Λίγες μέρες μετά το Eurogroup της 24ης Μαΐου, οι κ.κ. Τσακαλώτος και Χουλιαράκης έδωσαν μια συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα για να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα.
Σ' εκείνη τη συνέντευξη, οριοθέτησαν τρεις στόχους σύμφωνα με τις σημειώσεις μας (είχε μεταδοθεί τηλεοπτικά).
Πρώτον, την εξασφάλιση της εκταμίευσης που πάει με την αξιολόγηση.
Δεύτερον, να μπει η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, διευκρινίζοντας ότι ήλπιζαν να έλθει σύντομα.
Τρίτον, να ανοίξει η συζήτηση για διευθέτηση του χρέους.
Από τότε μέχρι σήμερα συνέβησαν πολλά και διάφορα.
Η χώρα έλαβε τα 7,5 δισ. ευρώ από το σύνολο των 10,3 δισ. της πρώτης αξιολόγησης τον Ιούνιο.
Η ΕΚΤ επανέφερε το waiver για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να γίνονται πλέον αποδεκτά από την ΕΚΤ ως ενέχυρα για τη χρηματοδότηση των τραπεζών.
Όμως, η ΕΚΤ δεν συμπεριέλαβε τα ελληνικά ομόλογα σ' εκείνα που είναι επιλέξιμα για το QE, όπως λανθασμένα κάποιοι είχαν οδηγήσει κυβερνητικά στελέχη να πιστεύουν.
Μετ' εμποδίων προχώρησαν κάποιες σημαντικές ιδιωτικοποιήσεις όπως του ΟΛΠ και το Ελληνικό.
Από την άλλη πλευρά, έγινε σαφές ότι η πρώτη αξιολόγηση δεν είχε πρακτικά ολοκληρωθεί αφού το εναπομείναν ποσό των 2,8 δισ. ευρώ θα εισπραχθεί τον Οκτώβριο.
Στο διεθνές περιβάλλον, το Brexit έγινε πραγματικότητα και οι αδυναμίες του ιταλικού τραπεζικού συστήματος και της Deutsche Bank αναδείχθηκαν ενώ τα λαϊκιστικά εθνικιστικά κόμματα στη Γερμανία κι αλλού συνέχισαν να κερδίζουν έδαφος.
Επίσης, στην Τουρκία έγινε πραξικόπημα που έδωσε στον Ερντογάν την ευκαιρία να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό και να εδραιώσει το καθεστώς του, αμφισβητώντας αργότερα τη Συνθήκη της Λοζάνης και εμμέσως τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Πώς έχουν αντιδράσει οι αγορές απέναντι στην Ελλάδα μετά από όλα αυτά;
Το Χρηματιστήριο Αθηνών πελαγοδρομεί, με χαμηλούς συναλλακτικούς τζίρους.
Ακόμη, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου παραμένει πάνω από το 8% και το επιτόκιο του 3μηνου εντόκου, που είναι ελληνική υπόθεση, διαμορφώνεται στο 2,7%.
Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η αδιαφορία των ξένων επενδυτών.
Αρκετοί πιστεύουν, κυρίως κυβερνητικά στελέχη, ότι αυτή η κατάσταση θα αλλάξει με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και μια πιθανή συμφωνία για το χρέος, που θα ανοίξει τον δρόμο για το QE της ΕΚΤ.
Όμως, άλλοι πιστεύουν ότι ο κίνδυνος να παραταθεί η περίοδος της επενδυτικής αδιαφορίας είναι υπαρκτός.
Ακόμη κι αν ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση.
Κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, διαβλέπουν απροθυμία της γερμανικής κυβέρνησης να αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το ελληνικό χρέος πριν τις εκλογές του επόμενου έτους.
Δεύτερον, μπορεί οι απαιτήσεις των δανειστών να ικανοποιούνται με τη νομοθέτηση των μέτρων, όμως είναι επίσης σαφές ότι υπάρχει απροθυμία ολικής εφαρμογής τους από διάφορα ελληνικά υπουργεία.
Ενίοτε, διαβλέπουν πισωγυρίσματα ή καλύτερα απόπειρες πισωγυρίσματος για πολιτικούς λόγους.
Δεν είναι βέβαιο πού θα καθίσει η μπίλια καθώς θα εξαρτηθεί σε κάποιο βαθμό από το διεθνές περιβάλλον.
Πάντως, μέχρι να κλείσει ο χρόνος, οι πιθανότητες είναι υπέρ της επικράτησης της επενδυτικής αδιαφορίας.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.