Schroders: Δεν είναι πανάκεια η "τοξική" τράπεζα

Δεν θεωρεί πανάκεια για τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού κλάδου την ιδέα μιας «τοξικής» τράπεζας η Schroders υπογραμμίζοντας πως η απομόχλευση και η αναδιοργάνωση των οικονομιών θα είναι χρονοβόρες διαδικασίες.

Schroders: Δεν είναι πανάκεια η τοξική τράπεζα
Δεν θεωρεί πανάκεια για τα προβλήματα του χρηματοπιστωτικού κλάδου την ιδέα μιας «τοξικής» τράπεζας η Schroders υπογραμμίζοντας πως η απομόχλευση και η αναδιοργάνωση των οικονομιών θα είναι χρονοβόρες διαδικασίες.

Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση της Schroders, οι πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί μέχρι τώρα, δηλαδή οι δραστικές περικοπές των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, η διοχέτευση τεράστιας επιπρόσθετης ρευστότητας και η απ’ ευθείας ενίσχυση των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων, φτάνουν στα όρια της αποτελεσματικότητάς τους.

Τα βασικά επιτόκια συγκλίνουν προς το μηδέν, η ρευστότητα δεν φαίνεται να λείπει από το τραπεζικό σύστημα, ενώ πολλές κυβερνήσεις κατέχουν πλέον τόσο μεγάλα πακέτα τραπεζικών μετοχών που οποιαδήποτε περαιτέρω μετοχική ενίσχυση θα ισοδυναμούσε με κανονική κρατικοποίηση.

Παρά λοιπόν τις φιλότιμες προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών, τονίζει η Schroders, οι σχετικές εκθέσεις αναφορικά με τα επίπεδα δανεισμού στις ΗΠΑ και στην Ευρωζώνη (Loan Officer Surveys) δείχνουν κατ’ εξακολούθηση ότι οι τράπεζες υιοθετούν όλο και πιο αυστηρούς κανόνες και όρους στη δανειοδότηση και παραμένουν επιφυλακτικές στην χορήγηση πίστωσης, ενώ τα μέτρα της παραδοσιακής νομισματικής πολιτικής δεν αποδίδουν και οι κεντρικές τράπεζες ξεμένουν από επιλογές.

Η πρόταση για τη δημιουργία μιας ‘Bad Bank’ δείχνει ελκυστική γιατί φαίνεται να προσφέρει οριστική λύση. Η ‘κακή’ αυτή τράπεζα θα βοηθούσε να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί των τραπεζών, γεγονός που θα επέτρεπε στα εξαγνισμένα, ‘καλά’ τραπεζικά ιδρύματα να αρχίσουν και πάλι να χορηγούν καταναλωτικά ή εμπορικά δάνεια στους ιδιώτες και στις επιχειρήσεις, την ίδια στιγμή που τα τοξικά τραπεζικά προϊόντα θα αφήνονταν να ‘σαπίσουν’, ή έστω να ωριμάσουν μέσα σε ‘περιφραγμένα’ χωράφια τα οποία επιδοτούνται από το κράτος.

---Το παράδειγμα της Σουηδίας

Όσοι είναι υπέρμαχοι της πρότασης αναφέρουν το επιτυχημένο παράδειγμα της Σουηδίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όπου στο τέλος υπήρξε ακόμη και κέρδος για τους φορολογούμενους. Παρόλα αυτά, αυτό που δεν έχει ξεκαθαριστεί είναι το εάν οι συνθήκες που επέτρεψαν στο σουηδικό σχέδιο να αποδώσει καρπούς μπορούν να επικρατήσουν και σε άλλες περιοχές.

Οι σουηδικές τράπεζες, σε μεγάλο ποσοστό, αντλούσαν τα κεφάλαιά τους από το εσωτερικό της χώρας, ενώ η δημιουργία της ‘κακής τράπεζας’ στη Σουηδία έθετε ως προϋπόθεση την κρατικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος – μια κατάσταση που οι περισσότερες κυβερνήσεις σήμερα θα προτιμούσαν να αποφύγουν. Βέβαια το μοντέλο της ‘κακής τράπεζας’ διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιστάσεις και τον τόπο εφαρμογής του.

---Το πρόβλημα της αποτίμησης των "τοξικών" στοιχείων του ενεργητικού

Ορισμένες από τις δυσκολίες που θα είχε η ενδεχόμενη εφαρμογή ενός τέτοιου πλάνου υπογραμμίζονται από την εμπειρία του αρχικού σχεδίου TARP, του σχεδίου σταθεροποίησης των τραπεζικών οργανισμών στις ΗΠΑ, το οποίο ήταν ένα είδος πρωτοβουλίας για τη δημιουργία μιας ‘κακής τράπεζας’.

