Η σχέση του προϋπολογισμού με την οικονομία είναι αμφίδρομη.Ο προϋπολογισμός επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα μέσω των δαπανών, των φόρων και των προσδοκιών που δημιουργεί για το μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, η οικονομική δραστηριότητα επηρεάζει τα μεγέθη του προϋπολογισμού.
Όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ισχυρός, το κράτος εισπράττει περισσότερα έσοδα και μπορεί να δαπανά λιγότερα για κοινωνικά προγράμματα, π.χ. επιδόματα ανεργίας.
Το αντίθετο συμβαίνει όταν η οικονομία είναι σε ύφεση.
Στη δική μας περίπτωση, ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε συνδυάζει την πρόβλεψη για υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2,7% και πρωτογενούς πλεονάσματος 2% του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.
Δεν γνωρίζουμε κανέναν που να δραστηριοποιείται στον ιδιωτικό τομέα και να προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας κατά 2,7% το 2017.
Αλλοι ξένοι οργανισμοί εμφανίζονται να ασπάζονται αυτή την αισιόδοξη άποψη.
Μάλιστα, το ΔΝΤ τοποθετεί τον πήχη στο 2,8% αλλά συνοδεύει την εκτίμηση με πολύ χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική και πρωτογενές πλεόνασμα.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, ο ρυθμός θα είναι μεν θετικός, αλλά δεν περιμένουμε να ξεπεράσει κατά πολύ το 1,5% την επόμενη χρονιά.
Εχουμε την αίσθηση ότι κάπου εκεί βρίσκεται.
Όμως, η ελληνική οικονομία έχει δείξει διαχρονικά πως είναι περίεργο ον και μπορεί να εκπλήξει είτε ευχάριστα, είτε δυσάρεστα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την κυβερνητική εκτίμηση για ανάπτυξη 2,7%, που υπόκειται σε μια σειρά από ρίσκα, π.χ. η εκτέλεση του προγράμματος, η ελάφρυνση του χρέους κ.τ.λ.
Νομίζουμε ότι εκείνο που εντυπωσιάζει και συμβάλλει αποφασιστικά στη πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,7% το 2016 είναι η ιδιωτική κατανάλωση.
Η τελευταία είναι «κλειδί», γιατί αντιπροσωπεύει το 70% του ΑΕΠ και πλέον, με βάση τις εκτιμήσεις που γνωρίζουμε.
Η πρόβλεψη του προϋπολογισμού θέλει την ιδιωτική κατανάλωση να αυξάνεται με ρυθμό 1,8% σε σταθερές τιμές.
Κι αυτό παρότι οι φόροι αυξάνονται κατά 2,5 δισ. ευρώ περίπου και υπάρχουν οι δευτερογενείς επιπτώσεις των φόρων που μπήκαν το 2016. Επιπλέον, υπάρχει μια μικρή μείωση των κρατικών δαπανών.
Αναμφίβολα, η σχέση δεν είναι ένα προς ένα.
Κοινώς, η αύξηση των φόρων κατά 1 ευρώ δεν οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά 1 ευρώ.
Επιπλέον, η δευτερογενής αρνητική επίπτωση των φόρων στη κατανάλωση είναι σαφώς μικρότερη τον δεύτερο χρόνο της επιβολής τους.
Όμως, υπάρχουν κάποια αντίβαρα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Ένα από αυτά είναι η αναμενόμενη, έστω μικρή και υπό ελαστικές μορφές, αύξηση της απασχόλησης, αν οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες παραμείνουν ομαλές.
Ένα άλλο είναι η πιθανή επιστροφή μέρους του πλεονάσματος του προϋπολογισμού του 2016 για τη στήριξη κοινωνικών προγραμμάτων στο μέτρο που επιβεβαιωθούν οι κυβερνητικές προβλέψεις.
Πιο σημαντικό στοιχείο είναι η αποπληρωμή μέρους από τα ληξιπρόθεσμα του κράτους προς ιδιώτες.
Ένα μέρος από αυτά, πιθανόν 1 με 1,5 δισ. ευρώ, θα κατευθυνθεί στην καταβολή συντάξεων και εφάπαξ που εκκρεμούν, αν όλα κυλήσουν ομαλά.
Αυτά τα λεφτά θα έχουν λογικά μεγαλύτερη επίδραση στην ιδιωτική κατανάλωση σε σχέση με άλλα.
Ακόμη δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι μερίδα του κόσμου δαπανά ένα μέρος των χρημάτων που έχει στο στρώμα κ.τ.λ. για να διατηρήσει το επίπεδο της διαβίωσής της.
Δεν θα μας εξέπληττε, αν το τελευταίο ποσό κυμαινόταν από 1 μέχρι 3 δισ. ευρώ περίπου το 2017.
Χωρίς να συνυπολογίσουμε τις άλλες αλλεπιδράσεις από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να έχει θετικό πρόσημο το 2017.
Όμως, οι πρόχειροι υπολογισμοί μας δεν οδηγούν σε αύξηση της κατανάλωσης κατά 1,8% το 2017.
Εκτός από την ιδιωτική και τη δημόσια κατανάλωση, που αναμένεται να καταγράψει οριακή μείωση, υπάρχουν επίσης οι επενδύσεις και οι καθαρές εξαγωγές.
Η αύξηση των επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) κατά 9,1% εκπλήσσει. Όμως, η βάση σύγκρισης με το 2016 είναι όντως χαμηλή.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της πιστωτικής επέκτασης που επικαλείται ο προϋπολογισμός δεν είναι σίγουρη ενώ ευρωπαϊκά κονδύλια εισέρρευσαν και φέτος, οπότε η αύξηση δεν μπορεί να είναι συγκριτικά μεγαλύτερη το 2017.
Κι εδώ λοιπόν θα έχουμε πιθανόν αύξηση των επενδύσεων, αλλά το μέγεθός της είναι απροσδιόριστο και πιθανόν μικρότερο.
Οσον αφορά στον εξωτερικό τομέα, που αναμένεται να συνεισφέρει θετικά στο ΑΕΠ, θα είχαμε κάποιους ενδοιασμούς.
Η επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συνοδεύεται συνήθως με γενναία αύξηση των εισαγωγών.
Τα capital controls ίσως την περιορίσουν, αλλά δεν νομίζουμε ότι η συνεισφορά του εξωτερικού τομέα θα είναι αυτή (+0,6%) που προβλέπει ο προϋπολογισμός.
Κοντολογίς, η αύξηση του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές μοιάζει εφικτή, αλλά θα πρέπει να συμβούν πολλά θετικά μαζί για να πλησιάσει το 2,7% με βάση τα τωρινά δεδομένα.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.