Ο πρόεδρος της Κομισιόν κ. Γιούνκερ αναμένεται να ζητήσει σήμερα, κατά την ετήσια ομιλία του στην Ευρωβουλή για την κατάσταση στην ΕΕ, την αφαίρεση των δαπανών για την παιδεία και άλλων από τον υπολογισμό του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης.
Ουσιαστικά, ο κ. Γιούνκερ προτείνει αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων όπως προσδιορίζονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας, αν τα δημοσιεύματα αποδειχθούν σωστά.
O σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ έσπευσε να διαφοροποιήσει τη θέση του λέγοντας:
«... Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, ότι εδώ μιλάμε για λεφτά που πρέπει από κάπου να έλθουν, είτε μέσω δανεισμού, είτε από την αύξηση της φορολογίας».
Και συνέχισε: «Θα μπορούσε να υπάρξει μια εξαίρεση για περιπτώσεις όπου συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως π.χ. μια φυσική καταστροφή ή σεισμός με μεγάλο οικονομικό αντίκτυπο, σαν αυτόν που συνέβη στην Ιταλία... Σε ό,τι όμως αφορά τις δαπάνες για την παιδεία ή άλλες επενδύσεις, δεν πρέπει να τεθούν εκτός των κανόνων. Σε μια τέτοια περίπτωση τι νόημα θα έχει να υπάρχουν πια δημοσιονομικοί κανόνες;»
Η συζήτηση κατά πόσο η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να γίνεται με βάση δεσμευτικούς κανόνες, ή θα πρέπει να είναι στη διακριτική ευχέρεια κάθε κυβέρνησης, διεξάγεται επί δεκαετίες στην οικονομική επιστήμη.
Όμως, δεν πρόκειται να αφιερώσουμε χρόνο σ' αυτή.
Προσωπική άποψη είναι πως θα πρέπει να υπάρχουν δημοσιονομικοί κανόνες και να είναι σεβαστοί από όλους. Όμως, η ιστορία της ΕΕ δεν δείχνει κάτι τέτοιο αφού η Γερμανία την προηγούμενη δεκαετία και η Γαλλία πρωτοστάτησαν στις παραβιάσεις των κανόνων.
Σήμερα, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε πώς ξεκίνησαν όλα αυτά και πώς, εν συντομία, φτάσαμε εδώ.
Οι πιο παλιοί θα θυμούνται ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες ήταν γερμανικής προέλευσης, συμπεριλήφθηκαν στην έκθεση της επιτροπής Ντελόρ το 1989 και επιβεβαιώθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992.
Όμως, ο τότε Γάλλος πρόεδρος της Κομισιόν δεν ήταν υπέρ των κανόνων. Το ίδιο και ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Νόρμαν Λαμόντ, που πίστευε ότι οι αγορές θα επέβαλαν πειθαρχία.
Όμως, τόσο ο Ντελόρ όσο και ο Λαμόντ αναγνώρισαν την ήττα τους το 1991. Πίσω από εκείνη τη μάχη κρυβόταν μια αλήθεια.
Τα γερμανικά συμφέροντα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιβολή των κανόνων, εν γνώσει όλων των υπόλοιπων χωρών.
Κι αυτό γιατί αρέσει στη Γερμανία να έχει τον ρόλο του ηγεμόνα της Ευρώπης, αλλά δεν θέλει να πληρώνει, τουλάχιστον όχι πολλά, γι' αυτό το προνόμιο.
Όμως, η απροθυμία της Γερμανίας να πληρώνει ήταν μέρος της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας αργότερα.
Οι χώρες που σήμερα φωνάζουν η Γερμανία να κάνει περισσότερα, π.χ. να αυξήσει τις επενδύσεις, κατανάλωση κ.τ.λ., υπέγραψαν τις Συμφωνίες. Ισως γιατί ήλπιζαν τότε πως η Γερμανία θα βάλει νερό στο κρασί της, αν χρειασθεί.
Όμως, η ανωτέρω άποψη δεν έλαβε υπόψη τον Γερμανό φορολογούμενο και τη δυνατότητα μιας νέας γενιάς Γερμανών πολιτικών να τον πείσει να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Φθάσαμε λοιπόν στη σημερινή εποχή, που μια σειρά Γερμανών και μη οικονομολόγων και πολιτικών υποστηρίζουν ότι η μη εφαρμογή των πολιτικών της δημοσιονομικής λιτότητας ισοδυναμεί με άδεια σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, να προσθέτει νέα χρέη.
Φυσικά, υπήρξαν κι άλλοι πολιτικοί και μη που επέκριναν τους κανόνες.
Τη δεκαετία του 2000, ο Ιταλός πρόεδρος της Κομισιόν κ. Πρόντι αποκάλεσε το Σύμφωνο Σταθερότητας «χαζό», λόγω του δημοσιονομικού κανόνα για έλλειμμα μικρότερο από 3% του ΑΕΠ που επέβαλε.
Μετά την κρίση του 2008, οι χώρες έσπευσαν να υποβαθμίσουν τον κανόνα του 3% για το έλλειμμα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Είναι ένας από τους λόγους που έχουν επιτρέψει στην κ. Μέρκελ και άλλους να ισχυρισθούν ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες δίνουν περιθώρια για μεγάλη ευλυγισία.
Δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Γιούνκερ θα επιμείνει στην αναμενόμενη πρότασή του για εξαίρεση κάποιων δαπανών από τον δημοσιονομικό κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας.
Όμως, η ιστορία των δημοσιονομική κανόνων στην ΕΕ είναι διδακτική.
Oι βασικοί δημοσιονομικοί κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας
-Πρώτον, το έλλειμμα του προϋπολογισμού να είναι μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και το ακαθάριστο δημόσιο χρέος χαμηλότερο από 60% του ΑΕΠ.
-Δεύτερον, αν το χρέος ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ, θα πρέπει να μειώνεται ετησίως κατά το 1/20 της απόστασης μεταξύ του πραγματικού επιπέδου του χρέους και του 60% του ΑΕΠ που είναι το σημείο αναφοράς.
-Τρίτον, το διαρθρωτικό ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης που δεν περιλαμβάνει τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου και έκτακτων επιβαρύνσεων θα πρέπει να είναι υψηλότερο από τον μεσοπρόθεσμο στόχο κάθε χώρας.
Στην ευρωζώνη, ο στόχος θα πρέπει να είναι διαρθρωτικό έλλειμμα ίσο ή μικρότερο από 0,5% του ΑΕΠ ή 1% του ΑΕΠ για τις χώρες με δημόσιο χρέος μικρότερο από 60% του ΑΕΠ.
Αν το αποτέλεσμα του διαρθρωτικού προϋπολογισμού είναι κατώτερο του μεσοπρόθεσμου στόχου, θα πρέπει να διορθωθεί κατά 0,5% του ΑΕΠ ετησίως.
-Τέταρτον, οι πραγματικές κρατικές δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες προσαρμοσμένες για τον πληθωρισμό, δεν μπορούν να αυξάνονται ταχύτερα από τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, αν το αποτέλεσμα του διαρθρωτικού προϋπολογισμού είναι ίσο με τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή υψηλότερο. Αν π.χ. το διαρθρωτικό έλλειμμα είναι 2% του ΑΕΠ και ο μεσοπρόθεσμος στόχος είναι έλλειμμα 1% του ΑΕΠ.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.