Το βασικό πρόβλημα είχε να κάνει με τη δυσκολία προσδιορισμού της τιμής με την οποία τα τοξικά τραπεζικά απόβλητα θα πωλούνταν στην ‘κακή τράπεζα’. Εάν η κακή τράπεζα δεχόταν να πληρώσει πάνω από την αποτίμηση της αγοράς, τότε οι τραπεζικοί οργανισμοί θα προσπαθήσουν να ξεφορτώσουν στις πλάτες των φορολογουμένων τις χειρότερες και πιο επισφαλείς απαιτήσεις τους, γεγονός που θα τους προξενούσε σοβαρές ζημιές.

Εάν από την άλλη, η κακή τράπεζα αγόραζε κάτω από τις τιμές της αγοράς, τότε οι τράπεζες - πωλητές θα ήταν υποχρεωμένες να διαγράψουν και άλλες απαιτήσεις, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του δείκτη φερεγγυότητάς τους.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η καλύτερη ιδέα θα ήταν να αγοραστούν τα τοξικά τραπεζικά απόβλητα ακριβώς στην τιμή αποτίμησης της αγοράς, αλλά ακόμη και σε αυτό το ενδεχόμενο πολλές τράπεζες θα εμφανίζονταν απρόθυμες ή ανίκανες να εγγράψουν σε τρέχουσες τιμές (mark to market) τις συνεπαγόμενες από τις επισφαλείς απαιτήσεις τους ζημιές.

Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για αυτό: Πρώτον, πολλά από τα τοξικά απόβλητα βρίσκονται μέσα στα βιβλία χορηγήσεων, για τις οποίες η φορολογική νομοθεσία επιβάλλει τη διαγραφή μόνον στην περίπτωση που έχουν πάψει να εξυπηρετούνται. Η άμεση εγγραφή ζημιών θα οδηγούσε πολλές τράπεζες στη χρεοκοπία – θα ήταν το ανάλογο μιας ασφαλιστικής εταιρείας που θα καλούνταν να καταβάλει προκαταβολικά μελλοντικές αποζημιώσεις, χωρίς να έχει εισπράξει τα αναλογούντα ασφάλιστρα τα οποία και θα αντιστάθμιζαν τις ζημιές.

Ο δεύτερος λόγος είναι το ότι οι τιμές της αγοράς επηρεάζονται από δύο παράγοντες: την εκτίμηση των προσδοκώμενων ζημιών και το κόστος της απαιτούμενης ρευστότητας που θα βοηθήσει στη διατήρηση των επισφαλών απαιτήσεων ως στοιχεία ενεργητικού. Το κόστος αυτό, κάτω από φυσιολογικές οικονομικές συνθήκες, είναι χαμηλό. Παρόλα αυτά, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, καθίσταται πολύ υψηλό λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω πίεση στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού.

Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι, καθώς τα προϊόντα σταθερής διάρκειας κινούνται προς τη λήξη τους, το κόστος της ρευστότητας μειώνεται απότομα. Εάν είχαν λοιπόν επιλογή, οι τράπεζες θα προτιμούσαν, αντί να εγγράψουν τις ζημιές αμέσως τώρα, να πουλήσουν τα τοξικά απόβλητα μετά από δύο ή τρία χρόνια, όταν το κόστος της ρευστότητας θα πρέπει να έχει μειωθεί.

---Η επιλογή της κρατικοποίησης

Για να καταφέρουν οι κυβερνήσεις να φέρουν τις τράπεζες σε σημείο να αποδεχτούν μία ολοκληρωμένη προσέγγιση για τη δημιουργία μιας ‘κακής τράπεζας’ θα πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, εκτιμά η Schroders, να προχωρήσουν στην κρατικοποίησή τους.

Κι αυτό για δύο λόγους: είτε γιατί το τίμημα της άμεσης αποτίμησης των τοξικών προϊόντων στους ισολογισμούς των τραπεζών θα μηδένιζε την αξία των μετοχών τους, είτε γιατί αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος ώστε να πειστούν να αποδεχτούν το συγκεκριμένο σχέδιο.

Οι συνέπειες που θα είχε μια ενδεχόμενη κρατικοποίηση, ειδικά όσον αφορά στις πολυεθνικές τράπεζες, είναι σοβαρές και οι κυβερνήσεις δε διαθέτουν ούτε το κατάλληλο διοικητικό προσωπικό, ούτε σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικονομική επιφάνεια για να ανταπεξέλθουν σε ανάλογες απαιτήσεις.

Για το λόγο αυτό, η Schroders πιστεύει ότι ενδεχόμενη επιδίωξη για τη δημιουργία ‘κακών τραπεζών’ θα πρέπει να θεωρηθεί ως το πραγματικά τελευταίο καταφύγιο.

