Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ernst & Young: Μειωμένη διάθεση για μεγάλα ντιλ

H αβεβαιότητα για το μέλλον και οι μεγάλες διαφορές σε επίπεδο αποτίμησης που χωρίζουν αγοραστές και πωλητές αποτελούν τροχοπέδι στο να γίνουν μεγάλα ντιλ στην παγκόσμια οικονομία, λέει η Ernst & Young.

Ernst & Young: Μειωμένη διάθεση για μεγάλα ντιλ
Διπλό πλήγμα αναμένεται να υποστεί ο τομέας των συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε) διεθνώς, καθώς οι αβέβαιες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας μειώνουν τη διάθεση για μη οργανική ανάπτυξη και οι εντεινόμενες ανησυχίες σχετικά με τις αποτιμήσεις απειλούν να υπονομεύσουν περαιτέρω το άμεσο επιχειρηματικό ενδιαφέρον για Σ&Ε.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει έρευνα της Ernst & Young, η οποία σημειώνει επίσης ότι καθώς οι ανησυχίες αναζωπυρώνονται και η επιχειρηματική εμπιστοσύνη μειώνεται, οι περισσότερες επιχειρήσεις εστιάζουν πλέον στην προσπάθεια βελτίωσης της κερδοφορίας τους και σε επιλογές μειωμένου ρίσκου παρά στην επιδίωξη ανάπτυξης του κύκλου εργασιών.

Η έβδομη έκδοση του Capital Confidence Barometer της Ernst & Young, βασίζεται σε έρευνα 1.500 ανώτερων στελεχών από 41 χώρες και εκδίδεται κάθε 6μήνες.

Σύμφωνα με αυτή, η μείωση του ενδιαφέροντος για Σ&Ε δεν οφείλεται μόνο στην απότομη μείωση της εμπιστοσύνης στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Το 25% των ερωτηθέντων θεωρούν το χάσμα μεταξύ των αποτιμήσεων των πιθανών εξαγορών και του τιμήματος που αναζητούν οι πωλητές ως βασικό λόγο για να μην προχωρήσουν σε μια συμφωνία. Κατά συνέπεια, μόνο το 25% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι θα επιδιώξουν εξαγορές στους επόμενους 12 μήνες – το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγράψει η έρευνα από, την πρώτη έκδοσή του, το 2009. Τα αντίστοιχα ποσοστά τον Απρίλιο και πριν ένα χρόνο ήταν 31% και 41% αντίστοιχα.

Ο Pip McCrostie, Global Vice-Chair, Transaction Advisory Services, της Ernst & Young, σχολιάζει: «Μέχρι και τον Απρίλιο βλέπαμε μια αύξηση της εμπιστοσύνης των στελεχών στην παγκόσμια οικονομία, αλλά από τότε έχει υπάρξει μια δραματική μείωση. Οι σημερινές απαισιόδοξες προοπτικές και οι εντεινόμενες ανησυχίες σχετικά με το χάσμα των αποτιμήσεων μεταξύ αγοραστών και πωλητών αποτελούν ένα ακόμη πλήγμα για τις Σ&Ε σε μια παγκόσμια αγορά όπου η δραστηριότητα είναι ήδη μειωμένη και οι εκτιμήσεις συγκρατημένες».

Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων είναι λιγότερο αισιόδοξες για το μέλλον σε σχέση με τον Απρίλιο, ενώ το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί από την κρίση στην Ευρωζώνη έχει αυξηθεί στο 89%. Μόνο το 22% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας βελτιώνεται, σε σχέση με ποσοστό 52% που ήταν πριν έξι μήνες, ενώ το 78% δεν έχει παρουσιάσει βελτίωση από τότε.

Ο αριθμός των εταιρειών, οι διοικήσεις των οποίων εκφράζουν έντονα την απαισιοδοξία τους, έχει αυξηθεί από 20% σε 31%.

Σε αυτό το πλαίσιο, το 27% των ερωτηθέντων, έναντι ποσοστού 16% που ήταν πριν ένα χρόνο, πιστεύουν σήμερα ότι οι αποτιμήσεις πιθανών συμφωνιών θα βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, κατά την οποία πολλά στελέχη αναμένουν ότι οι αποτιμήσεις θα μειωθούν, ένας αυξανόμενος αριθμός δυνητικών αγοραστών προτιμά να τηρήσει στάση αναμονής απέναντι σε μια πτωτική αγορά.

