιο σύστημα, οι πιθανότητες να οδηγήσει η αύξηση των φορολογικών εσόδων σε μόνιμη μείωση των ελλειμμάτων μειώνονται.
Κι αυτό γιατί όπως περνά ο χρόνος, οι πιέσεις προς την εκάστοτε πολιτική εξουσία για προσλήψεις στον δημόσιο τομέα, αυξήσεις μισθών κ.τ.λ. εντείνονται.
Η αύξηση των εσόδων δίνει την ευκαιρία στην εκάστοτε κυβέρνηση να αφαιρέσει κάποια πίεση και να κερδίσει ψήφους, αυξάνοντας τις κρατικές δαπάνες.
Υπό αυτή την έννοια, η αύξηση των φορολογικών εσόδων οδηγεί, έστω με μια χρονική υστέρηση, σε αύξηση των κρατικών δαπανών, δημιουργώντας ένα αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.