---Το σχέδιο εγγύησης των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών

Η εναλλακτική προσέγγιση, όπως προτάθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση και η οποία φαίνεται να κερδίζει έδαφος και στις ΗΠΑ, αφορά σε ένα σχέδιο εγγύησης των στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών.

Με αυτό τον τρόπο φαίνεται ότι αποφεύγονται πολλές από τις παγίδες που συνοδεύουν τη δημιουργία μιας ‘κακής τράπεζας’. Ένα τέτοιο σχέδιο επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρήσουν στους ισολογισμούς τους τις απαιτήσεις από τοξικά προϊόντα ως στοιχεία ενεργητικού, δίνοντας τους την ευκαιρία να αποφύγουν την άμεση εγγραφή των ζημιών που θα προέκυπταν από το κόστος της ρευστότητας, ενώ παράλληλα προστατεύει το δείκτη φερεγγυότητας των τραπεζών, υπό την προϋπόθεση ότι θα λειτουργήσει σαν πολιτική ασφάλισης περιορισμού ζημιών (stop loss insurance policy).

Τα ασφάλιστρα για μια τέτοια ασφάλιση θα μπορούσαν, επίσης, να πληρωθούν σε μία διάρκεια χρόνου, ή ακόμη θα μπορούσαν και να οριστούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, έτσι ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω μείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων των μετόχων των τραπεζών. Το σχέδιο ασφάλισης της αξίας του ενεργητικού, εάν δομηθεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο, πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να αποδειχτεί περισσότερο βιώσιμο από την πρόταση δημιουργίας μιας ‘κακής τράπεζας’.

Το τελευταίο ερώτημα, σύμφωνα με τον Οίκο, έχει να κάνει με το κατά πόσο θα καταφέρει οποιαδήποτε από τις δύο προτάσεις ό,τι δεν μπόρεσε να επιτύχει η νομισματική πολιτική, να φτιάξει δηλαδή το τραπεζικό σύστημα και να κάνει τις τράπεζες να αρχίσουν εκ νέου να χορηγούν δάνεια.

Τόσο το σχέδιο ασφάλισης του ενεργητικού, όσο και αυτό για τη δημιουργία μιας ‘κακής τράπεζας’ αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της απροθυμίας των τραπεζών να προβούν σε εκταμίευση νέων δανείων εξαιτίας της μείωσης της αξίας του ενεργητικού τους. Αλλά η απόφαση των τραπεζών να προχωρήσουν σε περαιτέρω πιστωτική επέκταση βασίζεται σε δύο αναμφισβήτητα πολύ πιο σημαντικούς παράγοντες.

Οι τράπεζες έχουν ανάγκη από νέους φερέγγυους πελάτες και από κεφάλαια προς δανεισμό. Είναι σαφές ότι στο πρόσφατο παρελθόν σε πολλές χώρες τα κριτήρια δανεισμού είχαν χαλαρώσει υπερβολικά, γεγονός που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση, άρα αυτό που περιμένουμε στο μέλλον είναι αυστηρότεροι κανόνες στη έγκριση δανείων. Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία – κλειδιά για την αναπροσαρμογή του οικονομικού συστήματος και μόνον οριακά επηρεάζονται από ένα σχήμα ασφάλισης ενεργητικού ή από τη δημιουργία μίας ‘κακής τράπεζας’.

Η χρηματοδότηση των τραπεζών παραμένει ένας κίνδυνος - ενώ η αφαίρεση των επισφαλών στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών θα απελευθέρωνε σε σημαντικό βαθμό την αγορά των εγγυημένων γερμανικών ομολόγων (Pfandbrief market), τα τραπεζικά ιδρύματα σε χώρες όπως η Μ. Βρετανία και η Ισπανία θα στερούνταν σημαντικά εργαλεία κεφαλαιακής ενίσχυσης, ακόμη κι εάν προχωρούσαν στη δημιουργία ‘τοξικών τραπεζών’.

Για τους παραπάνω λόγους, η Schroders συνιστά οι ‘κακές τράπεζες’ να μην θεωρηθούν ως πανάκεια, όπως τις οραματίζονται οι υπέρμαχοι της συγκεκριμένης ιδέας. Ακόμη κι εάν οι υπεύθυνοι για τη νομισματική πολιτική αποφασίσουν να ρισκάρουν και να αγνοήσουν τις συνέπειες που θα είχε ένα πλάνο δημιουργίας ‘κακών τραπεζών’, η διαδικασία απομόχλευσης και η σχετική αναδιοργάνωση του οικονομικού τομέα θα έχουν ακόμη πολύ δρόμο μπροστά τους, τελειώνει η έκθεση.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v