Όπως παρατηρεί ο McCrostie: «Παρά το γεγονός ότι διαθέτουν σημαντικά αποθέματα μετρητών και επαρκή πρόσβαση σε κεφάλαια, τα στελέχη περιμένουν μια διατηρήσιμη ανάκαμψη πριν εμπλακούν σε Σ&Ε. Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον της μειωμένης ή και μηδενικής ανάπτυξης, είναι πιο απρόθυμοι να κάνουν μια κίνηση. Στο σημερινό κλίμα, οι αγοραστές έχουν καλύτερη μνήμη από τους πωλητές. Με την ανάμνηση ορισμένων ακριβών εξαγορών την εποχή της «έκρηξης» των αποτιμήσεων, είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε περιουσιακά στοιχεία που θεωρούν σήμερα υπερτιμημένα».


Μικρότερες συμφωνίες

Με το σημερινό υποτονικό κλίμα όσον αφορά στις Σ&Ε, ακόμα και οι δυνητικοί αγοραστές έχουν περιορισμένες φιλοδοξίες. Πάνω από το 80% αναφέρουν ότι θα προχωρήσουν σε συμφωνίες αξίας μικρότερης των 500 εκατ. $, ενώ το 38% αναφέρουν συμφωνίες μικρότερες των 50 εκατ.$.

Ο McCrostie παρατηρεί: «Δεν θα υπάρξουν πολλές συμφωνίες οι οποίες να μεταμορφώνουν το τοπίο, γεγονός που αντικατοπτρίζει την προτίμηση για συμφωνίες μικρότερης αξίας. Τα στελέχη σηματοδοτούν με σαφήνεια μια αποστροφή προς τον κίνδυνο, προτιμώντας μικρότερες συμφωνίες για να συμπληρώσουν στρατηγικά κενά»

Υπάρχουν ολοένα και περισσότερες ενδείξεις μεταξύ των δυνητικών αγοραστών, ότι οι αναπτυγμένες αγορές έχουν ανακτήσει δυναμική ορμή ως κορυφαίος προορισμός επενδύσεων. Τέσσερις από τους πέντε κορυφαίους προορισμούς για τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν επενδύσεις παραμένουν αμετάβλητες από τον Απρίλιο: Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία και Βραζιλία, με τη Γερμανία να αντικαθιστά την Ινδονησία στην πέμπτη θέση.

Τα βιομηχανικά προϊόντα (34%), οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (32%), το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (28%), και τα καταναλωτικά προϊόντα (28%) είναι οι τομείς με τις περισσότερες πιθανότητες να επιδιώξουν εξαγορές κατά τους επόμενους 12 μήνες. Τις λιγότερες πιθανότητες συγκεντρώνουν η αυτοκινητοβιομηχανία (18%), η τεχνολογία (18%), η ενέργεια και οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η υγεία και ο δημόσιος τομέας (21%). Οι κλάδοι οι οποίοι, ενδεχομένως, θα εισέλθουν σε διαδικασία αποεπένδυσης, είναι των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των βιομηχανικών προϊόντων, της τεχνολογίας, των καταναλωτικών προϊόντων και ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας.


Τα διοικητικά συμβούλια εστιάζουν στα θεμελιώδη μεγέθη

Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη παραμένει ο υπ 'αριθμόν ένα στόχος για το 41% των στελεχών, ο τομέας εμφανίζει σημαντική μείωση από τον Απρίλιο. Χαμηλό είναι, επίσης και το ποσοστό των στελεχών που αναφέρουν την ανάπτυξη ως πρώτη τους προτεραιότητα από τον Οκτώβριο του 2010.

Σε σύγκριση με 6 μήνες πριν καταγράφεται αυξημένη έμφαση στην βελτιστοποίηση της απόδοσης των κεφαλαίων μέσω της μείωσης του κόστους και της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Προτεραιότητα αποτελεί και η μείωση του δανεισμού με το 31% των ερωτηθέντων να προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τα πλεονάζοντα μετρητά για την αποπληρωμή των χρεών, έναντι 18% που ήταν τον Απρίλιο του 2012.

«Όλο και περισσότερα στελέχη επιδιώκουν να βελτιώσουν τα αποτελέσματα μέσω της καλύτερης υλοποίησης και της διατήρηση θέσεων σε μετρητά ….. αντί της επιδίωξης οργανικής ή μη οργανικής ανάπτυξης», συμπληρώνει ο McCrostie. «Οι εταιρείες εστιάζουν την προσοχή τους στην απομόχλευση και την ενίσχυση των ισολογισμών τους με φόντο τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα σε πολλές ώριμες αγορές και τη χαλάρωση της ανάπτυξης σε πολλές αναδυόμενες αγορές».

Ο McCrostie καταλήγει: «Πριν από πέντε χρόνια, θέματα όπως η αποτελεσματικότητα και ο έλεγχος του κόστους σπάνια περιλαμβάνονταν στην ατζέντα των διοικητικών συμβουλίων. Σήμερα, όμως, οι έννοιες αυτές είναι κρίσιμες για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή κατά την οποία η αύξηση του κύκλου εργασιών παραμένει δύσκολος στόχος για τις περισσότερες ανεπτυγμένες αγορές».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v