Η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για τη παρατεταμένη ύφεση της κρατικοδίαιτης ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι σήμερα.Να θυμίσουμε ότι οι πρωτογενείς δαπάνες που δεν περιλαμβάνουν τις δαπάνες για τόκους ξεπερνούσαν το 10% του ΑΕΠ το 2009, αλλά το πρωτογενές αποτέλεσμα μετατράπηκε σε μικρό πλεόνασμα πέρυσι και πρόπερσι.
Το ίδιο αναμένεται να συμβεί φέτος.
Σύμφωνα με το τρίτο μνημόνιο, ο δημοσιονομικός στόχος καλεί για πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ φέτος, 1,75% το 2017 και 3,5% το 2018.
Από το 2018 και πέρα, όλα είναι ανοικτά.
Το ΔΝΤ έχει αναθεωρήσει τον μακροχρόνιο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ, θεωρώντας τον πιο ρεαλιστικό.
Όμως, οι Eυρωπαίοι εταίροι-δανειστές εμμένουν προς το παρόν στοn στόχο του 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο μετά το 2018, αφήνοντας ανοικτά κάποια περιθώρια για αναθεώρηση προς τα κάτω προς το τέλος του προγράμματος.
Όπως έχουμε ξαναπεί στο παρελθόν, το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι η άλλη όψη της διαχειρισιμότητας του χρέους.
Αν μια χώρα καλείται να επιτύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος χρόνου για να μειώσει το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, τότε το πιθανότερο είναι πως αυτό το χρέος δεν είναι διαχειρίσιμο και οι αποφάσεις εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη δική μας περίπτωση.
Η Ευρωζώνη δεν θέλει να μειώσει τους δημοσιονομικούς στόχους για πολιτικούς λόγους, αφού πραγματικά μέτρα ανακούφισης θα προκαλούσαν εσωτερικές πολιτικές αντιδράσεις στη Γερμανία κι αλλού.
Ιδίως σ' αυτή τη χρονική συγκυρία.
Το επιχείρημα περί έλλειψης κινήτρων για συνέχιση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας σε περίπτωση ελάφρυνσης του χρέους έχει κάποια βάση.
Όμως, η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, που θεωρητικά θα έφερνε η ελάφρυνση του χρέους, θα αποδεικνύετο βραχυχρόνια, αν η χώρα ξαναγυρνούσε σε πρωτογενή ελλείμματα.
Δυστυχώς, κάτι ακόμη συμβαίνει, που δυσκολεύει περισσότερο τα πράγματα στην περίπτωση της Ελλάδος.
Ακόμη κι ο στόχος του ΔΝΤ για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% σε μακροχρόνιο ορίζοντα δεν είναι ρεαλιστικός.
Ο στόχος θα έπρεπε να τοποθετηθεί ακόμη χαμηλότερα, πιθανόν κοντά στο 1% του ΑΕΠ, με βάση την ελληνική εμπειρία και άλλων χωρών.
Το Ταμείο αναφέρει ότι η Ελλάδα ήταν σε θέση να καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,75% του ΑΕΠ επί 8 έτη τη δεκαετία του 1990.
Όμως, οι οικονομικές συνθήκες ήταν καλές σε γενικές γραμμές.
Ειδικότερα, η Ελλάδα είχε το μεγάλο κίνητρο της εκπλήρωσης των κριτηρίων σύγκλισης για τη συμμετοχή στην ΟΝΕ και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποβοηθείτο από την ελεγχόμενη διολίσθηση της δραχμής.
Επίσης, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η χώρα εμφάνιζε πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πριν την κρίση.
Το πρωτογενές έλλειμμα ανήλθε στο 2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο μετά την εισαγωγή του ευρώ.
Ούτε η ιστορία άλλων κρατών που εφάρμοσαν πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής τα τελευταία 200 χρόνια είναι ενθαρρυντική.
Σ' ένα δείγμα 55 χωρών, καταγράφονται μόλις 15 επεισόδια με ύφεση που διήρκησε για πάνω από 5 χρόνια, τα τελευταία 200 χρόνια.
Επίσης, καμία χώρα δεν μπόρεσε να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα από το 2% του ΑΕΠ μετά την παρατεταμένη περίοδο ύφεσης.
Στον αντίποδα, υπάρχει το Βέλγιο και η Ιρλανδία, που κατάφεραν να καταγράψουν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και άνω, για πάνω από μια δεκαετία.
Όμως, θα πρέπει κανείς να εξετάσει τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούσαν και τη δομή της οικονομίας κάθε χώρας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, με την ήδη υψηλή ανεργία και τον γηρασμένο πληθυσμό, τα πράγματα δυσκολεύουν αφάνταστα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και η υπόθεση του ΔΝΤ περί επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων 1,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο επί πολλά χρόνια μετά το 2018 μοιάζει αισιόδοξη.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.